Για το βιβλίο «Το φαινόμενο της προσκόλλησης» του Peter Lovenheim (μτφρ. Χριστόδουλος Λιθαρής, εκδ. Διόπτρα). Η συναισθηματική «προσκόλληση» και η σημασία της για τις σχέσεις μας.
Του Μύρωνα Ζαχαράκη
Η θεωρία της προσκόλλησης (“attachment theory”) αποτελεί ίσως μια από τις σημαντικότερες θεωρίες στη σύγχρονη ψυχολογία, καθώς και ένα από τα πρώτα πράγματα που κάθε πρωτοετής σπουδαστής ψυχολογίας διδάσκεται σήμερα. Για πρώτη φορά διατυπώθηκε λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, από τον Βρετανό ψυχίατρο και ψυχαναλυτή Τζον Μπόουλμπι. Ο τελευταίος είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει ότι πολλά από εκείνα τα παιδιά, αν και δέχονταν καλή τροφή, στέγη και ιατρική περίθαλψη, συχνά δεν ευδοκιμούσαν και αρκετές φορές μάλιστα πέθαιναν, κάτι που καμία από τις ως τότε υπάρχουσες θεωρίες παιδικής ανάπτυξης δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει. Μερικά χρόνια αργότερα, αξιοποιώντας υλικό από την ηθολογία, την κοινωνική ψυχολογία και την εξελικτική θεωρία, ο Μπόουλμπι διατύπωσε αυτό που πλέον αναγνωρίζεται ευρέως ως η θεμελιώδης θεωρία για την παιδική ανάπτυξη σε όλες τις κοινωνικές επιστήμες σήμερα.
Αν και ψυχαναλυτής, ο Μπόουλμπι αποδέχτηκε μονάχα τον σημαντικό ρόλο της πρώιμης παιδικής ηλικίας και των μη συνειδητών παραγόντων στην ανθρώπινη ανάπτυξη, απορρίπτοντας τη φροϋδική άποψη πως καίριο ρόλο έχουν όσα συμβαίνουν αποκλειστικά μέσα στην παιδική ψυχοσύνθεση.
Σύμφωνα με τον Μπόουλμπι, κύριο έργο του οποίου υπήρξε η τριλογία Attachment and loss, επειδή τα μωρά γεννιούνται ανήμπορα, υπάρχει κατά κάποιον τρόπο «στα γονίδιά τους» η τάση να προσηλωθούν συναισθηματικά σε έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει αναλάβει τη φροντίδα τους. Σε αντίθεση με άλλα είδη του ζωικού βασιλείου, ο άνθρωπος περνά μια παρατεταμένη περίοδο εξάρτησης. Τα ανθρώπινα μωρά έχουν τη μεγαλύτερη περίοδο τρωτότητας από κάθε άλλο είδος στον πλανήτη μας. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο το να τα φροντίζει κάποιος, στον οποίο είναι συναισθηματικά προσκολλημένα. Αν και ψυχαναλυτής, ο Μπόουλμπι αποδέχτηκε μονάχα τον σημαντικό ρόλο της πρώιμης παιδικής ηλικίας και των μη συνειδητών παραγόντων στην ανθρώπινη ανάπτυξη, απορρίπτοντας τη φροϋδική άποψη πως καίριο ρόλο έχουν όσα συμβαίνουν αποκλειστικά μέσα στην παιδική ψυχοσύνθεση. Όπως πίστευε ο ίδιος, καθοριστικότερες είναι οι πραγματικές και απτές σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ του βρέφους και της μητέρας του.
Συνήθως ο άνθρωπος που φροντίζει το βρέφος είναι η μητέρα, αλλά θα μπορούσε να είναι ο πατέρας, ο παππούς, η γιαγιά, ή κάθε άλλος ενήλικας που είναι σταθερά επιφορτισμένος με την κάλυψη των βασικών αναγκών του. Βέβαια, ενδέχεται να μην είναι ένα μόνο άτομο και για το μωρό υφίσταται μια «ιεραρχία» σημαντικότητας μεταξύ πολλών τέτοιων ατόμων, οπότε αν βρεθεί ενώπιον όλων τους, θα προτιμήσει αυτόν στον οποίο έχει προσκολληθεί περισσότερο. Αν η σχέση μεταξύ αυτών των δύο, δηλαδή του βρέφους και του «φροντιστή» του, είναι καλή, τότε το βρέφος θα αναπτύξει αυτό που είναι ευρύτερα γνωστό ως «ασφαλής» συναισθηματική προσκόλληση. Σε διαφορετική περίπτωση, θα αναπτύξει έναν τύπο «μη ασφαλούς» προσκόλλησης, με πιθανώς σοβαρές συνέπειες για την περαιτέρω εκδίπλωση της προσωπικότητάς του και κυρίως τις διαπροσωπικές του σχέσεις. Είναι βέβαια λογικό να μη θυμόμαστε άμεσα αυτά τα βιώματά μας, καθώς αυτή η διαδικασία λαμβάνει χώρα συνήθως πριν από τις παλαιότερες αναμνήσεις μας, δηλαδή πριν από την ηλικία των δύο ετών (πρώιμη παιδική ηλικία). Προκειμένου να αξιολογηθεί ο τύπος προσκόλλησης σε μικρά παιδιά, η ψυχολόγος της ανάπτυξης Μέρι Έινσγουορθ σχεδίασε μια εργαστηριακή διαδικασία που έγινε γνωστή ως «περιστατικό του αγνώστου» (γνωστό και ως «πείραμα της παράξενης κατάστασης).
Αν η σχέση μεταξύ αυτών των δύο, δηλαδή του βρέφους και του «φροντιστή» του, είναι καλή, τότε το βρέφος θα αναπτύξει αυτό που είναι ευρύτερα γνωστό ως «ασφαλής» συναισθηματική προσκόλληση.
Μέχρι εδώ, τα πράγματα είναι σχετικά σαφή. Ωστόσο, οι (θετικές ή αρνητικές) συνέπειες της προσκόλλησης ενός ατόμου, κατά τη βρεφική του ηλικία, μπορούν να είναι περισσότερες από όσες φανταζόμαστε και να παρουσιάζονται με απροσδόκητο τρόπο ακόμη και εκεί όπου δε θα αναμενόταν.
Αυτή την καθοριστική σημασία επιχειρεί να αναδείξει με το βιβλίο του ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Πίτερ Λόβενχαιμ, ο οποίος έχει επιδοθεί σε ενδελεχή έρευνα πάνω στο θέμα. Συγκεκριμένα, όπως μας λέει ο ίδιος, υπάρχουν νεότερα ερευνητικά ευρήματα (διεξάγονται εκατοντάδες ή και χιλιάδες μελέτες ετησίως, σχετικά) που δείχνουν ότι η προσκόλλησή μας ενδέχεται να επηρεάζει όχι μονάχα τις σχέσεις οικειότητας που διατηρούμε με την οικογένεια και τους συντρόφους μας, αλλά και σε διάφορους άλλους τομείς της ζωής μας: από την επαγγελματική μας ζωή ως τον αθλητισμό, την πολιτική, ακόμη και τη σχέση μας (ή την απουσία της) με τον θρησκευτικό χώρο. Ας τα δούμε με τη σειρά.
Αρχικά, το κύριο ερώτημα που θέτει το βρέφος υποσυνείδητα, είναι «μπορώ να βασιστώ στο ότι ο φροντιστής μου θα είναι παρών όποτε χρειάζεται να καλύψει κάποια ανάγκη μου»; Οι τρεις συχνότερες απαντήσεις που του δίνονται είναι: ναι (ασφαλής), όχι (αποφευκτικός), ίσως (αγχώδης). Η ασφαλής προσκόλληση είναι κάτι σχετικά εύκολα κατανοητό. Η ανασφαλής προσκόλληση μπορεί να λάβει συνήθως δύο διαφορετικές μορφές, διαμορφώνοντας έναν αντίστοιχο ανθρώπινο χαρακτήρα: τον «αποφευκτικό» ή τον «αγχώδη» (εδώ ανήκει και ο συγγραφέας του βιβλίου, κατά παραδοχή του), που αμφότεροι αντιμετωπίζουν δυσκολίες διαχείρισης των διαπροσωπικών τους σχέσεων. Οι όροι αυτοί επινοήθηκαν από την Έινσγουορθ.
Η αποφευκτική προσκόλληση συμβαίνει όταν το βρέφος παύει να προσδοκά ότι οι ανάγκες του θα καλυφθούν από το πρόσωπο που το φροντίζει. Τέτοια άτομα τείνουν να είναι καχύποπτα, ανεξάρτητα, αυτάρκη και χωρίς μεγάλη ανάγκη για στενές σχέσεις με άλλους. Αγχώδη προσκόλληση έχουμε όταν το βρέφος δεν είναι βέβαιο για το πότε (και το αν) θα καλυφθούν οι φυσικές ανάγκες του από τον φροντιστή του, ο οποίος αντιδρά σε αυτές με ακατάλληλο ή και ασυνεπή τρόπο. Συνήθως τα άτομα με αγχώδη προσκόλληση επιθυμούν υψηλά επίπεδα οικειότητας στις σχέσεις τους, αλλά βιώνουν συχνά ανασφάλεια και επιδιώκουν τη διαρκή διαβεβαίωση ότι ο άλλος είναι συναισθηματικά διαθέσιμος. Σύμφωνα μάλιστα με μελέτες, στα πρώτα ισραηλιτικά κολεκτιβιστικά αγροκτήματα κιμπούτς, όπου τα βρέφη κοιμούνταν μαζί και μακριά από τις οικογένειές τους, σημειώθηκε απρόσμενα μεγάλος αριθμός ατόμων με αγχώδη προσκόλληση, πράγμα που έπαψε να υφίσταται στα σύγχρονα κιμπούτς, όπου οι οικογένειες κοιμούνται μαζί. Το σύστημα προσκόλλησης χαρακτηρίζεται από τρεις θεμελιώδεις λειτουργίες: διατήρηση εγγύτητας, ασφαλής βάση, σίγουρο καταφύγιο. Όπως τονίζει ο Λόβενχαιμ, υπάρχει ένας άξονας με αρκετές διαβαθμίσεις των τύπων προσκόλλησης, οπότε οι άνθρωποι τείνουμε να μην είμαστε μόνο ένα αλλά μάλλον να διακρινόμαστε από έναν επικρατέστερο τύπο, που μας εκφράζει περισσότερο.
Αυτός ο τύπος προκύπτει όταν το άτομο/βρέφος καταλήγει να φοβάται τον φροντιστή του, με αποτέλεσμα να βιώνει εξίσου έντονα άγχος και αποφευκτικότητα.
Ωστόσο, υφίσταται ακόμη μία περίπτωση ανασφαλούς προσκόλλησης, που είναι η πιο σπάνια (περίπου 5% στον γενικό πληθυσμό) και συνάμα η πιο προβληματική: πρόκειται για τον «αποδιοργανωμένο» τύπο προσκόλλησης, όρος που επινοήθηκε επινοήθηκαν από την ψυχολόγο και «μαθήτρια» της Έινσγουορθ, Μέρι Μέιν. Αυτός ο τύπος προκύπτει όταν το άτομο/βρέφος καταλήγει να φοβάται τον φροντιστή του, με αποτέλεσμα να βιώνει εξίσου έντονα άγχος και αποφευκτικότητα. Συνήθως τέτοιες περιπτώσεις εμφανίζονται ύστερα από κάποιου είδους κακοποίηση ή σε ιδρύματα με αμελή φροντίδα των παιδιών.
Είναι όμως άραγε δυνατό να μεταβάλει κανείς τον τύπο προσκόλλησής του; Ο Λόβενχαιμ απαντά καταφατικά, εξηγώντας ότι ένας καλός δάσκαλος, μέντορας, προπονητής ή σύντροφος και μια μακροχρόνια σχέση μαζί του, μπορεί να καταστήσει ασφαλές ένα μέχρι τότε ανασφαλές άτομο, οδηγώντας σε αυτό που οι ψυχολόγοι ονομάζουν «δικαίως κερδισμένη ασφαλής προσκόλληση». Αν τελικά δε μεταβάλλει τον τύπο προσκόλλησης, μιας και μόνο το 25-30% των ανθρώπων το πετυχαίνει αυτό, μπορεί όμως να ελέγξει την επιρροή της στη ζωή του. Μια ενδελεχής ενδοσκόπηση του εαυτού μας, μπορεί να μας βοηθήσει στην επίτευξη αυτής της πολυπόθητης συναισθηματικής ασφάλειας. Σύμφωνα με τον Λόβενχαιμ, υπάρχει σαφής συσχετισμός μεταξύ της προσκόλλησής μας και των πολιτικών μας επιλογών: άτομα με ασφαλή προσκόλληση τείνουν περισσότερο σε κεντρώες επιλογές (της Δεξιάς ή της Αριστεράς), σε αντίθεση με τα άτομα που έχουν ανασφαλή και λόγω αυτής προτιμούν περισσότερο τα άκρα του πολιτικού φάσματος. Μάλιστα, ο Λόβενχαιμ προχωράει περισσότερο (χωρίς όμως να είναι απόλυτος), λέγοντας ότι ένας «αγχώδης» ψηφοφόρος είναι πιθανότερο να επιλέξει μια ακροαριστερή πολιτική γραμμή, λόγω της προστασίας και της ασφάλειας που προσφέρει η έμφασή της στην κοινωνική ευημερία όλων, ενώ αντίθετα, οι «αποφευκτικοί» κλίνουν προς την ακροδεξιά ή τον συντηρητισμό, λόγω της καχυποψίας και εχθρότητας με τις οποίες βλέπουν τον κόσμο, εκθειάζοντας τις αξίες του αυτοδημιούργητου ατόμου που τα καταφέρνει μόνο του μέσα σε σκληρές συνθήκες.
Ένα άλλο ενδιαφέρον συμπέρασμα του Λόβενχαιμ όσον αφορά την πολιτική, είναι ότι τα άτομα με αποφευκτική προσκόλληση (γύρω στο 25% του πληθυσμού των Αμερικανών) είναι πιθανότερο να πλεονάζουν ανάμεσα στους επαγγελματίες πολιτικούς, ακριβώς λόγω του ότι ο χώρος τους τείνει να ευνοεί αποφευκτικούς χαρακτήρες, δηλαδή άτομα αυτάρκη, καχύποπτα και ικανά να περνούν ικανά διαστήματα χωριστά από τις οικογένειές τους. Σε αυτό καταλήγει ο Λόβενχαιμ, έχοντας πάρει «συνέντευξη προσκόλλησης» από τον κάποτε κυβερνήτη της Μασαχουσέτης, Μάικλ Δουκάκη, καθώς και έναν μεγάλο αριθμό γερουσιαστών του Κογκρέσου. Επομένως, θα ήταν λάθος να πιστέψει κανείς ότι η ανασφαλής προσκόλληση αποτελεί σε κάθε περίπτωση μειονέκτημα. Αντιθέτως, θα μπορούσε κανείς να την αξιοποιήσει προς όφελός του. Εξάλλου, το γεγονός ότι τουλάχιστον ο μισός παγκόσμιος πληθυσμός (τα σχετικά ποσοστά είναι όμοια στις περισσότερες χώρες) έχει προδιάθεση για κάποιον τύπου ανασφαλούς προσκόλλησης, φανερώνει ότι υπάρχει ένας προσαρμοστικός ρόλος σε αυτό, που εκφράζει ένα εξελικτικό πλεονέκτημα. Για παράδειγμα, στη βρεφική ηλικία, ένα αγχώδες παιδί έχει πιο πολλές πιθανότητες να κάνει τον φροντιστή του να το προσέξει, ενώ το αποφευκτικό παιδί προστατεύεται από το να πληγωθεί λόγω της απόρριψης που βιώνει.
Βέβαια, λέει ο Λόβενχαιμ, το μεγαλύτερο πρόβλημα με μια αποφευκτική ηγεσία, στην οποία πιθανώς ανήκει και ο απελθών πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, είναι η παρατεταμένη αίσθηση ανασφάλειας που προκαλεί στους πολίτες, δεδομένης της αποστασιοποιημένης αυτάρκειας και ανεξαρτησίας που χαρακτηρίζει γενικά τέτοια άτομα.
Ένα άλλο ενδιαφέρον συμπέρασμα του βιβλίου, είναι ότι και η θρησκεία μπορεί να αποτελέσει μια μορφή προσκόλλησης. Πραγματικά, ο Θεός λειτουργεί για πλήθος ανθρώπων διεθνώς ως μια ασφαλής βάση, ένα σίγουρο καταφύγιο, ο αποχωρισμός από το οποίο βιώνεται τραυματικά από τον ευλαβή πιστό. Σύμφωνα με ερευνητές, οι άνθρωποι προσεγγίζουμε τον χώρο του θρησκευτικού με τρόπο που θυμίζει και τις υπόλοιπες σχέσεις μας: συνήθως ένας άνθρωπος με ασφαλή προσκόλληση (ή με αγχώδη ανασφαλή προσκόλληση) θα αντιλαμβάνεται τον Θεό ως έναν διαθέσιμο και αξιόπιστο στοργικό προστάτη, σε αντίθεση με έναν αποφευκτικό, που θα ρέπει γενικά προς την αθεΐα ή προς τον φόβο ενός αυστηρού Θεού-τιμωρού. Μάλιστα, καθώς η θρησκευτικότητα συνδέεται στενά με τη σχέση μας με τους γονείς μας, η ανατροφή ενός παιδιού με ασφαλή προσκόλληση μπορεί να το οδηγήσει να ασπαστεί την πίστη των γονέων του, ενώ διαφορετικά θα συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο.
Ο Θεός λειτουργεί για πλήθος ανθρώπων διεθνώς ως μια ασφαλής βάση, ένα σίγουρο καταφύγιο, ο αποχωρισμός από το οποίο βιώνεται τραυματικά από τον ευλαβή πιστό.
Σε τελική ανάλυση, συμπεραίνει ο Λόβενχαιμ, το σύστημα προσκόλλησης αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο κάθε ανθρώπου αφού, όπως το σύστημα αναπαραγωγής, είναι βασικά ο τρόπος που διάλεξε η φύση για να εξασφαλίσει την επιβίωσή μας, ως είδους. Είμαστε πλασμένοι για να συνυπάρχουμε με τους άλλους και μόνο μέσω της αλληλεξάρτησης γινόμαστε ο αυθεντικότερος και ο πιο δυνατός εαυτός μας. Το βιβλίο συμπληρώνεται και από ένα τεστ, στο τέλος, όπου μπορεί κανείς να διαπιστώσει τον δικό του τύπο προσκόλλησης.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η προσκόλληση είναι σημαντική επειδή μας βοηθά να καταλάβουμε τον εαυτό μας. Εξηγεί γιατί συχνά νιώθουμε και δρούμε με αυτό τον τρόπο, ειδικά ως αντίδραση στην αβεβαιότητα ή τον φόβο ή την απώλεια. Μας δείχνει πώς να δημιουργήσουμε και να διατηρήσουμε στενούς δεσμούς και πώς να ανταποκριθούμε καλύτερα στις αβεβαιότητες, τους φόβους και τις απώλειες των άλλων. Η προσκόλληση είναι σημαντική επειδή μπορεί να μας βοηθήσει να διαλέξουμε τους συντρόφους μας και να τους φερθούμε με τρόπο που να σέβεται τις δικές τους ανάγκες προσκόλλησης. Και είναι επίσης σημαντική επειδή μας καθοδηγεί ώστε να δείχνουμε ανταπόκριση και ευαισθησία στα παιδιά μας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ίσως να είναι ένα από τα καλύτερα καινούργια εργαλεία μας για να σμιλέψουμε μια καλύτερη ζωή για όλους, επειδή, όταν μια κρίσιμη μάζα της ανθρωπότητας καταλάβει επιτέλους την προσκόλληση και εργαστεί για να εφοδιάσει μια καινούργια γενιά με το δώρο της ασφάλειας προσκόλλησης, ίσως να βρούμε ότι φτιάξαμε έναν καλύτερο κόσμο» (σελ. 379).