Για το βιβλίο του Δημήτρη Παπανικολάου «Κάτι τρέχει με την οικογένεια» (εκδ. Πατάκη).
Του Σωτήρη Βανδώρου
Την τελευταία δεκαετία, με την οικονομική και πολιτική κρίση, ξαναστοχαζόμαστε αναπόφευκτα διαστάσεις του εθνικού μας εαυτού και της συλλογικής μας ταυτότητας. Η οικογένεια, ως θεσμός αλλά και ως κάτι πολύ περισσότερο –σύμβολο, συμπύκνωση, μετωνυμία σχέσεων, αξιών, πρακτικών– δεν μπορεί παρά να διεκδικεί την τιμητική της. Ακόμη κι από μια στενή, παραδοσιοκρατική οπτική, εάν την θεωρήσουμε ως «κύτταρο» της κοινωνίας, τα πράγματα δείχνουν μπλοκαρισμένα: η δυνατότητά της να λειτουργεί ως εγγυήτρια δύναμη της κοινωνικής αναπαραγωγής, ως παρέχουσα δίχτυ ασφαλείας τουλάχιστον για τα πιο αδύναμα μέλη της, ως θεματοφύλακας της ιδιωτικής περιουσίας και ιδίως της οικίας, κλυδωνίζεται συθέμελα και πιθανόν ανεπανόρθωτα.
Η δυνατότητά της να λειτουργεί ως εγγυήτρια δύναμη της κοινωνικής αναπαραγωγής, ως παρέχουσα δίχτυ ασφαλείας τουλάχιστον για τα πιο αδύναμα μέλη της, ως θεματοφύλακας της ιδιωτικής περιουσίας και ιδίως της οικίας, κλυδωνίζεται συθέμελα και πιθανόν ανεπανόρθωτα.
Η «αγία ελληνική οικογένεια» προσλαμβάνει για ολοένα και περισσότερους ειρωνική χροιά πια. Μετατρέπεται, θα μας πει ο Δημήτρης Παπανικολάου με τον τρόπο του, από οικογένεια-«κορνίζα» σε οικογένεια-«βραχυκύκλωμα». Αυτό που επιχειρεί με το εκτενές του δοκίμιο ο αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης είναι να διαπραγματευτεί υπό μια ιδιαίτερη σκοπιά όψεις των οικογενειακών σχέσεων οι οποίες συνιστούν κύριο θέμα σε διανοητικά έργα και πολιτισμικά προϊόντα –κυρίως κινηματογραφικές ταινίες, θεατρικές παραστάσεις και λογοτεχνικά βιβλία– είτε παρήχθησαν κατά την περίοδο της τρέχουσας κρίσης ή και πιο πριν.
Όσον αφορά τη δεύτερη περίπτωση, μνημονεύονται κι αναλύονται πρωτίστως έργα τα οποία ενδεχομένως και να μην είχαν ευρεία απήχηση κατά τη φάση της πρώτης τους εμφάνισης (μολονότι επ’ ουδενί πέρασαν απαρατήρητα)· ωστόσο, εκ των υστέρων επιστρέφουμε σε αυτά και τα συνδέουμε με την τρέχουσα εμπειρία πτυχές της οποίας προοικονομούν. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Σπιρτόκουτου του Οικονομίδη (βγήκε στις αίθουσες το 2003) και το περίκλειστο και ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο διαδραματίζεται η πλοκή του την οποία εύλογα μνημονεύει ο Παπανικολάου.
Επομένως εδώ η συγγραφική πρόθεση δεν είναι αυτή του κριτικού (κινηματογράφου, λογοτεχνίας κ.ο.κ.) που αξιολογεί το έργο (μολονότι ενσωματώνονται και τέτοια στοιχεία στο βιβλίο), καθώς αμέσως-αμέσως ενδιαφέρει και η κοινωνική πρόσληψη του έργου και πώς αυτό ενσωματώνεται σε μια πολιτισμική κίνηση και κίνηση ιδεών η οποία περιλαμβάνει τη δική της αυτοτελή ζωή με τις ερμηνείες, τις νοηματοδοτήσεις και τις ποικίλες προεκτάσεις της. Δεν είναι όμως σκοπός του συγγραφέα να συγκεντρώσει έργα που ξεχωρίζουν για τον έναν ή άλλον λόγο και κάπως να τα ταξινομήσει, να εντοπίσει κοινά μοτίβα και να αφηγηθεί μια γραμμική πολιτισμική ιστορία που περιστρέφεται γύρω από την οικογένεια, μολονότι υποστηρίζει ακριβώς την ιστορικότητα των περί την οικογένεια ιδεών. Η οικογένεια δεν συνιστά μια απαράλλακτη υπεριστορική ουσία (όπως θα την ήθελαν οι ιδεολογικές χρήσεις της), παρά απαρτίζεται από τις μεταλλασσόμενες μορφές και τις σημασίες που προσλαμβάνει εντός του ιστορικού χρόνου.
Ωστόσο, ο αναγνώστης που αναμένει μια στρωτή αφήγηση η οποία συγκροτείται στη βάση μιας ιστορικής συνέχειας (προφανώς με τις τομές και ασυνέχειές της, αλλά που πάντως τραβά με συνέπεια τη γραμμή του ιστορικού χρόνου από το απώτερο παρελθόν στο παρόν) ενδέχεται να απογοητευτεί ή να πάθει σύγχυση. Μπορεί κιόλας να «καταλογίσει» στο συγγραφέα έλλειψη συστηματικότητας, καθώς η σταθερά της ανάλυσης, αν υπάρχει τέτοια, είναι το διαρκές μπρος-πισω στο χρόνο.
Όμως αυτό που σε μια επιπόλαιη ανάγνωση μπορεί να φαντάζει αδυναμία του βιβλίου είναι στην πραγματικότητα το ισχυρό σημείο και η πρωτοτυπία του. Διότι αυτό το οποίο επιθυμεί ο Παπανικολάου να κάνει δεν είναι να βάλει «τάξη» σε ένα υλικό εκ πρώτης όψεως ατιθάσευτο και κάπως ετερόκλητο, το οποίο δυνητικά, τουλάχιστον, εκβάλλει σε ένα σωρό διαφορετικές κατευθύνσεις, αλλά το αντίθετο! Επιθυμεί να διασαλεύσει την υποτιθέμενη τάξη που θα μπορούσε να το διέπει και που θα μπορούσε να το καταχωρεί σε δεδομένες θέσεις στη βάση καθιερωμένων προπαραδοχών για όλο το πλέγμα της οικογενειακότητας.
Δεν μπορούμε να εκλάβουμε τίποτα ως δεδομένο. Όλα τίθενται υπό αίρεση. Όλα πρέπει να επανεξεταστούν με απεριόριστα ανοιχτό πνεύμα, καθώς βρισκόμαστε εντός ενός εννοιολογικού και ιδεολογικού ναρκοπεδίου την ίδια στιγμή που ο καθένας μας είναι ήδη συγκροτημένος, όσον αφορά μια από τις πλέον θεμελιώδεις ταυτότητές του, από τα ίδια σαθρά υλικά με τα οποία θέλουμε να αναμετρηθούμε κριτικά – με αυτά τα υλικά τα οποία συνιστούν το υπόστρωμα της ίδιας της ύπαρξής μας.
Πρόκειται για συνειδητή μεθοδολογική και επιστημολογική επιλογή την οποία ο συγγραφέας αποκαλεί «αναταραχή αρχείου». Εδώ, οι εξοικειωμένοι με τις πολιτισμικές σπουδές θα αναγνωρίσουν την έννοια του αρχείου και οι εξοικειωμένοι με τις σπουδές φύλου θα αναγνωρίσουν την παραπομπή στο εμβληματικό έργο-ορόσημο της Τζούντιθ Μπάτλερ Αναταραχή φύλου. Τι θα πει όμως αναταραχή αρχείου; Η ιδέα είναι ότι το παρελθόν-ιστορία έτσι όπως μας έχει κληροδοτηθεί από τις «επίσημες» και καθιερωμένες αφηγήσεις μπορεί να ιδωθεί ως ένα είδος αρχείου, με τη δική του ταξινομητική λογική, με τα τεκμήρια και τα «δεδομένα» του, με την υποτιθέμενη αντικειμενική του υπόσταση. Μια συμβατική προσέγγιση της κρίσης θα ανέτρεχε επομένως στο «αρχείο» προκειμένου να το διαβάσει ως αιτία και υπόστρωμα του προβληματικού παρόντος. Αντίθετα, η αναταραχή αρχείου κινείται με αντίθετη φορά: επιστρέφει στο παρελθόν «μέσα από την ενσώματη και κριτική βίωση της διακινδύνευσης του παρόντος», που θα πει ότι συνομιλεί με το αρχείο, αλλά με ριζικά κριτική ματιά, έτσι ώστε ο στοχασμός του παρόντος μπορεί να (ανα)πλαισιώσει το αρχείο κι όχι το αντίστροφο.
Τι μας λέει ο Παπανικολάου, με διαφορετική διατύπωση; Δεν μπορούμε να εκλάβουμε τίποτα ως δεδομένο. Όλα τίθενται υπό αίρεση. Όλα πρέπει να επανεξεταστούν με απεριόριστα ανοιχτό πνεύμα, καθώς βρισκόμαστε εντός ενός εννοιολογικού και ιδεολογικού ναρκοπεδίου την ίδια στιγμή που ο καθένας μας είναι ήδη συγκροτημένος, όσον αφορά μια από τις πλέον θεμελιώδεις ταυτότητές του, από τα ίδια σαθρά υλικά με τα οποία θέλουμε να αναμετρηθούμε κριτικά – με αυτά τα υλικά τα οποία συνιστούν το υπόστρωμα της ίδιας της ύπαρξής μας. Αυτό μπορεί να εξηγήσει και γιατί υπάρχει μια αναγνωρισμένη από τον συγγραφέα αυτοβιογραφική διάσταση που διαπερνά το κείμενό του, η οποία ωστόσο παραμένει μάλλον διακριτική και δεν «καπελώνει» την ανάλυσή του. Νιώθουμε το συναισθηματικό φορτίο της, ιδίως στα σημεία που οι αναφορές σχετίζονται με τη «μη κανονική» ταυτότητα φύλου και την «παρεκκλίνουσα» σεξουαλικότητα, την πειθαρχική και βιοπολιτική εξουσία, την άρνηση αναγνώρισης του άλλου, κι ενίοτε την ωμή βία που ασκείται σε συνάφεια προς τις εκδηλώσεις τους.
Όμως, αυτή η συναισθηματική ένταση στο κείμενο ποτέ δεν μετατρέπεται σε έναν καταγγελτικό τόνο· θα λέγαμε, ούτε καν σε μια «προκλητική» τοποθέτηση. Δηλαδή, ο Παπανικολάου περισσότερο διαπιστώνει και απορεί, απορεί και διαπιστώνει, ξανά και ξανά, κάνοντας επάλληλες αναγνώσεις, παρά επιθυμεί να καταλήξει σε μια συνολική και συντεταγμένη τοποθέτηση. Νομίζουμε ότι αυτό συνοψίζεται σεμνά και στον ίδιο τον τίτλο του βιβλίου: Κάτι τρέχει με την οικογένεια. Συντονίζεται έτσι με τη σχετική πολιτισμική παραγωγή την οποία διαβάζει κριτικά, κάνοντας περισσότερο ένα σαρωτικό ξεκαθάρισμα, κατά κάποιον τρόπο μια προ-εργασία οποία είναι απαραίτητη για το επόμενο βήμα, δηλαδή το άνοιγμα της συζήτησης· συζήτηση, όμως, που θα εκκινεί πλέον από μια υποψιασμένη αφετηρία, που έχει χαρτογραφήσει τα επίμαχα σημεία, που έχει καθαρίσει το πεδίο από στερεότυπα που επιβίωναν ακόμη και σε πιο κριτικές προσεγγίσεις, που έχει διαθέσιμα εκλεπτυσμένα αναλυτικά εργαλεία, που μας καλεί και μας προκαλεί να πάρουμε μέρος, διότι είναι περίπου αδύνατον να την αγνοήσουμε.
Πράγματι, αν κρίνουμε από το πλήθος και την ποιότητα των βιβλιοκριτικών (στις οποίες παραπέμπουμε τον φιλοπερίεργο αναγνώστη για περισσότερες αναφορές στα υπό διαπραγμάτευση πολιτισμικά έργα) και του γενικότερου ενδιαφέροντος που προκάλεσε το βιβλίο σε λιγότερο από ένα χρόνο από την έκδοσή του, ταρακούνησε τα νερά και μάλιστα βρήκε απόκριση σε αρκετά διαφορετικά ακροατήρια. Από την πλευρά μας, διαπιστώνουμε ότι είναι πράγματι το κατάλληλο βιβλίο στη δεδομένη συγκυρία. Ας πούμε, δεν θυμόμαστε ποτέ άλλοτε τόσο επίμονη και παρατεταμένη δημοσιότητα όσον αφορά τραγωδίες όπως αυτές του Βαγγέλη Γιακουμάκη, της Ελένης Τοπαλούδη, της Ζακί/Ζακ Κωστόπουλου, και πιο πρόσφατα, φευ, των άγνωστων ακόμη σε αριθμό θυμάτων του κατά συρροή δολοφόνου στην Κύπρο.
Οι οργισμένες αντιδράσεις που προκαλεί ο «αψύς Σφακιανός» υπουργός δηλώνουν ότι ικανός αριθμός πολιτών αρνούνται πια να δεχθούν ότι το επιθετικό αντριλίκι που δεν γνωρίζει κανένα όριο και φραγμό, αλλά δικαιώνεται από τον υποτιθέμενα αυθόρμητο και ηθικά αυτοδικαιωτικό του χαρακτήρα είναι, δήθεν, απολίτικο ζήτημα προσωπικής ιδιοσυγκρασίας.
Το κυριότερο είναι ότι αυτή η δημοσιότητα, συχνά μαχητική, δεν περιστέλλει τις υποθέσεις αυτές σε προσωπικά δράματα. Αλλά αναζητά τις κοινωνικές αιτίες που κατέστησαν δυνατές φρικιαστικές εγκληματικές συμπεριφορές, διερωτάται τα βαθύτερα αίτια «αδράνειας» των αρχών, της ανοχής ή συνενοχής του περίγυρου, το πλέγμα των πατριαρχικών σχέσεων που αποτέλεσε συνθήκη δυνατότητας για όλα αυτά κ.ο.κ., οδηγούμενη εν τέλει στη μεγάλη εικόνα της κοινωνικής και πολιτικής μας συγκρότησης. Φερ’ ειπείν, οι οργισμένες αντιδράσεις που προκαλεί ο «αψύς Σφακιανός» υπουργός δηλώνουν ότι ικανός αριθμός πολιτών αρνούνται πια να δεχθούν ότι το επιθετικό αντριλίκι που δεν γνωρίζει κανένα όριο και φραγμό, αλλά δικαιώνεται από τον υποτιθέμενα αυθόρμητο και ηθικά αυτοδικαιωτικό του χαρακτήρα είναι, δήθεν, απολίτικο ζήτημα προσωπικής ιδιοσυγκρασίας, αλλά αντιλαμβάνονται ότι συνιστούσε ανέκαθεν βαθιά πολιτική συμπεριφορά. Κάτι τρέχει, πράγματι.
Όπως είναι ήδη φανερό, έχουμε θεωρήσει αξιοδιάβαστο και σημαντικό το βιβλίο του Παπανικολάου. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε ή υποχρεούμαστε να συμφωνήσουμε σε όλα. Για παράδειγμα, η διασύνδεση όψεων της κρίσης που αφορούν και την οικογένεια με επιδράσεις του νεοφιλελευθερισμού θα ήθελαν περισσότερη τεκμηρίωση (αν και για να είμαστε δίκαιοι, ο συγγραφέας περισσότερο παραπέμπει σε αυτό, παρά προβαίνει σε ανάλυση). Θέλουμε να πούμε, ότι θα μπορούσε άνετα να υποστηριχθεί και η ακριβώς αντίθετη σύνδεση, δηλαδή να δούμε τη μακρά παράδοση κρατισμού που διαπερνά οριζοντίως το ιδεολογικό φάσμα αριστεράς-δεξιάς ως αναδιπλασιασμό της αμφίθυμης σχέσης μας με τη (συμβατική, ετεροκανονική) οικογένεια: Λατρεύουμε να τα «χώνουμε» στο κράτος για ένα σωρό, την ίδια στιγμή που απαιτούμε «αυτονόητα» να μας φροντίσει και να μας διαφυλάξει από τους «κινδύνους» που ελλοχεύουν σε οτιδήποτε δεν αγγίζει με τη μεγάλη, ζεστή αγκαλιά του. Εδώ θα ‘μαστε, όμως, χάρις και στον Παπανικολάου, για να κάνουμε αυτήν την κουβέντα και για να αντιμετωπίσουμε, μεταξύ άλλων, τη μάλλον αναπόφευκτη διαγενεακή σύγκρουση που σιγοβράζει.
Οι φωτογραφίες είναι από το βίντεο κλιπ του τραγουδιού «Ένα αλλιώτικο παιδάκι» των Παύλου Παυλίδη & B Movies.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η επιστροφή στο αρχείο προτείνεται όχι ως αισθητική πράξη αποφυγής της ιστορικής αναζήτησης, αλλά ως μια δυναμική διαδικασία επαναπροσέγγισης του παρελθόντος, όπου κρίνεται επίσης το υλικό του αποτύπωμα, η δυναμική του σχέση με το σήμερα, η επιτελεστική και εξουσιαστική χρήση του παρελθόντος για τη διαμόρφωση της πολιτικής, και οι δυνατότητες αμφισβήτησης των κυρίαρχων αναγνώσεων της επιρροής της Ιστορίας επί του παρόντος. Με αφορμή την ελληνική οικογένεια και τα πολλαπλά της βραχυκυκλώματα, αυτό που θα παρακολουθήσω να συμβαίνει ξανά και ξανά σε αυτό το βιβλίο είναι μια ενσώματη αρχειακή αναδίφηση που προσπαθεί να σκεφτεί τον χώρο αυτής της εναγώνιας ανασκαφής ως τόπο ανακατασκευής, τη δε δυνατότητα του αρχείου και την κατηγορία της ιστορικότητας ως κάτι περισσότερο από αποτέλεσμα τραυματικής διαδικασίας» (σελ. 100-101).
Κάτι τρέχει με την οικογένεια
Έθνος, πόθος και συγγένεια την εποχή της κρίσης
Δημήτρης Παπανικολάου
Πατάκης 2018
Σελ. 448, τιμή εκδότη € 18,80
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ