Για τα βιβλία «Ο Φράχτης» (εκδ. Μεταίχμιο) του Αλφρέντο Σοντεργκίτ, «Το σπίτι μου» (εκδ. Καλειδοσκόπιο) της Δέσποινας Ηρακλέους και «Τείχη» (εκδ. Susaeta) των Τζανκάρλο Μάκρι και Καρολίνας Τζανότι. Τρεις εικονογραφημένες ιστορίες που μιλούν στα παιδιά για ορατά και αόρατα τείχη, φυσικά και κοινωνικά, και για το πώς γίνεται η υπέρβασή τους. Κεντρική εικόνα από την εικονογράφηση της Φωτεινής Στεφανίδη για «Το σπίτι μου».
Γράφει η Ελευθερία Ράπτου
Στη νεωτερική πόλη, στις πόλεις και τις πολίχνες που ζούμε, τα όρια, τα εμπόδια, οι φραγμοί περισσεύουν. Ο χώρος της κατοίκησης διαιρείται, επικράτειες συστήνονται, εξουσιαστικοί μηχανισμοί κινητοποιούνται, η συμβολική περίφραξη διαμερισματοποιεί και αποσυντάσσει το δημόσιο χώρο, το δημόσιο λόγο, ενώ απομονώνει τον ιδιωτικό. Όλα χρειάζεται να είναι ταξινομημένα, τακτοποιημένα, χωρισμένα σε ζώνες πολιτικής και πολιτισμικής «ομοιότητας». Πραγματικά και ιδεατά τείχη ορθώνονται και διαχωρίζουν τους ανθρώπους, τις δράσεις, τις κοινωνικές τάξεις. Από την άλλη πλευρά τα σύγχρονα αιτήματα για συμπερίληψη, δημοκρατία, αναγνώριση και σεβασμό της διαφοράς, είναι διαρκώς εκκρεμή και επείγοντα. Σύνορα, αντιπαλότητες, αλλά και υπέρβαση των διαχωρισμών, όλα συντείνουν σε κεντρομόλες ή φυγόκεντρες κοινωνικές δυνάμεις και συσχετισμούς.
Στις τρεις βιβλιοπροτάσεις που ακολουθούν, και οι οποίες απευθύνονται σε παιδιά σχολικής ηλικίας, οι θεματικές επικεντρώνουν στα τείχη και στους φράχτες όλων των ειδών. Εστιάζουν όμως και στις γέφυρες. Στην ανθρώπινη ανάγκη για συναλληλία και συντροφικότητα.
Τα παιδιά της παγκοσμιοποιημένης και παραδόξως έντονα διασπασμένης πραγματικότητας έχουν να δώσουν τις δικές τους μάχες σε μια κοινωνική και πολιτισμική συνθήκη που ενώ ευαγγελίζεται την αλληλεγγύη, τη δικαιοσύνη, τη γεφύρωση των διαφορών, επί της ουσίας ορθώνει ποικίλα τείχη, πραγματικά και μεταφορικά. Αν η τέχνη του λόγου, οι τέχνες γενικότερα μπορούν να συμβάλλουν στην αλλαγή και να μετατρέψουν τα ρήγματα σε γέφυρες, τούτο παραμένει ερώτημα διαρκές. Στις τρεις βιβλιοπροτάσεις που ακολουθούν, και οι οποίες απευθύνονται σε παιδιά σχολικής ηλικίας, οι θεματικές επικεντρώνουν στα τείχη και στους φράχτες όλων των ειδών. Εστιάζουν όμως και στις γέφυρες. Στην ανθρώπινη ανάγκη για συναλληλία και συντροφικότητα. Γιατί αυτό το έχουν ανάγκη τα παιδιά, και ας μην γελιόμαστε, και οι μεγάλοι.
Ο Φράχτης του Αλφρέντο Σοντεργκίτ, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο
Ο Αλφρέντο Σοντεργκίτ (Alfredo Soderguit) είναι βραβευμένος συγγραφέας και εικονογράφος. Γεννήθηκε στην Ουρουγουάη και έχει εκδώσει πολλά βιβλία με αφετηρία τη Λατινική Αμερική. Είναι επίσης και δημιουργός ταινιών κινουμένων σχεδίων. Ανήσυχο πνεύμα, με ιδιαίτερη εικαστική ματιά, διαθέτει τη συγγραφική ζεστασιά και το μαγικό ρεαλισμό που εκφράζεται ποικιλοτρόπως στην λατινοαμερικανική λογοτεχνική παράδοση.
Ο Σοντεργκίτ στο βιβλίο με τον τίτλο Ο Φράχτης (βασισμένο σε μια ιδέα της Μαριάλε Αρισέτα) αφηγείται με λίγες λέξεις και πολλές εικόνες την ιστορία της Αντωνίας και της Φραγκίσκης. Τα δύο κορίτσια προέρχονται από διαφορετικούς κόσμους: η Φραγκίσκη μεγαλώνει σε ένα σπίτι της μεγαλοαστικής τάξης και η Αντωνία σε μια (μάλλον) μονογονεϊκή οικογένεια της εργατικής τάξης. Αυτό που χωρίζει τα σπίτια τους είναι ο πλούσιος χορτάρινος φράχτης. Αυτό που ενώνει τους δύο κόσμους είναι η μικρή πόρτα του κήπου, σύνορο και κατώφλι, εκεί όπου τα δύο κορίτσια συναντιούνται μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα και γίνονται φίλες. Η φιλία τους είναι ζεστή, ευφρόσυνη. Η μητέρα της Αντωνίας εργάζεται για την οικογένεια της Φραγκίσκης, ως κηπουρός και οικιακή βοηθός. Η Αντωνία είναι ευπρόσδεκτη στο σπίτι των πλουσίων ιδιοκτητών, όπως και η Φραγκίσκη στο σπίτι της Αντωνίας. Τα δύο κορίτσια θα μοιραστούν τις χαρές, τις ανησυχίες, τα όνειρα του θέρους. Όσο όμως ο φράχτης μεγαλώνει με τα χρόνια, άλλο τόσο οι ζωές των δύο κοριτσιών παίρνουν διαφορετικούς δρόμους. Μα αν οι δρόμοι είναι διαφορετικοί, ο Σοντεργκίτ υπαινίσσεται με εκλεπτυσμένο τρόπο, οι ανησυχίες ίσως παραμένουν ίδιες ή όμοιες. Οι ζωές μπορεί να είναι παράλληλες αλλά εντέλει με κάποιο τρόπο διασυνδεόμενες. Μέχρι που μια μέρα οι κόρες των δύο κοριτσιών θα ξανασυναντηθούν, δρασκελώντας τον φράχτη, μια επίσης καλοκαιρινή μέρα…
Η εικόνα καταλαμβάνει τον περισσότερο χώρο σε κάθε σελίδα, εύγλωττη και πολύσημη, επιτρέπει το παιχνίδι των ερμηνειών και των αναπαραστάσεων.
Ο Σοντεργκίτ συνδυάζει τις πολύ προσεκτικά διαλεγμένες φράσεις με τις επίσης εικαστικά προσεγμένες εικόνες που επιμελείται ο ίδιος. Τόνοι του πράσινου ηγεμονεύουν˙ ίσως θέλοντας μέσα από το χρώμα που «αποτονίζει» τις άλλες αποχρώσεις, να επισημάνει την επίδραση του χρόνου στις σχέσεις, την επίγευση ενός χρόνου φραγμού και ένωσης μαζί. Η σχεδιαστική καθαρότητα του συγγραφέα συμπορεύεται με τη γλωσσική εντύπωση. Η εικόνα καταλαμβάνει τον περισσότερο χώρο σε κάθε σελίδα, εύγλωττη και πολύσημη, επιτρέπει το παιχνίδι των ερμηνειών και των αναπαραστάσεων.
Η μετάφραση της Δέσποινας Δρακάκη συντονίζεται με τον ιμπρεσιονισμό της γραφής του Σοντεργκίτ. Οι αναγνώστες -και θεατές μαζί- θα ανατρέξουν στο βιβλίο πολλές φορές. Η έννοια του διαφορετικού, της συμπερίληψης, της ουσιαστικής επικοινωνίας, η χαρμολύπη των σχέσεων είναι για ακόμη μια φορά στο κέντρο του προβληματισμού του συγγραφέα, ο οποίος είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό και από το βιβλίο του Οι Ξένοι (μτφρ. Μάρω Ταυρή, Μεταίχμιο, 2022).
Το σπίτι μου της Δέσποινας Ηρακλέους, από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο
Δύο διαφορετικά σπίτια ορίζουν αντιθετικά και συμπλεκτικά την ιστορία της Δέσποινας Ηρακλέους. Σε μια σχολική τάξη είναι το σημείο συνάντησης των δύο παιδιών που κάθε μέρα ξεκινούν τη μέρα τους από το δικό τους πολύ ιδιαίτερο σπίτι.
Η Ηρακλέους τοποθετώντας αντιστικτικά στην αρχή και συμπλεκτικά στη συνέχεια, τις περιγραφές και τα αισθήματα των δύο μαθητών, που εκκινούν από διαφορετικές συνθήκες διαμονής, εμμένει στην έννοια του συνόρου και στην υπέρβασή του, έστω και ονειρικά.
Το κορίτσι μένει σε ένα τροχήλατο σπίτι, ένα σπίτι-αυτοκίνητο. Το σπίτι της το περιγράφει με αγάπη. Η αίσθηση της μονιμότητας απουσιάζει. Περισσεύει όμως η αίσθηση της περιπέτειας, της εναλλαγής εικόνων, της απόκτησης εμπειριών τόσο από την πόλη όσο και την εξοχή. Η διήγηση γραμμένη, όπως θα την έγραφε ένας μαθητής στο σχολικό του τετράδιο, γοητεύει ένα άλλο παιδί, ένα αγόρι που έχει να διηγηθεί μια άλλη ιστορία. Έτσι το σκηνικό αλλάζει και από την ελεύθερη περιπλάνηση το κέντρο μετατίθεται στην ανασφάλεια του αναγκαστικού συνόρου, του υποχρεωτικού περιορισμού του ορίζοντα. Το σπίτι του αγοριού βρίσκεται δίπλα από την Πράσινη Γραμμή, στη διχοτομημένη Κύπρο. Γιατί ας μην ξεχνάμε ότι το βόρειο κομμάτι της Κύπρου εξακολουθεί να βρίσκεται υπό παράνομη τουρκική κατοχή, μετά από την αιματηρή και εξαιρετικά βίαιη εισβολή το 1974. Εκεί, στη γραμμή που χαράχτηκε για να επικυρώσει μια πράξη εχθρική, καταπατητική και καταστροφική, που αντιβαίνει οποιαδήποτε έννοια και εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, ο μικρός Κύπριος μαθητής κατοικεί σε ένα σπίτι που έχει πάνω του και πολυβολείο. Για την υπεράσπιση ενός υπαρκτού συνόρου που επιβλήθηκε εκεί που δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Για προστασία και για τη διαρκή υπόμνηση ότι ο φραγμός της Πράσινης Γραμμής αποτελεί διαρκή πληγή στο έδαφος της Κύπρου. Η Ηρακλέους τοποθετώντας αντιστικτικά στην αρχή και συμπλεκτικά στη συνέχεια, τις περιγραφές και τα αισθήματα των δύο μαθητών, που εκκινούν από διαφορετικές συνθήκες διαμονής, εμμένει στην έννοια του συνόρου και στην υπέρβασή του, έστω και ονειρικά. Χρησιμοποιεί ακριβώς την τομή τόσο διηγητικά όσο και συμβολικά, ώστε να δείξει την αξία της ένωσης.
Η παιδική ματιά των χαρακτήρων στην ιστορία είναι καθαρή και πλούσια αισθημάτων και εικόνων. Αυτές τις εικόνες επιλέγει η Φωτεινή Στεφανίδη να ορίσει ζωγραφικά, ακολουθώντας τον τρόπο ζωγραφικής των μικρών παιδιών. Το βιβλίο θυμίζει τετράδιο παιδικό.
Με εικόνες γλαφυρές, που άλλοτε αγκαλιάζουν το κείμενο, άλλοτε βρίσκονται στο περιθώριο, άλλοτε πάλι καταλαμβάνουν όλη τη σελίδα. Ακόμα και οι γραμματοσειρές μοιάζουν με γράμματα μαθητών του δημοτικού. Στο τέλος του βιβλίου η εικόνα και το κείμενο προσφέρουν ορισμένες χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με την ιδέα του βιβλίου, όπως και το Κυπριακό ζήτημα που ακόμα εκκρεμεί.
Το Τείχος. Μια διαχρονική ιστορία των Τζανκάρλο Μακρί και Καρολίνας Τζανότι, από τις εκδόσεις Susaeta
Ένα βασίλειο που κατοικείται από ανθρώπους όλων των χρωμάτων. Ένας βασιλιάς χρώματος μπλε, που όμως έχει ενστάσεις ως προς την πολυκοσμία, την πολυχρωμία, τα πάντα, ή ακριβέστερα για όσα και όσους είναι διαφορετικοί από αυτόν. Αποφασίζει και διατάσσει τον σύμβουλό του να επιληφθεί των εργασιών ενός τείχους. Μεγάλου και αδιαπέραστου. Απομακρύνει όλους όσοι δεν του μοιάζουν, αδιαφορώντας επιδεικτικά για την μετεγκατάστασή τους, για να ανακαλύψει σταδιακά ότι κάθε ομάδα χρωματιστών πολιτών, είναι απαραίτητη για την κοινωνική συνοχή, την πρόοδο και τη λειτουργία του βασιλείου του. Η οπτική του βασιλιά αλλάζει κλιμακωτά. Εξάλλου οι αλλαγές στη νοοτροπία των ανθρώπων, για να εμπεδωθούν, χρειάζονται χρόνο, λογική, αλλά και την ανάγκη. Το τείχος που χωρίζει το βασίλειο σε όμοιους και «άλλους» θα γκρεμιστεί από την ίδια αρχή που το έχτισε. Εξάλλου όλα τα χρώματα χρειάζονται στη συμβολική και κοινωνική παλέτα, όπως εντέχνως δείχνει η ιστορία, των Τζανκάρλο Μακρί και Καρολίνας Τζανότι.
Στο μέσο της ιστορίας μαζί με το αναφορικό τείχος, υψώνεται και ένα τρισδιάστατο τείχος από χαρτί, χωρίζοντας τις σελίδες και τις χρωματικές κηλίδες. Στο τέλος της ιστορίας, τα παιδιά καλούνται, με την ιδιότητα τώρα του σκιτσογράφου, να δώσουν πρόσωπο στις έγχρωμες σταλαγματιές, όπως επίσης να συζητήσουν για μια σειρά από θέματα που αναδεικνύονται μέσα από την ιστορία.
Οι εικονογράφοι (Μάουρο Σάκο και Ελίζα Βαλαρίνο) του προσεγμένου, εκδοτικά, βιβλίου παίζουν με τις χρωματικές κηλίδες, με την πυκνότητα και την σχηματοποίησή τους. Αλλεπάλληλες στίξεις χρωμάτων σε κάθε σελίδα (σαν μεταμοντέρνος πουαντιγισμός), προσομοιάζουν στον πληθυσμό και τη διαφορετικότητα των ατόμων. Μικρές, εμπρόθετα πρόχειρες, σχεδιαστικές νύξεις πάνω στις κηλίδες δίνουν πρόσωπο σε αρκετές από αυτές. Στο μέσο της ιστορίας μαζί με το αναφορικό τείχος, υψώνεται και ένα τρισδιάστατο τείχος από χαρτί, χωρίζοντας τις σελίδες και τις χρωματικές κηλίδες. Στο τέλος της ιστορίας, τα παιδιά καλούνται, με την ιδιότητα τώρα του σκιτσογράφου, να δώσουν πρόσωπο στις έγχρωμες σταλαγματιές, όπως επίσης να συζητήσουν για μια σειρά από θέματα που αναδεικνύονται μέσα από την ιστορία.
Η Κατερίνα Καρόγιαννη αποδίδει στην ελληνική γλώσσα τα μετρημένα, αλλά εύστοχα λόγια του βασιλιά και του αυλικού του, που είναι τόσα όσο χρειάζεται για να μοχλευθεί αποτελεσματικά το χρωματικό πλήθος και οι σημασίες του. Το Τείχος. Μια διαχρονική ιστορία, είναι ένα πρωτότυπο εικονο-αφήγημα, το οποίο άνετα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε θεατροπαιδαγωγικές δραστηριότητες, ως βάση εκκίνησης για ευφάνταστες δραματοποιήσεις.
*Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΡΑΠΤΟΥ είναι θεατρολόγος-εκπαιδευτικός, κριτικός θεάτρου και βιβλίου.