Για την παράσταση «Τα γενέθλια» σε διασκευή-σκηνοθεσία Δημήτρη Αγαρτζίδη και Δέσποινας Αναστάσογλου, που ανεβαίνει στην Παιδική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα για παιδιά της Ζωρζ Σαρή, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Γράφει η Ελευθερία Ράπτου
Η Ζωρζ Σαρή δεν χρειάζεται εισαγωγικό σημείωμα για τη ζωή και το συγγραφικό της έργο, για την επιδραστικότητα των βιβλίων της. Η σπουδαία λογοτέχνιδα μας έχει χαρίσει εμβληματικά βιβλία με τα οποία γενιές αναγνωστών έχουν μεγαλώσει, έχουν συγκινηθεί, έχουν αποκτήσει την εμπειρία ενός κόσμου μικρού και μέγα. Καθημερινού, αλλά και μεγαλειώδους, παιγνιώδους και σοβαρού, κωμικού και τραγικού. Η Σαρή είχε πάντα οξυμένες τις αισθήσεις της, οι πολιτικές της κεραίες ήταν πάντοτε συντονισμένες, η ανθρωπιστική της ματιά συνεχώς στραμμένη σε όσα είναι δοκιμασίες αλλά και ευκαιρίες για τους ανθρώπους, για την κοινωνία, ώστε ο καθένας και η καθεμιά να γίνουν καλύτεροι, αλληλέγγυοι, δημοκράτες, αληθινοί ανθρωπιστές. Η αγάπη της για τους νεαρούς αναγνώστες είναι δεδομένη.
Βιβλία όπως Ο Θησαυρός της Βαγίας, η Νινέτ, Η αντιπαροχή, Τα στενά παπούτσια, Ζουμ και τόσα άλλα, έχουν πάντα κάτι διαφορετικό να πουν, να εκπλήξουν τον αναγνώστη, να εξάψουν την προσοχή, να τον δεσμεύσουν σε μια σχέση κριτική με το έργο. Ο λόγος στα βιβλία της Σαρή είναι καθημερινός, προσιτός, συνθετικός. Το λαϊκό στοιχείο, η καθομιλουμένη, ομονοούν με περισσότερο λόγιες χρήσεις της γλώσσας. Η δομή είναι στιβαρή, τα νοήματα είναι πάντα πολλαπλά αλλά ποτέ δυσνόητα ή ασαφή. Η συγγραφέας έχει θέση, άποψη αλλά και βαθιά εμπεδωμένη τη δημοκρατία, η οποία αφορά όλες τις εκφάνσεις του βίου: από τις πιο καθημερινές μέχρι την τέχνη την επιστήμη, την πολιτική, τις αξίες. Η Σαρή δεν είναι διδακτική. Στα βιβλία της υπάρχει πάντα ο διάλογος των απόψεων, οι χαρακτήρες είναι σύνθετοι αλλά όχι ακατάληπτοι. Η ζύμωση ιδεών, η ανάληψη της ευθύνης για τις πράξεις, η κατανόηση και στο βάθος η δυνατότητα αν όχι συγχώρεσης αλλά της αυστηρής ανοχής εκείνου που φέρει την ευθύνη για βλαπτικές επιλογές είναι μέρη του σύνθετου και γοητευτικού κόσμου που μας κληροδότησε.
Στο βιβλίο-σταθμός για τις μεταδικτατορικές γενιές, Τα Γενέθλια, η Σαρή γράφει για τη σκοτεινή επταετή διακυβέρνηση της χώρας από ένα σκληρό, ανελεύθερο, ολοκληρωτικό καθεστώς. Γράφει για τη δικτατορία που απλώνει το αντιδημοκρατικό της σκοτάδι στις 21 Απριλίου του 1967 και ολοκληρώνει το ζοφερό της κύκλο τον Ιούλιο του 1974, αφού βέβαια έχουν συμβεί τα γεγονότα της φοιτητικής εξέγερσης του Πολυτεχνείου, το Νοέμβρη του 1973 (έχει προηγηθεί και ο γαλλικός Μάης του '68) και φυσικά τα μελανά γεγονότα της Κύπρου, με την τουρκική εισβολή και κατοχή του βόρειου κομματιού της νήσου, μια κατάσταση που καταστρατηγεί όλες τις αρχές δικαίου και που εξακολουθεί να υφίσταται 50 χρόνια από τότε.
Λογοκρισία, εξορίες των δημοκρατικών πολιτών, φόβος, αστυνόμευση και τιμωρία της ελεύθερης έκφρασης ή της πολιτικής διαφωνίας στο δημόσιο και ιδιωτικό βίο, τραγελαφικά αφηγήματα περί «ενδόξου επαναστάσεως», ρητορική περί της χώρας που νοσούσε και ήθελε «χειρουργείο» και «ορθοπεδική ανάταξη», βασανισμοί, αναγκαστική φυγή στο εξωτερικό για μερίδα δημοκρατικού κόσμου, διώξεις στα πανεπιστήμια, απαγορεύσεις στον Τύπο, οικονομική καταστροφή και εξαθλίωση για τις οικογένειες εκείνων που πήγαν εξορία και τόσα άλλα είναι κατορθώματα της Χούντας. Όλα αυτά όπως και η αντίσταση που αρχίζει να οργανώνεται ήδη από τις πρώτες στιγμές του χουντικού καθεστώτος, εισέρχονται είτε με τρόπο πλάγιο είτε με τρόπο ευθύ, είτε διαμεσολαβημένα σε διαλόγους και περιγραφές ατμόσφαιρας, ακόμα και παραβολικά, στο μυθιστόρημα. Η Σαρή κάνει ζουμ στην καθημερινότητα της μικρής Άννας (του κεντρικού χαρακτήρα), στην οικογένειά της και στον κοινωνικό τους περίγυρο, καθρεφτίζοντας τεχνικά όλες τις αλλαγές, τις οδύνες και τις αντιστάσεις μιας κοινωνίας σε δοκιμασία. Η οκτάχρονη Άννα δεν θα μπορέσει να γιορτάσει τα πολυαναμενόμενα γενέθλιά της, τον Απρίλη του 1967, αλλά και για τους υπόλοιπους Απρίληδες μέχρι τη Μεταπολίτευση, που τη βρίσκει έφηβη πλέον, συνειδητή και αγωνιζόμενη δημοκράτισσα. Γονείς, δασκάλες, φίλοι που δοκιμάζονται, φίλοι των γονιών που συλλαμβάνονται και βασανίζονται από τη Χούντα, που διώκονται και παύονται από πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, όπως ο αγαπημένος νονός της Δημήτρης είναι μέρος ενός σύνθετου μωσαϊκού χαρακτήρων που παρουσιάζονται στο βιβλίο Τα Γενέθλια, το οποίο η συγγραφέας γράφει, όσο ακόμα τα γεγονότα ήταν νωπά και οι μαρτυρίες αδιαμεσολάβητες.
Πώς μπορεί ένα αφήγημα, ένα μυθιστόρημα να κινητοποιήσει τις νέες γενιές που δεν έχουν ιδέα από εποχές μεγάλης αναταραχής; (...) Επομένως τι γίνεται με τις μετα-ιστορικές, μετα-αναφορικές συνθήκες που αναπόφευκτα κηδεμονεύουν τα ιστορικά γεγονότα;
Η Σαρή πρόσφερε για τις επόμενες γενιές μια παρακαταθήκη. Το βιβλίο της είναι όχημα για να έρθουν τα παιδιά και οι έφηβοι σε επαφή με την περίπλοκη επταετή περίοδο της δικατορίας του ’67, η οποία δεν έγινε εν κενώ καθώς προϋπήρξε μακρά περίοδος πολιτικής ανωμαλίας, ενώ η μεταπολίτευση και η εδραίωση της δημοκρατίας στη χώρα μας επίσης ήταν μια διαδικασία πολύπλοκη. Εξάλλου το δημοκρατικό πολίτευμα είναι ένα συνεχές διακύβευμα που χρήζει κατανόησης των αρχών, της λειτουργίας του και επιβάλλεται η περιφρούρησή του. Μάλιστα, τώρα που οι μνήμες από εκείνες τις περιόδους είναι μακρινές, επικαλύπτονται από άλλες, και η αφήγηση είναι έμμεση, τι μένει από εκείνη την εποχή; Πώς μπορούν οι νεότερες γενιές να κατανοήσουν τον ιστορικό χώρο και χρόνο και να μπορέσουν στη συνέχεια να αντιμετωπίσουν τα σύγχρονα πολιτικά, πολιτισμικά, κοινωνικά επίδικα με επίγνωση και ανοιχτό μυαλό; Πώς μπορεί ένα αφήγημα, ένα μυθιστόρημα να κινητοποιήσει τις νέες γενιές που δεν έχουν ιδέα από εποχές μεγάλης αναταραχής; Πλέον τα παιδιά και οι έφηβοι στα σχολεία έχουν γονείς που μπορεί να έχουν γεννηθεί ακόμα και τη δεκαετία του ΄90. Επομένως τι γίνεται με τις μετα-ιστορικές, μετα-αναφορικές συνθήκες που αναπόφευκτα κηδεμονεύουν τα ιστορικά γεγονότα;
Γιατί, το βιβλίο της Σαρή δεν είναι ένα γραμμικό πολιτικό μανιφέστο ή ένα ευχολόγιο. Δεν είναι ένα γλυκερό βιβλίο που στο τέλος όλοι ζουν καλύτερα.
Και τέλος, είναι άραγε εύκολο να ανέβει στη σκηνή ένα βιβλίο με περίπου 23 κεφάλαια, χωρισμένα σε τρία μέρη, με χωροχρονική ποικιλότητα, πολυπρόσωπες σκηνές, και φυσικά διαλόγους που έχουν πλήθος συνδηλώσεων και θίγουν μια ευρεία γκάμα ζητημάτων; Γιατί, το βιβλίο της Σαρή δεν είναι ένα γραμμικό πολιτικό μανιφέστο ή ένα ευχολόγιο. Δεν είναι ένα γλυκερό βιβλίο που στο τέλος όλοι ζουν καλύτερα. Είναι κριτικό λογοτεχνικό κείμενο, σφιχτογραμμένο, έτσι ώστε υπάρχει η διακινδύνευση σε οποιαδήποτε διασκευή για το θέατρο, η ιστορία να αποδομηθεί ανεπανόρθωτα και να γίνει κάτι το ακατάληπτο ή εξωτικό ή και αδιάφορο.
Από το βιβλίο στο σανίδι του Εθνικού Θεάτρου σε διασκευή-σκηνοθεσία Δημήτρη Αγαρτζίδη και Δέσποινας Αναστάσογλου
Πολλά λοιπόν τα στοιχήματα με τα οποία επέλεξε να αναμετρηθεί η ομάδα των συντελεστών που ανεβάζει φέτος στην Παιδική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου την παράσταση Τα Γενέθλια, που έχει ως βάση το βάση της το ομώνυμο βιβλίο. Ο ταλαντούχος ηθοποιός Δημήτρης Αγαρτζίδης, με πολύ ενδιαφέρουσα θητεία στο θέατρο, ανησυχίες δημιουργικές και παραγωγική ματιά έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία της παράστασης και τη διασκευή του κειμένου. Στη διασκευή, τη σκηνοθεσία και τη διδασκαλία της τεχνικής Alexander, μετέχει επίσης η Δέσποινα Αναστάσογλου. Και οι δύο είναι ιδρυτικά μέλη της ομάδας Elephas tiliensis, που έχει παρουσιάσει τη δική της, ιδιαίτερη ματιά στο θέατρο. Τόσο ο Αγαρτζίδης όσο και η Αναστάσογλου έχουν επίσης πανεπιστημιακές σπουδές, τέτοιες που να μπορούν να εισδύσουν στο πολυδιάστατο κείμενο της Ζωρζ Σαρή και να συνθέσουν ένα μετα-κείμενο, παραστασιακό και φιλόδοξο.
Εδώ η παράσταση ακολουθεί την σπονδυλωτή διάρθρωση του βιβλίου, καθώς τόσο η συγγραφέας τότε, όσο και οι συντελεστές τώρα, διαλέγουν τη φόρμα των επεισοδίων, που μπορεί να δώσει ελευθερία στην υποκριτική διαχείριση και στη συνολική παρουσίαση της θεατρικής εκδοχής. Τίθεται βέβαια το ερώτημα τι θα διαλέξεις να παρουσιάσεις και τι όχι. Τι θα αφήσεις να εννοηθεί και τι θα παρασταθεί. Σε αυτό το πεδίο η ομάδα έκανε συνεπή δουλειά, παρουσιάζοντας ένα ενδιαφέρον παραστασιακό μωσαϊκό που εκκινεί από το βιβλίο και παρουσιάζεται με ποικίλους βαθμούς ελευθερίας στη σκηνή.
Η εισαγωγική σκηνή προϊδεάζει για την ΄60s αισθητική την οποία δούλεψε ευφρόσυνα η Μαγδαληνή Αυγερινού στα σκηνικά και τα κοστούμια και υποστηρίζουν οι Κωνσταντίνος Κολιούσης (σχεδιασμός κομμώσεων) και Olga Faleichyk (σχεδιασμός μακιγιάζ). Οι τούρτες-ορόσημα των χρόνων που διαρκεί η δικτατορία, όπως και τα υπόλοιπα σκηνικά αντικείμενα-δείκτες, σαν παιδικές ζωγραφιές, που ευέλικτα αλλάζουν τη βασική σκηνική σύνθεση, είναι έξυπνες επιλογές που διευκολύνουν την πολυτοπικότητα της ιστορίας.
Το «Χρυσό Πουλί»: Παραπέμπει σε μια πλούσια χνουδωτή, αστεία κούκλα, απηχώντας το Sesame Street, αποτυγχάνοντας να επικοινωνήσει το λόγο της συνάφειας με την ιστορία αλλά και το ρόλο που του έχει ανατεθεί
Υπάρχει μια ένσταση και αυτή αφορά στη διαχείριση του ευρήματος του Χρυσού Πουλιού. Ίσως από επιλογή ή από σκηνοθετική naiveté το Χρυσό Πουλί, ως εμβόλιμος χαρακτήρας, είναι το εύρημα που χρειάζεται ιδιαίτερη ενδυματολογική σημείωση και πολύ προσεγμένο χειρισμό καθώς εισβάλλει και υπονομεύει το παραστασιακό συνεχές. Το Χρυσό Πουλί, ευθεία αναλογία για τον χουντικό φοίνικα που αναγεννάται επαναστατικά από τις στάχτες του, δεν αποκτά επαφή με το ιστορικό περικείμενο, κάτι που θα βοηθούσε το κοινό να αντιληφθεί το σημασιολογικό βάθος του επινοημένου ευρήματος. Ενδυματολογικά λοιπόν, παραπέμπει σε μια πλούσια χνουδωτή, αστεία κούκλα, απηχώντας το Sesame Street, αποτυγχάνοντας να επικοινωνήσει το λόγο της συνάφειας με την ιστορία αλλά και το ρόλο που του έχει ανατεθεί. Διασχίζει το παραστάσιμο γεγονός, προσπαθώντας να υπενθυμίσει τον χουντικό σουρεαλισμό και την ανορθολογικότητα των καταστάσεων με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι οι σκηνικοί χαρακτήρες. Αν το πετυχαίνει δεν είναι καθόλου σίγουρο, αν και σκορπίζει το γέλιο γενναιόδωρα. Σε αυτό προφανώς η σκηνοθετική καθοδήγηση θα έπρεπε να είναι σαφέστερη, έτσι ώστε εντός της μεταμοντέρνας διάσχισης του «πραγματικού» από το σουρεαλιστικό, να γίνεται ξεκάθαρο, στο παιδικό κυρίως κοινό, γιατί αυτό το πουλί εισέρχεται σε παραστασιακά κρίσιμες φάσεις. Τι θα μπορούσε να συμβολίζει, ποια η δυναμική του. Οι σημασίες δεν μπορούν να είναι ρευστές, ιδίως όταν επιχειρούμε την «έκπληξη» και υπονόμευση και μάλιστα όταν το κοινό ενδεχομένως δεν έχει καμιά πληροφορία για τους συμβολισμούς που χρησιμοποιούσε το καθεστώς στο οποίο αναφέρεται και η ιστορία.
Το «Χρυσό Πουλί» της παράστασης «Τα Γενέθλια» που ανεβαίνει στην Παιδική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Αγαρτζίδη. |
Ο Τάσος Παλαιορούτας ενισχύει την αισθητική του ΄60-΄70 με τους φωτισμούς που επέλεξε, ενώ επίσης φρόντισε να αναδείξει φωτιστικά τη συγκινησιακή φόρτιση σε κρίσιμες σκηνές. Στην αισθητική και στη μετα-γλώσσα της παράστασης συμβάλει ο Χρίστος Θεοδώρου με τη μουσική σύνθεση, η οποία ακολουθεί το ύφος της παράστασης με μια πολυσυλλεκτική υφολογικά μουσική παρτιτούρα.
Η κίνηση (Βιτόρια Κωτσάλου) έχει σχεδιαστικές αρετές αλλά μάλλον αμφίβολη επιτέλεση. Από τη μια πλευρά οι ηθοποιοί κινούνται και χειρονομούν επί σκηνής με εξωστρέφεια και ενέργεια, από την άλλη όμως όλη αυτή η δυναμική μοιάζει να μην «ακούει» τις στιγμές των εντάσεων και των υφέσεων στο διακινούμενο αίσθημα, μοιάζει δηλαδή να αυτοαναιρείται. Η καταστασιακή αναταραχή διά της κίνησης, εξαιρετικά ευπρόσδεκτη και πετυχημένη σε σύγχρονα σκηνικά ανεβάσματα, μοιάζει εδώ να αδειάζει τους χαρακτήρες που ενίοτε κινούνται σαν μαριονέτες, άλλες φορές είναι υποτονικοί και άλλες πάλι υπερδραστηριοποιούνται σωματικά. Προφανώς θα μπορούσε σε επίπεδο σημείωσης να δικαιολογηθεί αυτή η κινησιακή ακαταστασία, καθώς η ταραχή που προκαλούν τα γεγονότα με τα οποία έρχονται αντιμέτωπα τα πρόσωπα, καθρεφτίζεται και στο χειρισμό του σώματος. Αν υπάρχει όντως μια τέτοια σκηνοθετική ερμηνεία φαίνεται πώς μάλλον χρειάζεται να ωριμάσει και άλλο ως προς τη σωματική έκφραση των ηθοποιών.
Σε ό,τι αφορά τη σκηνoθετική και σκηνική διαχείριση θα ήταν πολύ ενισχυτική η χρήση των intermedia, καθώς θα πρόσφεραν τις απαραίτητες οπτικές και νοηματικές γέφυρες μεταξύ των επεισοδίων, θα εμπλούτιζαν το σκηνικό γεγονός και θα βοηθούσαν το νεαρό κοινό να μη χάνει το νήμα των πυκνών νοημάτων. Σκηνές όπου μιλάει ο Παπαδόπουλος, ή όταν παρουσιάζονται τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, οι σκηνές του εγκλεισμού στις φυλακές θα είχαν πολύ μεγαλύτερη ένταση εάν η χρήση της βίντεο-αρτ ήταν τολμηρή και εμφατική.
Ομοίως η αναφορά στη λίστα με τα απαγορευμένα βιβλία έχει διακειμενικό «ψαχνό» το οποίο ίσως μπορούσε να κινητοποιηθεί περισσότερο με ποικίλα μέσα, μια και το θέμα της λογοκρισίας είναι επίκαιρο. Οι σκηνές στο σχολείο διακρίνονται από ζωντάνια, έχουν ενέργεια, κινητοποιούν το νεανικό κοινό. Βέβαια η διευθύντρια η κυρία Ξένου (Κατερίνα Πέκη) παρουσιάζεται ως καρικατούρα δασκάλας, αν και στο βιβλίο ο ρόλος της έχει βάθος, έχει έγνοια για τους μαθητές των οποίων οι γονείς διώκονται και εξορίζονται.
Από τη σκηνή του σχολείου, στην παράσταση «Τα Γενέθλια» που ανεβαίνει στην Παιδική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Αγαρτζίδη. |
Σε αμφίρροπη γραμμή κινείται ο ρόλος της μητέρας (Τατιάνα-Άννα Πίττα) ο οποίος ακροβατεί μεταξύ μιας φιγούρας ακαθόριστης και μιας μάνας στοργικά ανασφαλούς. Η σκηνική Άννα (Μαρίνα Μάλλιου) έχει την παιδική ζωντάνια και ακολούθως την εξεγερσιακή ροπή της εφηβείας. Έχει κέφι και εξίσου έντονη απόγνωση. Ο χαρακτήρας όμως συνολικά χαράσσεται μάλλον επιφανειακά και μοιάζει να κάνει ένα σκηνικό πατινάζ στην επιφάνεια των επεισοδίων. Ο Σταυριανός Γκάτζιος στο ρόλο του αδελφού της Άννας, Παύλου, αλλά και ως Κρέοντας, Παρουσιαστής, Ζήσης, Ανακριτής και Ασφαλίτης διακρίνεται για την άμεση προσαρμοστικότητά του κατά την εναλλαγή των χαρακτήρων. Έχει δουλέψει τους ρόλους με συνέπεια. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Διαμαντής Αδαμαντίδης που έχει το ρόλο του πατέρα της Άννας, του Ασφαλίτη Β΄, των φίλων της Άννας. Ίσως στο ρόλο του Πέτρου χρειάζεται να «χαμηλώσει» την ένταση των συναισθημάτων, καθώς ο Πέτρος είναι ένα παιδί με ενδιαφέροντα χαρακτήρα στο βιβλίο και στοχασμό.
Στο σύνθετο θεατρικό εγχείρημα οι αρετές είναι πολλές. Υπάρχει ρυθμός στις εναλλαγές των σκηνών, χρήση του αστείου σε αντίστιξη με το σοβαρό. Η χρονική διάρκεια είναι απότοκος και της δομής του βιβλίου, το οποίο αποκαλύπτει σε κάθε επεισόδιο θεματικές διαστρωματώσεις που δύσκολα μπορούν να παραληφθούν.
Τα Γενέθλια είναι μια πειραματική παράσταση, με μετανεωτερική ροπή και δυναμική οπτική. Είναι μια παράσταση ανοικτού τέλους. Εκκινεί από το ομώνυμο βιβλίο της Ζωρζ Σαρή και συνεχίζει το θεατρικό ταξίδι ακροβατώντας ανάμεσα στη συμπόρευση με το μυθιστόρημα αλλά και ανεξάρτητα από αυτό
Ελκυστικές και συνεκτικές είναι οι σκηνές όπου επιστρατεύεται η τεχνική του θεάτρου μέσα στο θέατρο, για τις καλοστημένες αφηγήσεις που αφορούν την αρχαία τραγωδία και τη θυσία της Αντιγόνης (Ανδρομάχη Φουντουλίδου). Ο ρόλος του νονού Δημήτρη, τον οποίο αναλαμβάνει ο Αγαρτζίδης, είναι δουλεμένος με ευαισθησία. Έχει συναισθηματικά ημιτόνια. Ο Αγαρτζίδης καταφέρνει να παρουσιάσει τον χαρακτήρα του Δημήτρη πολυδιάστατα: δάσκαλος, αντιστασιακός, στοχασμένος πολίτης, τρυφερός νονός. Η σκηνή για παράδειγμα όπου συνομιλεί με την Άννα σχετικά με τις παθογένειες της ελληνικής γλώσσας είναι πολύ ωραία δοσμένη. Όπως και οι σκηνές στη φυλακή, στο πανεπιστήμιο ή ακόμα και η σκηνή που βάζουν με το ζόρι στο περιπολικό τον γείτονα Κυριακίδη. Αλλά και άλλα επεισόδια έχουν δουλευτεί συνθετικά, όπως το τραπέζι όπου συνομιλούν οι, βολεμένοι στις επαναστατικές τους αναμνήσεις, φίλοι της οικογένειας Παυλίδη (εδώ πολύ καλή η υποκριτική διαχείριση της Κατερίνας Πέκη στο ρόλο του Πελοπίδα), η επίσκεψη της Άννας και της μητέρας της στη φυλακή για να δουν το νονό, η σκηνή με «τα ανάποδα», η καταληκτική σκηνή όπου η Άννα και οι φίλοι της γράφουν και φωνάζουν το σύνθημα «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία».
Ο Δημήτρης Αγαρτζίδης στον ρόλο του «Δημήτρη». |
Τα Γενέθλια είναι μια πειραματική παράσταση, με μετανεωτερική ροπή και δυναμική οπτική. Είναι μια παράσταση ανοικτού τέλους. Εκκινεί από το ομώνυμο βιβλίο της Ζωρζ Σαρή και συνεχίζει το θεατρικό ταξίδι ακροβατώντας ανάμεσα στη συμπόρευση με το μυθιστόρημα αλλά και ανεξάρτητα από αυτό. Ακριβώς αυτή η πειραματική της τόλμη δίνει το έναυσμα για πολλή και καλή δουλειά στο σχολείο, σχετικά με το ιστορικό περικείμενο, ενώ επίσης αποτελεί μέρος ενός παραγωγικού διαλόγου με το ομώνυμο βιβλίο, το οποίο αξίζει να διαβάσουν τα παιδιά και οι έφηβοι.
*Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΡΑΠΤΟΥ είναι θεατρολόγος-εκπαιδευτικός, κριτικός θεάτρου και βιβλίου.