
«Το φάντασμα του Κάντερβιλ» του Όσκαρ Ουάιλντ, το ανάγνωσμα που αντέχει στο χρόνο και απευθύνεται σε παιδιά και εφήβους αλλά και στο ενήλικο κοινό, ανεβαίνει στο θέατρο Βεάκη σε σκηνοθεσία Δημήτρη Δεγαΐτη και μετάφραση – θεατρική διασκευή Άνδρης Θεοδότου. Η κριτική αποτίμηση της παράστασης και αναγνωστικές προτάσεις για παιδιά και εφήβους. Κεντρική εικόνα: Τερέζα Παλαιολόγου.
Γράφει η Ελευθερία Ράπτου
«Οι σπουδαίοι, χωρίς φόβο, κάνουν τον κόσμο καλύτερο» σερ Σάιμον του Κάντερβιλ
Το Φάντασμα του Κάντερβιλ, το διήγημα που έγραψε ο Όσκαρ Ουάιλντ, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε δύο συνέχειες τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1887, στο λογοτεχνικό περιοδικό The Court and Society Review. Στο διήγημά του, ο Όσκαρ Ουάιλντ, παρωδεί την σχεδόν εμμονική, ρομαντική πίστη στο υπερφυσικό καθώς και τον υπερβολικό φόβο και το δέος για τα φαντάσματα, που επικρατούσε στην Αγγλία του 19ου αιώνα, αντιπαραθέτοντας τις ρεαλιστικές αντιλήψεις των Αμερικανών, στην αγγλική ιδεοληψία και την καθήλωση στους τύπους, κάνοντας εμμέσως μια σύγκριση των δύο όψεων του αγγλοσαξονικού κόσμου. Το Φάντασμα του Κάντερβιλ έχει διασκευαστεί για την όπερα, το θέατρο την τηλεόραση και τον κινηματογράφο αρκετές φορές και μάλιστα ενώ η πρωτότυπη ιστορία διαδραματίζεται στην Αγγλία, στα τέλη του 19ου αιώνα με το τέλος της να είναι αρκετά αινιγματικό, καθώς αφορά τη μετά θάνατον ζωή, η ιστορία διασκευασμένη ενίοτε παραλλάσσεται, χωρίς όμως τα πρόσωπα και τα νοήματα να προδίδονται.
«Το Φάντασμα του Κάντερβιλ» στο θέατρο Βεάκη σε σκηνοθεσία Δημήτρη Δεγαΐτη
Στην ομώνυμη παράσταση που ανεβαίνει στο θέατρο Βεάκη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Δεγαΐτη και μετάφραση – θεατρική διασκευή Άνδρης Θεοδότου, η ιστορία τοποθετείται χρονικά στη δεκαετία του 1930. Ο κύριος Χίραμ Όουτις, Αμερικανός πρεσβευτής στην Αγγλία, δεν πιστεύει πως υπάρχουν φαντάσματα. Στην Αμερική εξάλλου όλα είναι νέα, όλα έχουν την απλή τους εξήγηση και όλα αγοράζονται με το χρήμα. Στην προκειμένη περίπτωση ακόμα και τα οικογενειακά φαντάσματα στους μεγαλοπρεπείς αγγλικούς πύργους έχουν την τιμή τους. Χαμογελά λοιπόν συγκαταβατικά στον Λόρδο του Κάντερβιλ, τον μακρινό συγγενή του φαντάσματος, ο οποίος τον προειδοποιεί, πως στον πύργο κυκλοφορεί το φάντασμα του παλιού πυργοδεσπότη. Ο σερ Σάιμον Κάντερβιλ παραμένει με το φασματικό του αποτύπωμα εδώ και τριακόσια χρόνια στον πύργο και δεν έχει σκοπό να αφήσει τους καινούριους ιδιοκτήτες στην ησυχία τους. Η οικογένεια Όουτις με τη νεωτερική τους αύρα, την αγάπη τους για τη ζωή, τη τζαζ μουσική, τη ζωγραφική, εγκαθίστανται στον πύργο και ο σερ Σάιμον κηρύττει τον… πόλεμο. Κάνει τα αδύνατα δυνατά να φανεί ένα φάντασμα «αντάξιο της τρομερής του φήμης», αλλά ο κύριος και η κυρία Όουτις, μαζί με τα τρία τους παιδιά, την μεγάλη κόρη τους Βιργινία και τους πολύ μικρότερους διδύμους Τζακ και Τζον, φαίνεται πώς δεν τρομάζουν από τον σερ Σάιμον. Μόνο η Αγγλίδα οικονόμος, η κυρία Άμνεϊ, που έχει ζήσει όλα της τα χρόνια στον πύργο, επηρεάζεται από τις μεταμεσονύχτιες διαθέσεις του φαντάσματος. Ωστόσο, αποκαλύπτεται σταδιακά ότι ο σερ Σάιμον πάσχει από μοναξιά και από έλλειψη αγάπης και επιθυμεί να αναπαυθεί κάποτε στον τάφο του, όπως κάθε «κανονικός» νεκρός. Στο τέλος η ευγενική και τολμηρή Βιργινία θα βοηθήσει τον σερ Νίκολας να περάσει στην «απέναντι» πλευρά και να αναπαυτεί, ύστερα από αιώνες που έτριζε τις αλυσίδες του και έβαφε με αίμα τους τοίχους του πύργου.
Το κοινό εισάγεται ήδη πριν από την επίσημη έναρξη της παράστασης στη μυστηριακή ατμόσφαιρα, καθώς αντικρίζει τη σκηνή έτοιμη και σε πλήρη ορατότητα, ενώ το φάντασμα, ο σερ Σάιμον, περιδιαβαίνει νωχελικά μέχρι να χτυπήσει και το τρίτο κουδούνι.
Ο Δημήτρης Δεγαΐτης και η Άνδρη Θεοδότου παρουσιάζουν ξανά την παράσταση, που είχε ανέβει σχεδόν 10 χρόνια πριν στο Θέατρο Τέχνης στη Φρυνίχου. Αν και το κείμενο, όπως και ορισμένοι σκηνοθετικοί άξονες παραμένουν σταθεροί, η νέα εκδοχή της παράστασης, στο θέατρο Βεάκη, έχει το δικό της χαρακτήρα με ανανεωμένη οπτική και καινούρια στοιχεία. Η παράσταση έχει δύο μέρη: Στο πρώτο οργανώνεται η πλοκή και παρουσιάζεται η επεισοδιακή καθημερινότητα των κατοίκων του πύργου. Οι χαρακτήρες παρουσιάζονται, τα νοήματα στήνονται στέρεα. Το δεύτερο μέρος είναι η πορεία προς τη λύση του κωμικού δράματος που οδηγεί σε ένα φινάλε συγκινητικό αλλά και χαρούμενο μαζί. Η οικονομία στη διασκευή της Θεοδότου ενισχύει τη θεατρικότητα του κειμένου, δομεί σαφώς τους χαρακτήρες σε σκηνικά πρόσωπα και διακρίνεται από ρυθμό και λόγο που ναι μεν στοχεύει σε νεαρό ακροατήριο, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν κάνει εκπτώσεις στη γλώσσα και στα νοήματα. Δράμα και χιούμορ, κοινωνική κριτική, βικτωριανή ατμόσφαιρα και νεωτερικότητα, σαιξπηρική αύρα και τζαζ διάθεση συμπλέκονται σε μια παράσταση όπου το παιχνίδι των σημασιών συνοδοιπορεί με την παρωδία.
Καθώς τα πρόσωπα του έργου εμφανίζονται στη σκηνή, (...), η φιγούρα του φαντάσματος, ακόμα και όταν δεν είναι οπτικώς παρούσα, επιβάλλεται στην ατμόσφαιρα.
Το κοινό εισάγεται ήδη πριν από την επίσημη έναρξη της παράστασης στη μυστηριακή ατμόσφαιρα, καθώς αντικρίζει τη σκηνή έτοιμη και σε πλήρη ορατότητα, ενώ το φάντασμα, ο σερ Σάιμον, περιδιαβαίνει νωχελικά μέχρι να χτυπήσει και το τρίτο κουδούνι. Τότε, μια κραυγή ορίζει τη θραύση του πραγματικού και την είσοδο στη θεατρική πραγματικότητα, η οποία επίσης είναι έξυπνα διχοτομημένη: μεταξύ του σκηνικού «τώρα» όπου η ιστορία εκτυλίσσεται, και του παράλληλου «χώρου» και «χρόνου» όπου το φάντασμα ορίζει επικράτειες, δράσεις και διασχίσεις στο χωροχρόνο των υπόλοιπων προσώπων. Καθώς τα πρόσωπα του έργου εμφανίζονται στη σκηνή, εκφράζοντας κινησιολογικά και λεκτικά την «άποψή» τους, η φιγούρα του φαντάσματος, ακόμα και όταν δεν είναι οπτικώς παρούσα, επιβάλλεται στην ατμόσφαιρα.
![]() |
Από την παράσταση «Το Φάντασμα του Κάντερβιλ» στο θέατρο Βεάκη. © Τερέζα Παλαιολόγου. |
Ο Δημοσθένης Φίλιππας έχει δουλέψει επίμονα το ρόλο του ως σερ Σάιμον, με τον οποίο ξανασυναντιέται μετά από τόσα χρόνια. Ο Φίλιππας προσεγγίζει το ρόλο του ολιστικά. Κίνηση, αλλαγές ύφους, λεπτός σαρκασμός μαζί με έντονη δραματικότητα, φαρσική διάθεση με σαιξπηρικού ύφους αναστοχασμό, εκφώνηση, διάδραση με τους υπόλοιπους ηθοποιούς, με τον σκηνογραφημένο χώρο, όλα συνδυαστικά, δείχνουν πόσο έχει εμβαθύνει στον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα του βικτωριανού διηγήματος, βγάζοντας προς τα έξω μια ολοκληρωμένη, γοητευτική περσόνα. Η παρουσία του Φίλιππα είναι καθοριστική, δίνοντας προστιθέμενη αξία διαρκείας στο θεατρικό εγχείρημα.
![]() |
Από την παράσταση «Το Φάντασμα του Κάντερβιλ» στο θέατρο Βεάκη. © Τερέζα Παλαιολόγου. |
Από κοντά ο Ουσίκ Χανικιάν, στο ρόλο του πρέσβη Χίραμ Όουτις, αλλά και ο Γιώργος Γιαννάκης ως μικρός Δούκας Σέσιλ και Λόρδος Κάντερβιλ παρουσιάζουν ενδιαφέροντες άξονες υποκριτικής συγκροτώντας όλοι μαζί τους ισχυρούς πυλώνες της παράστασης. Και η Αργυρώ Ανανιάδου, στο ρόλο της οικονόμου κυρίας Άμνεϋ, αποδίδει με συνέπεια και λεπτή παρωδία το χαρακτήρα της παραδοσιακής, αλαφροΐσκιωτης οικονόμου. Οι Θεοδοσία Σαββάκη, Άννα Φιλιππάκη και Θανάσης Καφενταράκης, στους ρόλους των Λουκρητίας Όουτις, Βιργινίας Όουτις και Τζακ και Τζον Όουτις αντιστοίχως, παρουσιάζουν ενδιαφέρουσες πλευρές των προσώπων, ακολουθώντας τις βασικές ορίζουσες της σκηνοθεσίας.
![]() |
Από την παράσταση «Το Φάντασμα του Κάντερβιλ» στο θέατρο Βεάκη. © Πάτροκλος Σκαφιδάς. |
Τα σκηνικά που επιμελείται ο Εδουάρδος Γεωργίου «πιάνουν τον παλμό» της ιστορίας. Η χρήση της περιστρεφόμενης σκηνής, που από τη μια δείχνει κομμάτι από το καθιστικό του πύργου και από την άλλη το δωμάτιο του φαντάσματος, είναι έξυπνο εύρημα, όπως επίσης η σκηνική ατμόσφαιρα ειδικά στον ιδιωτικό χώρο του Σερ Ουίλιαμς αλλά και η σκηνογραφική σύλληψη της «εξόδου» του από τον κόσμο των θνητών, έχουν δουλευτεί με επινοητικότητα. Γενικά ο Γεωργίου τόσο στα σκηνικά όσο και στα κοστούμια δίνει ενδιαφέρουσες λύσεις, ιδίως όταν εστιάζει στα κομμάτια της βικτωριανής και μπαρόκ ατμόσφαιρας.
Επειδή όμως ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο χρειάζεται να επισημάνουμε ότι ορισμένες λεπτομέρειες (εμφανείς όμως στο χώρο) θα μπορούσαν να προσεχθούν λίγο παραπάνω.
Επειδή όμως ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο χρειάζεται να επισημάνουμε ότι ορισμένες λεπτομέρειες (εμφανείς όμως στο χώρο) θα μπορούσαν να προσεχθούν λίγο παραπάνω. Για παράδειγμα λίγο περισσότερη προσοχή στη λεπτομέρεια στα κοστούμια των χαρακτήρων που «ζουν» στη δεκαετία του 1930, οι βιβλιοθήκες εκατέρωθεν της σκηνής, που θα μπορούσαν να έχουν πιο συμβατή διακοσμητική ταυτότητα με τη λογική ενός παλιού, πλούσιου διακοσμητικά πύργου, καθώς και το παραπέτασμα στα δεξιά της σκηνής όπου ναι μεν χρειάζεται εύκολη είσοδος και έξοδος των ηθοποιών προς κάποιο χωρικό «ένδον», αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να είναι από ένα ύφασμα πιο συμβατό στον πλούσιο διάκοσμο και πιο «πλούσια» τοποθετημένο. Επίσης το πιάνο επί σκηνής, το οποίο χρειάζεται τόσο για συμπλήρωμα της διακόσμησης όσο και για την εκτέλεση ή μίμηση εκτέλεσης ορισμένων μουσικών κομματιών, θα μπορούσε να είναι κλασικού τύπου, από αυτά που έχουν τα παλιά «καλά» σπίτια.
![]() |
Από την παράσταση «Το Φάντασμα του Κάντερβιλ» στο θέατρο Βεάκη. © Τερέζα Παλαιολόγου. |
Οι φωτισμοί εναρμονίζονται με τη σκηνοθετική σύλληψη, ακολουθούν τις δραματικές εξάρσεις και υφέσεις, ενισχύουν το παιχνίδι μεταξύ του πραγματικού και του φασματικού. Η κίνηση που επιμελήθηκε Μαρίζα Τσίγκα είναι ισορροπημένη. Το σκέλος όπου επιτελείται το μοτίβο του βωβού κινηματογράφου, λίγο πριν το τέλος του πρώτου μέρους, έχει ενδιαφέρον και είναι αναπτύξιμο ακόμα περισσότερο.
Η μουσική του Νίκου Τσέκου είναι εκλεκτικιστική, συναρμόζοντας ήχους από την μουσική σκηνή της δεκαετίας του 1930, της δεκαετίας του ’20, μαζί με μελωδίες ακόμη παλαιότερων εποχών.
Η παράσταση που σκηνοθετεί ο Δημήτρης Δεγαΐτης, στη νέα της εκδοχή, έχει αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη συνοχή και τόλμη. Αναπτύσσεται γενναιόδωρα σε μια σκηνή που ευνοεί τη δομή της και αφήνει τους θεατές ενθουσιασμένους, ενώ συγχρόνως το κείμενο της Θεοδότου καταφέρνει να αναδείξει βασικούς εννοιολογικούς πυρήνες της ανατρεπτικής σκέψης του Όσκαρ Ουάιλντ, προβάλλοντας το παιχνίδι των σημασιών το οποίο εξάλλου υποστηρίζει σταθερά στα γραπτά του ο διάσημος συγγραφέας.
«Το Φάντασμα του Κάντερβιλ»: Ένα ανάγνωσμα που αντέχει στο χρόνο
Το Φάντασμα του Κάντερβιλ πέρα από τη σκηνική του διαχείριση είναι ένα ανάγνωσμα που αντέχει στο χρόνο. Για αυτό και διαβάζεται τόσο από τους μεγαλύτερους, όσο και από τους μικρότερους αναγνώστες, σε διασκευές κατάλληλες για την ηλικία τους.
Σε αυτό το πλαίσιο Το Φάντασμα του Κάντερβιλ, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (2021), σε διασκευή Αγγελικής Δαρλάση, είναι μια πρόταση επιλογής για παιδιά 6 έως 9 ετών. Η εικονογράφηση του Βασίλη Γρίβα είναι ατμοσφαιρική και συνδιαλέγεται αρμονικά με το κείμενο.
Για τις ίδιες ηλικίες Το Φάντασμα του Κάντερβιλ κυκλοφορεί και από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος (1991), με την προσεγμένη μετάφραση του Γιώργου Σημηριώτη και την εικαστικά πολύ ιδιαίτερη εικονογράφηση της Lisbeth Zwerger.
![]() |
![]() |
Από τις ίδιες εκδόσεις, αλλά για μεγαλύτερους ηλικιακά αναγνώστες, κυκλοφορεί επίσης Το Φάντασμα του Κάντερβιλ και άλλα διηγήματα (Ζαχαρόπουλος, 1997). Πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων του Όσκαρ Ουάιλντ, τα οποία χαρακτηρίζονται από το αντισυμβατικό, πάντα σύγχρονο πνεύμα του συγγραφέα. Η μετάφραση είναι επίσης του Γιώργου Σημηριώτη.
Τέλος, από τις εκδόσεις Νίκας (2021), Το Φάντασμα του Κάντερβιλ, πάλι σε μετάφραση Γιώργου Σημηριώτη, θα καθηλώσει τους έφηβους και νέους αναγνώστες με το σκοτεινό ρομαντισμό του.
* Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΡΑΠΤΟΥ είναι θεατρολόγος-εκπαιδευτικός και κριτικός θεάτρου.