Για το εικονογραφημένο βιβλίο της Τασούλας Τσιλιμένη «Δε μ’ αρέσει η βροχή!» (εικονογράφηση Βασίλης Παπατσαρούχας, εκδ. Διάπλους).
Του Ανδρέα Καρακίτσιου
Η Τασούλα Τσιλιμένη είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, όπου διδάσκει τις κλασικές θεματικές της παιδικής λογοτεχνίας. Παράλληλα με την επιστημονική και διδακτική της δράση διαθέτει πλούσιο συγγραφικό έργο στον χώρο της λογοτεχνίας (για ενήλικες αλλά και για παιδιά), κάτι που της επιτρέπει να διαβάζει ένα λογοτεχνικό κείμενο με τριπλή ιδιότητα: αυτή της δασκάλας, της συγγραφέα και της φιλολόγου.
Στο τελευταίο της βιβλίο Δε μ’ αρέσει η βροχή, η συγγραφέας ανασκαλεύει ένα θέμα αγαπημένο σχεδόν από όλους τους ποιητές. Ενδεικτικά αναφέρουμε κάποιους/ες, αδικώντας αναπόφευκτα πολλούς/ές ακόμα: Νίκος Καρούζος, «Έρημος σαν τη βροχή», Μιχάλης Γκανάς, «Βροχή και άλλα κατακρημνίσματα», Κική Δημουλά, «Τα πάθη της βροχής», Μανόλης Αναγνωστάκης, «Άρχισε μια σιγανή βροχή…», Κ.Π. Καβάφης, «Βροχή», και στο μυαλό μου τριγυρίζει εδώ και χρόνια ο αξεπέραστος στίχος του Ελύτη από το έργο Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας (1982).
«Να φέρεσαι όπως η βροχή στους τσίγκους
ρυθμικά, με ανωτερότητα»
Πράγματι, η βροχή είναι ένα συνηθισμένο και οικείο φαινόμενο σε όλους/ες αλλά και σε όλα τα παιδιά, τόσο που η προσέγγισή του εμποδίζει μια τυπική, κλασική, απρόσκοπτη μυθοπλασία στα επίπεδα ενός μοντέλου που απαιτεί η γραμματική της αφήγησης στην παιδική λογοτεχνία, γιατί η βροχή ως φυσικό φαινόμενο δεν επιτρέπει υπερβάσεις και ακροβατισμούς, εκτός εάν η συγγραφέας βουτήξει στα γλυκά νερά της εξωπραγματικής φαντασίας του μαγικού και του θαυμαστού (magique et merveilleux) κάτι που η συγγραφέας το αποφεύγει.
Η συγγραφέας αναπτύσσει την αντικειμενική περιγραφή του φυσικού φαινομένου χωρίς να ωραιοποιεί καταστάσεις. Η βροχή και οι ιδιότητές της ξεδιπλώνονται μέσα από τα μάτια δυο παιδιών με την έμμεση παρουσίαση της βροχής, των πραγματικών συνεπειών και επιπτώσεών της. Ταυτόχρονα τυλίγει αυτό το πακέτο των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της βροχής με τον μανδύα της γοητευτικής ατμόσφαιρας που καλλιεργείται από τη διάχυτη παρουσία της συνύπαρξης, της επικοινωνίας και φιλίας που αναπτύσσεται ανάμεσα στον Πέτρο και τη Μυρτώ.
Η Τσιλιμένη δεν απαριθμεί σε τρίτο ή σε πρώτο πρόσωπο τις ιδιότητες της βροχής, ούτε καταφεύγει σε φτηνές μεταφορές και εικόνες για να την περιγράψει. Χρησιμοποιεί τους δύο ήρωες να περιγράφουν με τα λόγια τους τη βροχή, το πολύ νερό που δυσκολεύει τη μετακίνηση από το σπίτι στο σχολείο με τις λακκούβες, αλλά και το άκουσμα του ρυθμικού ήχου πίσω από το τζάμι ή πάνω από τις στέγες των σπιτιών.
Η ιστορία παίρνει όμως τον δρόμο της.
«– Δεν μ αρέσει η βροχή! λέει η Μυρτώ και ξεκινά για το σχολείο ανοίγοντας την ομπρέλα της.
– Δεν μ’ αρέσει η βροχή! μουρμουρίζει ο Πέτρος και σηκώνει την κουκούλα του αδιάβροχου, τόσο που σχεδόν δεν βλέπει. Σίγουρα δεν βλέπει. Αφού όχι μόνο πέφτει πάνω στη Μυρτώ, αλλά πλατς, πέφτει και μέσα σε μια λακκούβα με νερά της βροχής…»
Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει… Χρειάζεται και το άλλο της μισό για να πληρωθεί το μήνυμα, καθώς η Μυρτώ δηλώνει:
«… Μ’ αρέσει το τραγούδι της βροχής τα καλοκαίρια…»
Και ο Πέτρος:
«“…Μ’ αρέσει ο χορός της βροχής όταν την βλέπω να πέφτει στο τζάμι…”
Και η βροχή τι λέει σε όλα αυτά; ΤΙΠΟΤΑ… και η ιστορία συνεχίζεται… γιατί η βροχή δεν σταματά…»
Η συγγραφέας επιλέγει την τεχνική της έμμεσης αναπαράστασης των ιδιοτήτων της βροχής με τη βοήθεια του διαλόγου ανάμεσα στους ήρωες, μια έμμεση δραματοποίηση που κοντράρει στα ίσια την πρωτοκαθεδρία της γραμμικής αφήγησης.
Κι εδώ έρχεται η ανατροπή της αφηγηματικής δομής με τη μεταμόρφωση του τριτοπρόσωπου αφηγητή. Αυτή η τεχνική έχει τη γοητεία του ελεύθερου πλάγιου λόγου που προβιβάζει τον αφηγητή και τον ιδανικό αναγνώστη σε σημαίνοντα πρόσωπα της ιστορίας και προκαλεί άμεση εμπλοκή στον μικρό αναγνώστη. Είμαι σίγουρος ότι την ώρα που τα παιδιά θα το διαβάζουν ή θα τους το διαβάζουν, πολλά θα απαντήσουν αυθόρμητα στις ερωτήσεις του αφηγητή.
«– Ας την ακούσουμε. Σσσς…
– Τι λες;
– Κατάλαβες τι λέει;»
Θα είναι αυτός ο αφηγητής που θα κάνει τις παραπάνω ερωτήσεις μετά την εισαγωγική πρόταση:
«Εγώ τώρα αναρωτιέμαι αν η βροχή αρέσει σε εσένα ή μήπως δεν σ’ αρέσει…»
Μου αρέσει αυτή η ιστορία γιατί πολύ γρήγορα έρχεται η βαρκούλα να γεμίσει με αγάπη και φιλία τα δυο παιδιά, αλλά και γιατί στιγμές η γλώσσα του κειμένου πλησιάζει τα όρια της ποιητικής γραφής, τόσο μορφολογικά όσο και ειδολογικά.
Η εκπληκτική εικονογράφηση του Βασίλη Παπατσαρούχα, ενός πολύ γνωστού εικονογράφου και ζωγράφου, υποβοηθεί την πρόσληψη και ανάγνωση των αναπαριστώμενων σχημάτων και κάνει βήματα παραπέρα (...)
Σε ό,τι αφορά στην εικονογράφηση πραγματικά μας αφήνει άφωνους. Δεν είναι απλά μια επιλεκτική αναπαράσταση των κινήσεων και συμπεριφορών των δύο ηρώων. Είναι κάτι πολύ περισσότερο. Καταφέρνει η ισορροπία κειμένου και εικόνας να ξεπερνάει το κείμενο, να ερμηνεύει και να προσθέτει επιπλέον ερωτήματα στον αναγνώστη, προβληματισμούς που υπερβαίνουν ενίοτε το κείμενο αλλά συνήθως το απογειώνουν, ανοίγοντας δρόμους για πολλαπλές αναγνώσεις του βιβλίου.
Σύνθεση του Βασίλη Παπατσαρούχα από τη σελίδα του στο facebook. |
Η εκπληκτική εικονογράφηση του Βασίλη Παπατσαρούχα, ενός πολύ γνωστού εικονογράφου και ζωγράφου, υποβοηθεί την πρόσληψη και ανάγνωση των αναπαριστώμενων σχημάτων και κάνει βήματα παραπέρα… Σκηνοθετεί τους ήρωες από διαφορετικές οπτικές γωνίες και προσθέτει αντικείμενα και πρόσωπα στα όρια του φανταστικού αλλά ορατού, θα έλεγα, στα όρια του παράξενου. Προσθέτει σε ανύποπτο χρόνο και σημείο τον τίτλο του βιβλίου στα γαλλικά και στα γερμανικά και όχι στα αγγλικά (ξέρει αυτός), ζωγραφίζει μεγαλόπρεπα τον μαυροπίνακα των παιδικών μας χρόνων.
Ξεφύλλισα το βιβλίο επανειλημμένα εμμένοντας στην παρακολούθηση και της εικονογράφησης η οποία –ειρήσθω εν τη παρόδω– απευθύνεται και σε μεγάλους.
Γενικά, το βιβλίο είναι μια εξαιρετική περίπτωση εικονογραφημένου βιβλίου. Με τη φαντασία του εικονογράφου σε συνδυασμό με την περίτεχνη αφηγηματική τεχνική της ιστορίας, φλερτάρει ασταμάτητα με το ορατό αλλά και το αόρατο. Κυρίως προσφέρει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να πολλαπλασιάσει τις αναγνώσεις και να εφεύρει τα δικά του προσωπικά στηρίγματα σε έναν κόσμο που τώρα ανακαλύπτει και να συλλάβει ότι πίσω από το αρνητικό υπάρχει το θετικό, πίσω από τον θυμό υπάρχει η χαρά της επικοινωνίας και πίσω από τον εκνευρισμό ένα ουράνιο τόξο με φιλία και αγάπη.
* Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΙΟΣ είναι καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης (σε αφυπηρέτηση).