
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα για εφήβους και νέους της Μαρί Παβλένκο [Marie Pavlenko] «Ρίτα» (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 24 Απριλίου από τις εκδόσεις Διόπτρα
Ομάδα 018
Μερικές φορές σκέφτομαι ότι θα προτιμούσα να είχα πεθάνει. Τουλάχιστον θα είχαν τελειώσει όλα. Δεν θα είχα πια αυτό το μόνιμο και αφόρητο αίσθημα αναμονής, περιμένω να ξεχάσω, να τους ξεχάσω, να ξεχάσω τον εαυτό μου, περιμένω να με συγχωρέσουν, περιμένω να με καταλάβουν, να με στηρίξουν, περιμένω να βγω από τη λίμνη, να στεγνώσω, να φορέσω καθαρά ρούχα για να ξεκινήσω μια καινούρια ζωή όπου τίποτα δεν θα είναι βρόμικο, όπου το σώμα μου θα είναι επουλωμένο, απελευθερωμένο, περιμένω φίλους, ανοιχτές αγκαλιές, περιμένω γέλιο και αγάπη, περιμένω και είμαι σαν την αδελφή Άννα: δεν βλέπω τίποτα να έρχεται, ο ήλιος σκορπίζει αδιαφορία. Για να μη μιλήσω καν για τη δυσπιστία μου, που έχει γίνει μόνιμη πλέον: με αναγνωρίζει αυτός, ξέρει αυτή ποια είμαι, σκέφτεται αυτή την ιστορία, μου μιλάει σαν να είμαι ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος ή μιλάει σε εκείνη, εκείνη που…
Παρεμπιπτόντως, θα μπορούσατε να αλλάξετε τα ονόματα; Το δικό μου και τα δικά τους. Δεν φαντάζεστε πόσο θα ήθελα να τα σβήσω. Είναι σημαντικό να ενημερώνουμε το κοινό, να λέμε την αλήθεια, να δείχνουμε πώς γεννιέται ο τρόμος, σε αρπάζει από τον λαιμό και δεν σε αφήνει. Οι ειδήσεις είναι ένα φίδι και θα χαιρόμουν αν η μαρτυρία μου λειτουργούσε ως προειδοποίηση. Αλλιώς δεν θα δεχόμουν. Είμαι βυθισμένη σε αυτή την τρέλα παντού μέσα μου, οπότε το να ανακινήσουμε αυτή την αθλιότητα…
Αχ, σας ευχαριστώ που το σκεφτήκατε. Ρίτα; Α, ναι, είναι ωραίο όνομα, σύμφωνοι, κρατάμε το Ρίτα, ευχαριστώ. […]
Έχετε μιλήσει με τον Βιγκό; Πώς είναι; Είναι καλά; Ο Βιγκό ήταν ένας υπέροχος κομήτης, φώτισε τη νύχτα μου και μετά εξαφανίστηκε.
Ναι, σας ευχαριστώ, θα ήθελα ένα ποτήρι νερό.
Έχω ακόμα εφιάλτες. Εφιάλτες με… με τα σώματά τους, με χτυπήματα, ψέματα, βλέπω στον ύπνο μου ότι με κυνηγούν μέσα σε ένα τεράστιο σπίτι, με διαδρόμους που δεν τελειώνουν πουθενά στρωμένους με σκούρα πράσινη μοκέτα που απορροφάει τον ήχο των βημάτων, με σκάλες και κλειστές πόρτες παντού, δεν υπάρχει ούτε ένα σημείο για να βρεις καταφύγιο, και τον φωνάζω. Φωνάζω τον Βιγκό, με ακούει, μου απαντάει, αλλά δεν ξέρω πού είναι, και τελικά με πιάνουν. Με πετάνε στο έδαφος, πέφτουν επάνω μου, σκίζουν τα ρούχα μου. Ή ονειρεύομαι ότι εξηγώ κάτι στη μητέρα μου αλλά οι λέξεις που βγαίνουν από το στόμα μου δεν είναι οι σωστές, λένε κάποια άλλη ιστορία, χωρίς αρχή και τέλος, και η μητέρα μου με εκλιπαρεί να μιλήσω πιο καθαρά, πιο συγκεκριμένα, ο πατέρας μου θα μπορούσε να τη βοηθήσει αν ήταν εκεί, αλλά πού τέτοια τύχη, δεν είναι πια εδώ, και οι λέξεις πετάγονται από το στόμα μου σαν κοπάδι από κατσίκια που σπάει τον φράχτη, με βιαστικά πηδήματα, δυνατά, απεγνωσμένα βελάσματα.
Ναι, έχετε δίκιο, θα ξεκινήσω από την αρχή.
Θυμάμαι ακόμα τη δεύτερη μέρα της σχολικής χρονιάς. Είχα κλειστεί στις τουαλέτες του ισογείου προτού μπω στην τάξη, για να αναπνεύσω μέσα σε μια χαρτοσακούλα, ένα παλιό σακουλάκι από κρουασάν σοκολάτα τσαλακωμένο σε μπαλάκι που ήταν στην τσέπη του μπουφάν μου επειδή δεν είχα βρει πού να το πετάξω. Μετά τον θάνατο του πατέρα μου, α, πρέπει όμως ίσως να σας τα πω.
Ααα… Τι ακριβώς ξέρετε; Α, ναι, εντάξει. Σύμφωνοι. Και σχετικά με τη μητέρα μου, γνωρίζετε; Έχετε μείνει στο σουπερμάρκετ;
Μάλιστα, έχετε μια αρκετά σαφή εικόνα της κατάστασης, της αρχικής τουλάχιστον. Καλύτερα έτσι. Με ανακουφίζει που δεν χρειάζεται να ξαναζήσω και αυτό το κομμάτι.
Στην πραγματικότητα, κανείς δεν σας μίλησε για την κρίση, γι’ αυτό που γράφτηκε στα ψιλά των εφημερίδων, γιατί τους είχα κρατήσει σε απόσταση πολύ προσεκτικά, σχολαστικά, θα έλεγα, μέχρι το τέλος. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση οι γύρω μου να υποψιαστούν έστω και ένα ψήγμα αλήθειας. Είχα αποκόψει με το τσεκούρι τους δύο κόσμους μέσα στους οποίους προχωρούσα στα κρυφά. Ναι, αυτή την αίσθηση είχα, ότι προχωρούσα στα κρυφά, ακόμα και με τους φίλους μου. Από τη στιγμή που έκανα εκείνη τη βουτιά, έκανα πολύ προσεκτικούς ελιγμούς και μαζί τους, έλεγα ψέματα, προστάτευα τον εαυτό μου.
Ήταν ζωτικής σημασίας να μην επικοινωνούν μεταξύ τους αυτοί οι κόσμοι, να παραμένουν ερμητικά κλειστοί, ο καθένας πίσω από μια αδιαπέραστη μεμβράνη. Η επιβίωσή μου εξαρτιόταν από την ποιότητα αυτής της μεμβράνης: διατηρούσε την ελάχιστη αυτοεκτίμηση που μου απέμενε, τα ίχνη αυτοσεβασμού που μου επέτρεπαν να κοιτάζομαι στον καθρέφτη και να μην καταρρέω.
Από τη μια μεριά, το σχολείο, καθησυχαστικό –εκτός από όταν πετύχαινα αυτόν τον μαλάκα τον Αντονέν να περιφέρεται μ’ εκείνο το ύφος ανωτερότητας ενώ εγώ ήξερα την αλήθεια για τη σιχαμένη οικογένειά του και τη χυδαία υποκρισία τους–, η Ρομάν, ο Τιμούρ, τα τρελά γέλια, το τσιμπολόγημα, ο κώλος μας που πάγωνε στα παγκάκια, η Λένα και η Εμέ-Μαρί, τα μηνύματα, οι καθηγητές, οι καφέδες, τα μαθήματα και ο Βιγκό, ο Βιγκό, ο Βιγκό, ο Βιγκό, ο Βιγκό, τα χέρια του επάνω μου και το απίστευτο χαμόγελό του, τόσο όμορφος, τόσο φωτεινός, που η γη θα μπορούσε να σταματήσει να γυρνάει για να κάτσει να τον θαυμάζει.
Στην άλλη πλευρά, η κόλαση.
Ήταν ζωτικής σημασίας να μην επικοινωνούν μεταξύ τους αυτοί οι κόσμοι, να παραμένουν ερμητικά κλειστοί, ο καθένας πίσω από μια αδιαπέραστη μεμβράνη. Η επιβίωσή μου εξαρτιόταν από την ποιότητα αυτής της μεμβράνης: διατηρούσε την ελάχιστη αυτοεκτίμηση που μου απέμενε, τα ίχνη αυτοσεβασμού που μου επέτρεπαν να κοιτάζομαι στον καθρέφτη και να μην καταρρέω. Κατέληγα να το κάνω υπαρκτό αυτό το ψήγμα σεβασμού, να πιστεύω σχεδόν ότι υπήρχε στ’ αλήθεια, ακόμα και μέσα στην καρδιά της θύελλας, η απόδειξη ήταν πως ο Βιγκό με είχε επιλέξει. Μόνο που δεν γνώριζε, και αν ήξερε, αχ, αν ήξερε, θα με είχε κρατήσει μαζί του μέσα στην αγκαλιά των ζωντανών; Αυτή η σκέψη με στοίχειωνε, τη μέρα, τη νύχτα, στον δρόμο, στο κρεβάτι μου, μέσα στο λεωφορείο, όταν με φιλούσε, όταν με αγκάλιαζε σφιχτά. Η μεμβράνη μού εξασφάλιζε μια οδό διαφυγής. Περνούσα από μέσα της για να πέσω στην κόλαση, αλλά ξαναέβγαινα. Άφηνα την κόλαση σαν μια φλούδα πίσω μου, ή τουλάχιστον προσπαθούσα με όλες μου τις δυνάμεις να γίνει έτσι.
Εκ των υστέρων, βέβαια, αναρωτιέμαι. Έπρεπε ίσως να το είχα πει, τουλάχιστον στον Βιγκό, αλλά αν τον έσερνα εκεί μέσα θα τον λέρωνα κι αυτόν, η φρίκη θα κολλούσε πάνω του με κάποιον τρόπο. Κι εκτός αυτού, φοβόμουν. Ότι θα με κρίνει, ότι θα με σιχαθεί ή, ακόμα χειρότερα, ότι θα με περιφρονεί. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερο από την περιφρόνησή του…
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ποια είναι η Ρίτα; Τι της συνέβη;
Συμμαθητές και καθηγητές μιλούν για το τελευταίο έτος του λυκείου μιας νεαρής μαθήτριας, της Ρίτας, όπως το έζησαν οι ίδιοι. Ο ερωτευμένος Βιγκό, η τρυφερή Ρομάν, ο ιδιόρρυθμος Τιμούρ συνθέτουν ένα πορτρέτο της Ρίτας, σκιαγραφώντας μια ζωή γεμάτη όνειρα, αγάπη, φιλίες, αλλά και φτώχεια και μια κατεστραμμένη οικογένεια. Ένα πορτρέτο όμως που εντέλει αποδεικνύεται ατελές, αφού όλοι αναγκάζονται να παραδεχτούν πως δεν γνώριζαν τι πραγματικά βασάνιζε τη νεαρή μαθήτρια, εκτός από την ίδια. Κανείς δεν φανταζόταν τι είχε συμβεί στη Ρίτα.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Μαρί Παβλένκο [Marie Pavlenko] μοιράζει τη ζωή της ανάμεσα στο Παρίσι και τα όρη Σεβέν. Για περισσότερα από δέκα χρόνια, γράφει βιβλία για κάθε κατηγορία αναγνωστών πειραματιζόμενη με διάφορες φόρμες, με θέματα τα οποία εστιάζουν στην ετερότητα και τη σύνδεση. Αστεία, σκωπτικά, ποιητικά ή τραγικά, τα έργα της προβάλλουν έντονα τα δικαιώματα των γυναικών και την αναγκαιότητα προστασίας της άγριας φύσης και απεικονίζουν περιθωριακούς χαρακτήρες, εύθραυστους, επίμονους, ανθεκτικούς. Έχει κερδίσει πολλά βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του Grand Prix de la Société des gens de lettres το 2020, και έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα γλώσσες.