Για το μιούζικαλ για όλη την οικογένεια «Ιζαντόρα Ντακ», σε μια μουσική παράσταση σε κείμενο και σκηνοθεσία Στέλλας Μιχαηλίδου και μουσική Κώστας Βόμβολου που ανεβαίνει από την Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Με αφορμή την παράσταση, 10 βιβλίοπροτάσεις για να αγαπήσουν τα παιδιά το χορό.
Γράφει η Ελευθερία Ράπτου
-Δεν επινόησα τον χορό, υπήρχε πριν από εμένα. Κοιμόταν όμως κι εγώ τον ξύπνησα!
-Η καλύτερη κληρονομιά που μπορείτε να δώσετε σε ένα παιδί είναι να του επιτρέψετε να φτιάξει τη δική του ζωή και να σταθεί ολότελα στα πόδια του.
Ισιδώρα Ντάνκαν (Isadora Duncan, 1877-1927)
Η Ισιδώρα Ντάνκαν είναι η σπουδαία πρωτοπόρος του σύγχρονου χορού. Επιδίωξε την απελευθέρωση από το φορμαλισμό, έως και αυστηρό δογματισμό του κλασικού μπαλέτου, υπέρ μιας κίνησης περισσότερο ελεύθερης, ροϊκής που αφήνει το σώμα να εκφραστεί πέρα από τις νόρμες και τις παραδόσεις χρόνων. Ο χορός για την Ντάνκαν αντικαθρέφτιζε την αγάπη για το σώμα, ενίσχυε την αίσθηση της ιδιοπρόσωπης σωματικότητας, η οποία είναι μέρος μιας νέας σχέσης με τη νόηση, την τεχνική και τη μουσική. Η επονομαζόμενη και «ξυπόλητη χορεύτρια» αγάπησε την Ελλάδα, την ελληνική αρχαιότητα, αγάπησε την Ελλάδα. Στην Αθήνα ίδρυσε μια από τις ξακουστές σχολές της και από το 1980, στο σπίτι που έζησε με τον αδερφό της Ρέιμοντ το 1903, ο Δήμος Βύρωνα, ίδρυσε το Κέντρο Μελέτης Χορού Ισιδώρας και Ραϋμόνδου Ντάνκαν. Το Κέντρο Χορού Ρ. & Ι. Ντάνκαν αποτελεί ένα πραγματικό κόσμημα για την χορευτική κοινότητα στην Ελλάδα, φυτώριο νέων χορευτών και χορευτριών, ίδρυμα με πολυδιάστατη εκπαιδευτική, ερευνητική, παραστατική δράση, σημαντική παρουσία στο εξωτερικό και συμμετοχή στα διεθνή fora για το χορό.
Η Ντάνκαν θεωρούσε ότι η πηγή των κινήσεων έρχεται από «τα μέσα μας», είναι σπλαχνική, πριν γίνει εννοιολογική. Ο χορός απελευθερώνει, γι΄αυτό και εκείνη χόρευε ξυπόλητη, με ανάλαφρα κοστούμια (συχνά εμπνεόταν από τα αρχαία ελληνικά ενδύματα). Ο χορός που εισηγείται το μοντέλο Ντάνκαν δεν βασίζεται ωστόσο στην τυχαιότητα, αν και την εντάσσει ευρηματικά.
Η Ντάνκαν θεωρούσε ότι η πηγή των κινήσεων έρχεται από «τα μέσα μας», είναι σπλαχνική, πριν γίνει εννοιολογική. Ο χορός απελευθερώνει, γι΄αυτό και εκείνη χόρευε ξυπόλητη, με ανάλαφρα κοστούμια (συχνά εμπνεόταν από τα αρχαία ελληνικά ενδύματα). Ο χορός που εισηγείται το μοντέλο Ντάνκαν δεν βασίζεται ωστόσο στην τυχαιότητα, αν και την εντάσσει ευρηματικά. Είναι μια τεχνική που συνδυάζει σώμα και σκέψη, οι χορογραφίες έχουν σχεδιασμό και ας μοιάζουν αυτοσχεδιαστικές, η κίνηση συστήνεται με τη συναισθηματικό συντονισμό με τη μουσική. Ο χορός που εισηγήθηκε η Ντάνκαν δεν αντιδικεί με το μπαλέτο, με αυτή την υψηλά κωδικοποιημένη, αισθητικά υπερβατική και αυστηρή μορφή χορού. Δεν απορρίπτει το μπαλέτο, εξάλλου διδάχτηκε και η ίδια μπαλέτο. Ωστόσο προτείνει μια άλλη οπτική, πιο προσωπική και ίσως πιο συμπεριληπτική, δεδομένου ότι στον ελεύθερο χορό της Ντάνκαν, το σώμα μπορεί να παρεκκλίνει από τους κανόνες του «ιδανικού» που ηγεμονεύουν στο μπαλέτο. Πολυτάλαντη και ανήσυχη η Ισιδώρα Ντάνκαν, ασχολήθηκε επαγγελματικά με την ηθοποιία, είχε διδαχθεί πιάνο, ενώ είχε γνώσεις και θαύμαζε την αρχαιοελληνική γλυπτική, στην ιταλική ζωγραφική της αναγεννησιακής περιόδου αλλά και στη συμφωνική μουσική.
Ιζαντόρα Ντακ: Μια χαριτωμένη πάπια με γαλάζια φτερά
Η προσωπικότητα της Ισιδώρας Ντάνκαν υποφώσκει στο χαρακτήρα της Ιζαντόρας Ντακ, μιας χαριτωμένης πάπιας με γαλάζια φτερά, που λατρεύει το χορό και ζει σε μια λίμνη με κύκνους, ακριβέστερα στη Λίμνη των Κύκνων. Εκεί, όπου οι κύκνοι επιδεικνύουν με περισσή χάρη τις ικανότητές τους στο μπαλέτο, κάνοντας το δάσκαλο χορού, τον αυστηρό κύριο Κουντεπιέ, να έχει ρίγη ευχαρίστησης. Στην ίδια τάξη φοιτά και η Ιζαντόρα, μόνο που αν και κάνει φιλότιμες προσπάθειες στη μπάρα εκμάθησης, στις ποζισιόν, στα πλιέ, τα ρελεβέ, τα τουρνέ και όλες τις κινήσεις, ωστόσο δεν μπορεί να φτάσει την αρτιότητα που ο δάσκαλος απαιτεί. Το μπαλέτο, που το αγαπά, φαίνεται σαν να μην της ταιριάζει, όχι μόνο στο σώμα αλλά και στην ιδιοσυγκρασία. Η Ιζαντόρα είναι άριστη μαθήτρια στα μαθηματικά, στο σχολείο όπου διδάσκει η κυρία Χόιτυ Τόιτυ, αλλά δεν τα πάει καλά με τους γλωσσοδέτες, ιδίως με όσους έχουν μέσα τους πολλά «πι». Είναι ταλαντούχα ζωγράφος και διανοούμενη. Κοντολογίς έχει ταλέντα, ευαισθησίες, είναι δυνατή προσωπικότητα και ξεχωρίζει από την πειθαρχημένη και ελιτιστική σχεδόν ομάδα των κύκνων. Μόνο που μπαλέτο δεν μπορεί να χορέψει όπως θα ήθελε.
Άραγε χορός είναι μόνο το μπαλέτο; Μήπως υπάρχει και άλλο ύφος, μήπως υπάρχουν εναλλακτικές; Στο κάτω κάτω δεν είμαστε όλοι ίδιοι, είμαστε όμως, με διαφορετικό τρόπο, ικανοί. Η Ιζαντόρα Ντακ ξεκινά ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Αναχωρεί από τη λίμνη με τους κύκνους, που πλέον την καταπιέζει, περιπλανιέται με θάρρος στα δάση και στις λόχμες για να φτάσει στο τέλος σε μια νέα λίμνη όπου ζουν πολλά και διαφορετικά πουλιά, το καθένα με τη δική του χάρη. Η Ιζαντόρα Ντακ συναντά εκεί και την κυρία Παπώφ, που διδάσκει ότι στο διαφορετικό βρίσκεται το ενδιαφέρον και στη συμπερίληψη κατοικεί η ποικιλία και η συνεργασία. Ένας νέος χορευτικός κόσμος ανατέλλει, το οποίον καλοσωρίζουν όλοι, ακόμα και ο κύριος Κουντεπιέ. Εξάλλου ο ένας χορευτικός τρόπος δεν ακυρώνει τον άλλο. Ίσα ίσα που ο ένας εμπλουτίζεται από τον άλλο. Ακόμα και ο Βάτραχος, ο παράδοξος φίλος της Ιζαντόρα μπορεί να χορέψει, το δικό του διαφορετικό χορό!
Με επιρροές από τη Λίμνη των Κύκνων, την ιστορία της Ισιδώρας Ντάνκαν, το Ασχημόπαπο του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, αλλά και τη σχολική ζωή, η Στέλλα Μιχαηλίδου έγραψε το παραμύθι για την Ιζαντόρα Ντακ (εκδόσεις Καλειδοσκόπιο). Η συγγραφέας, μέσα από τη μεταφορά της υπόθεσης στο ζωικό βασίλειο και ειδικότερα τον κόσμο των πουλιών, πέτυχε να φτιάξει μια ιστορία με στυλ και διαχρονικότητα.
Με πνευματώδεις διαλόγους και ρυθμό. Συνοδοιπόρος σε αυτή την προσπάθεια ο Απόστολος Βέττας, ο οποίος ακολούθησε και εξέλιξε εικονογραφικά την πρωτότυπη σύλληψη.
Με τον τρόπο που δομείται η ιστορία θα ήταν μάλλον απίθανο να μη μετεξελιχθεί σε δραματουργία, σενάριο για το θέατρο και πολύ περισσότερο λιμπρέτο για μουσικό θέατρο με οπερατικά χαρακτηριστικά. Η Ιζαντόρα Ντακ λοιπόν ανεβαίνει φέτος και μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής˙ στο φυσικό της χώρο δηλαδή, αν αναλογιστεί κανείς ότι μιλάει για τη μουσική και το χορό και την υποκριτική ικανότητα των σολίστ. Την παράσταση σκηνοθετεί η ίδια η Στέλλα Μιχαηλίδου, ενώ τη μουσική έχει συνθέσει ο Κώστας Βόμβολος. Τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι του Κέννυ ΜακΛέλλαν, η κινησιολογία του Φώτη Διαμαντόπουλου, ο σχεδιασμός των φωτισμών του Χρήστου Τζιόγκα, και ο σχεδιασμός των βίντεο του Μπάμπης Βενετόπουλου.
Η παράσταση φέρει το ρυθμό ως βασικό άξονα της αρχιτεκτονικής της. Ρυθμός στο λόγο, στις κινήσεις, στο τραγούδι στη μουσική. Οι μουσικοί της παράστασης, ο Οδυσσέας Σιωζόπουλος στο κλαρινέτο, η Σοφία Ευκλείδου στο βιολοντσέλο και ο Χρήστος Σακελλαρίδης στο πιάνο, αποδίδουν με συνέπεια, δεξιοτεχνία και ευαισθησία τα μουσικά μέρη της παράστασης. Εξάλλου εδώ, η μουσική είναι μέρος της δραματουργίας, αφού πρόκειται για λυρικό θέατρο.
Η Μιχαηλίδου σκηνοθετεί έχοντας πλήρη έλεγχο του τι θέλει να αποδώσει σκηνικά. Η πρόζα και τα λυρικά μέρη, οι χορευτικές επιτελέσεις είναι αρμολογημένα με μεγάλη φροντίδα και σαφήνεια. Αυτό είναι καθαρό από την αρχή της παράστασης, ακόμα από την εναρκτήρια σκηνή μέχρι το τέλος. Χορωδιακά και μονωδιακά μέρη, σόλο χορός αλλά και ομαδικά κομμάτια, μπαλέτο, ελεύθερη ρυθμική κίνηση, χιπ-χοπ πλέκουν τον ιστό της ιστορίας. Η λογική της αντίστιξης μεταξύ των ατομικών κομματιών και των κομματιών συνόλου συγκροτεί χρήσιμες κορυφώσεις και αποκορυφώσεις στο θέαμα. Η εκτέλεσή τους συγκινεί το κοινό που είναι δια-ηλικιακό. Η παράσταση δομείται με σκηνές-επεισόδια: η λίμνη και οι μοναχικές στιγμές που η Ιζαντόρα μοιράζεται με τον Βάτραχο, οι σκηνές στο σχολείο, στο μάθημα χορού, η περιπλάνηση και η νέα λίμνη με τα πουλιά κάθε είδους διαθέτουν σκηνική οικονομία. Πνευματώδεις διάλογοι, συμπλέκονται με χορό, με βιντεοπροβολές που εμπλουτίζουν το θέαμα και σημασιοδοτούν κρίσιμα σημεία της πλοκής. Η χρήση της τεχνικής του mise-en-scène, της διακειμενικότητας, της σωματικής ή μουσικής διήγησης, της παντομίμας, αλλά και η άρτια εκφορά του λόγου αποτελούν επίσης θετικά σημεία της παράστασης. Αξίζει να αναφερθούμε στον τρόπο εκφοράς του λόγου: η γλώσσα είναι κατανοητή αλλά και πλούσια. Οι φράσεις εκφέρονται με μουσικότητα ακόμα και όταν δεν τραγουδιούνται. Η προσέγγιση αυτή, ιδίως στις σκηνές των μαθημάτων αποτελεί και μια πρόταση διδασκαλίας στις πραγματικές τάξεις, αφού οι τονισμοί των ελληνικών λέξεων και η αρχιτεκτονική τους διέπονται από μουσικότητα, η οποία μόνο αν εντοπιστεί μπορεί να βοηθήσει το μαθητή να κατανοήσει νοήματα και σύνταξη.
Η Μαργαρίτα Συγγενιώτου στους ρόλους της δασκάλας Χόιτυ και κυρίας Παπώφ δείχνει αποδίδει με σιγουριά και υποδόριο χιούμορ τους χαρακτήρες, ενώ φυσικά και στα μουσικά μέρη δείχνει τη λυρική της δεινότητα.
Η Λυδία Στέφου ως Ιζαντόρα Ντακ, έχει δουλέψει ουσιαστικά το ρόλο της, ενώ ο Δημήτρης Ναλμπάντης, ως κύριος Κουντεμπιέ, φτιάχνει μια έξυπνη καρικατούρα δασκάλου χορού, ο οποίος είναι τόσο εστέτ που δυσκολεύεται να διακρίνει το διαφορετικό.
Ο Χρήστος Ντέντης ως Βάτραχος μιλά αποκλειστικά μέσα από τις κινήσεις του με δεξιοτεχνία. Φυσικά και η υπόλοιπη ομάδα που επωμίζεται ρόλους μαθητριών-κύκνων είναι άριστες στην ομαδική υποκριτική, λυρική και χορευτική απόδοση.
Η Μιχαηλίδου καταφέρνει να συντονίσει ένα δύσκολο εγχείρημα. Η δραματουργική απόδοση, η σκηνοθεσία και μάλιστα στο πλαίσιο του λυρικού θεάτρου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Εδώ όμως είναι τόσο σαφές και δομημένο το τι θέλει να πει και κυρίως τι και με ποιον τρόπο θέλει να δείξει η παράσταση τα ζητούμενα, που μοιάζει σαν παιχνίδι ή ακριβέστερα σαν χορός στη λίμνη των κύκνων. Εξάλλου έτσι είναι ο χορός, μοιάζει σαν νερό που κυλάει, σαν ήλιος που ζεσταίνει, μεταδίδει τόσα αισθήματα με τη γλώσσα του σώματος, αλλά πριν από αυτό η δουλειά που γίνεται είναι πάντα συστηματική και επίμονη. Η επιμονή, η δουλειά και το όραμα είναι εξάλλου και τα όπλα που έκαναν την Ιζαντόρα Ντακ συνειδητοποιημένη χορεύτρια στην ιστορία. Οι θεατές (και ειδικά τα παιδιά) πέραν του ότι έχουν μια ολιστική εμπειρία σύγχρονου λυρικού θεάτρου, χωρίς μεγαληγορίες, προσαρμοσμένο στις ανάγκες τους, κατανοούν τα νοήματα μέσα από τα φαινόμενα. Και κυρίως γίνεται κατανοητό ότι «όλοι μπορούν να χορέψουν» σε αυτή τη ζωή.
Εναλλακτική Σκηνή-ΕΛΣ, Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
08, 09, 12, 13, 14, 16, 17, 19, 21, 22, 23, 24, 26, 27, 28, 29, 30 Νοε 2024 01 Δεκ 2024
Ώρα έναρξης: 11.00 (πρωινές παραστάσεις και Σαββατοκύριακα). Καθολικά προσβάσιμες παραστάσεις στις 29 & 30/11
Κείμενο, σκηνοθεσία: Στέλλα Μιχαηλίδου
Μουσική: Κώστας Βόμβολος
Σκηνικό, κοστούμια: Κέννυ ΜακΛέλλαν
Κινησιολογία: Φώτης Διαμαντόπουλος
Σχεδιασμός φωτισμών: Χρήστος Τζιόγκας
Σχεδιασμός βίντεο: Μπάμπης Βενετόπουλος
Επί σκηνής:
Ιζαντόρα: Λυδία Στέφου
Δασκάλα – Αφηγήτρια, Κυρία Χόιτυ Τόιτυ, Κυρία Παπώφ: Μαργαρίτα Συγγενιώτου
Κύριος Κουντεπιέ: Δημήτρης Ναλμπάντης
Μαθήτρια, Κύκνος, Παπίτσα: Ιώ Λατουσάκη
Μαθήτρια, Κύκνος, Πιπίτσα: Γεωργία Κυριαζή
Μαθήτρια, Κύκνος, Νεαρή πάπια: Ραφαέλα Τσομπανούδη
Μαθήτρια, Κύκνος, Αλεπού: Ηλιάνα Υφαντή
Μαθήτρια, Κύκνος, Κυνηγός, Πολύχρωμο πουλί της λίμνης: Μυρσίνη Πετρούτσου
Μαθήτριες, Κύκνοι, Πολύχρωμα πουλιά της λίμνης: Ιωάννα Λουπέτη, Άννα Μαρία Μαρκοπούλου, Ελένη Φώτου
Βάτραχος, Λύκος: Χρήστος Ντέντης (Onel)
Οδυσσέας Σιωζόπουλος: κλαρινέτο
Σοφία Ευκλείδου: βιολοντσέλο
Χρήστος Σακελλαρίδης: πιάνο
Η μπαλαρίνα. Μια εισαγωγή στο μαγικό κόσμο του μπαλέτου (μτφρ. Έλενα Τσουκαλά) της Νaia Bray-Moffatt, από τις εκδόσεις Σαββάλα
Οι μικροί χορευτές: Άριολ 10 (μτφρ. Φίλιππος Μανδηλαράς) του Emmanuel Guibert, εκδόσεις Κόκκινο
Η Χαρά χορεύει (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη) του Luciano Lozano από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος
Η Ισιδώρα Μοντ πάει μπαλέτο (μτφρ. Θεοδόσης Βολκώφ) της Harriet Muncaster, από τις εκδόσεις Παρισιάνου Α.Ε.
Οι δώδεκα βασιλοπούλες – Κλασικά παραμύθια 2, παιδική διασκευή της Jay Alison, από τις εκδόσεις Χάρτινη Πόλη
Οικογενειακά Μυστικά. Καλλιτεχνικό σχολείο (μτφρ. Ντόρα Δαρβίρη) της Victoria Vazquez από τις εκδόσεις Susaeta
Η μπάλα μπαλαρίνα της Αλεξάνδρας Μητσιάλη, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο
Η μαγεία του μπαλέτου. Μέσα από τα μεγάλα έργα του κλασικού ρεπερτορίου (μτφρ. Ειρήνη Γεούργα) της Σερινέλα Κουαρέλο, από τις εκδόσεις Φουρφούρι
Ο κόσμος του μπαλέτου της Rebecca Brown από τις εκδόσεις Δεσύλλα
Χόρεψε μαζί μου της Χριστίνας Αποστολίδη από τις εκδόσεις Ψυχογιός