Ενδεχομένως ο Carle Honoré, συγγραφέας του Μανιφέστου της χαρούμενης παιδικής ηλικίας (στο πρωτότυπο: Under pressure – Υπό πίεση), θα έβρισκε περιοριστική τη σύνοψή του που θα επιχειρήσoυμε εδώ, νομίζουμε ωστόσο ότι αυτή η ανάγνωση αναδεικνύει, χωρίς να προδίδει το γενικότερο πνεύμα του, την αιχμή ενός ενδιαφέροντος, αλλά κάπως ανοικονόμητου βιβλίου.
Του Σωτήρη Βανδώρου
Ο Honoré, που είναι και αρθρογράφος σε γνωστά αγγλόφωνα έντυπα, καταπιάνεται με την ανατροφή των παιδιών στον σύγχρονο κόσμο, έχοντας ο ίδιος επισκεφτεί σε πολλές χώρες νηπιαγωγεία, σχολεία κι άλλους παιδικούς τόπους κι έχοντας μιλήσει με παιδιά, γονείς, εκπαιδευτικούς και κάθε λογής ειδικούς της παιδικής ηλικίας. Περιγράφει τις σύγχρονες τάσεις στην ανατροφή και την εκπαίδευση, αντιπαραβάλλοντάς τες σε λανθασμένες αντιλήψεις και πρακτικές κυρίως των γονιών.
Στο κυνήγι της επιτυχίας
Όμως, η εστίασή του είναι σε αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, με όλες τις σχετικές παραλλαγές, δυτική ή δυτικότροπη μεσαία τάξη. Δηλαδή πρόκειται για γονείς που είναι εγγράμματοι ή και καλλιεργημένοι, αποδίδουν αξία στη μόρφωση των τέκνων τους με την ευρεία έννοια του όρου, έχουν ικανοποιητική ή και υψηλή αγοραστική δύναμη κι ασπάζονται λίγο-πολύ τις αξίες και τις συμπεριφορές των δυτικών, καπιταλιστικών κοινωνιών. Το προφίλ του γονιού, που εμπίπτοντας σε αυτή την κατηγορία χαρακτηρίζεται ως παράδειγμα προς αποφυγή, σκιαγραφείται ως εκείνου του ατόμου που επιδιώκει μεν το καλύτερο για το παιδί του, αλλά που δεν του το προσφέρει σωστά γιατί οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί ανάγονται σε μια αντίληψη για τη ζωή που περιστρέφεται γύρω από τον καταναλωτισμό, τον ανταγωνισμό και την καριερίστικη «επιτυχία». Αισθάνεται ότι το παιδί του είναι ή πρέπει να καταστεί «ξεχωριστό» κι επιδίδεται από πολύ νωρίς σε έναν αγώνα δρόμου όχι απλώς να «μην του λείψει τίποτα», αλλά να αποκτήσει τα καλύτερα δυνατά «εφόδια» για το βίο του. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν μπορεί να συμπαθήσει πραγματικά κι άλλα παιδιά, ούτε να εκτιμήσει τις αξίες της ομαδικότητας και της συνεργασίας και κατά προέκταση δίνει μια μονομερή, μάλλον αντικοινωνική κατεύθυνση στην αγωγή του παιδιού του.
Αυτή η στάση προσλαμβάνει συχνά καταπιεστικές ή στρεβλές μορφές, καθώς σχετίζεται περισσότερο με την απολογισμό ζωής του ίδιου του γονιού και λιγότερο με τις πραγματικές ανάγκες του παιδιού. Ο συγγραφέας δεν το λέει ακριβώς έτσι, αλλά περιγράφει εκείνους τους γονείς που θεωρούν ότι κάπου μισοπέτυχαν-μισοαπέτυχαν στους δικούς τους στόχους και είναι διατεθειμένοι να κάνουν τα αδύνατα δυνατά ώστε τα παιδιά τους να βιώσουν το απόλυτο success story, κάτι που, είτε το συνειδητοποούν είτε όχι, λειτουργεί σαν υποκατάστατο της όποιας δικής τους ανικανοποίητης επιθυμίας. Διαβάζοντας το βιβλίο, θυμήθηκα το περιστατικό που μου διηγήθηκε φίλος γονιός και το οποίο συμπυκνώνει, σε μια νεοπλουτίστικη εκδοχή, αυτή τη στάση. Πέρυσι, την ημέρα έναρξης της σχολικής χρονιάς, επισκέφτηκε ονομαστό σχολείο των βορείων προαστίων όπου ξεκίνησε να φοιτά στην Α’ δημοτικού η κόρη του. Αρκετοί γονείς έβγαζαν με το κινητό τους φωτογραφία τις αναρτημένες καταστάσεις με τα ονοματεπώνυμα των μαθητών. Είχαν αναγνωρίσει «επώνυμους» γονείς και προφανώς δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τον ενθουσιασμό τους. Με την εγγραφή στο συγκεκριμένο σχολείο «αγόρασαν» (ή έτσι νόμισαν) κοινωνικό κύρος. Πίστεψαν ότι, μέσω του παιδιού τους, συγχρωτίζονται με την κοινωνική και οικονομική ελίτ. Εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος το παιδί να καταστεί ένα «τρόπαιο» για το γονιό ο οποίος θα προγραμματίζει και θα ελέγχει τη ζωή του ώστε να αποδίδει η «επένδυσή» του.
Μικροί "Αϊνστάιν"
Το πράγμα πρέπει να το δει κανείς τελείως διαφορετικά, δηλαδή από τη σκοπιά του παιδιού. Ας τα πάρουμε από την αρχή. Είναι αποδεδειγμένο ότι οι νευρωνικές συνάψεις που δημιουργούνται στον εγκέφαλο του βρέφους (κάτι που σχετίζεται με τη νοητική ανάπτυξη) επηρεάζονται από τα ερεθίσματα που δέχεται από το περιβάλλον του. Έχει μάλιστα παρατηρηθεί ότι όταν οι γονείς είναι καλλιεργημένοι (υπάρχουν αρκετά βιβλία στο σπίτι, ακούγονται πολλές ιστορίες και γίνονται συζητήσεις παρουσία του παιδιού κ.ο.κ.) τα παιδιά τείνουν να προπορεύονται συγκριτικά με τα υπόλοιπα ως προς την ανάπτυξη του λεξιλογίου και την κατανόηση σχημάτων, μεγεθών, χρωμάτων κτλ. Ωστόσο, αυτό έχει το όριο του. Πολλοί γονείς νομίζουν ότι βομβαρδίζοντας από πολύ νωρίς το τέκνο τους με πληθώρα ερεθισμάτων θα γίνει ο επόμενος Αϊνστάιν. Απλά, δεν είναι έτσι και μάλιστα η υπερβολή ενδέχεται να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα ή και διαταραχές στον ύπνο. Δεν υφίσταται μια απλή εξίσωση «περισσότερα ερεθίσματα συνεπάγονται περισσότερες συνάψεις». Συναφής είναι εδώ κι ο μύθος για τη μακροπρόθεσμα ευεργετική επίδραση της μουσικής του Μότσαρτ (ναι, ειδικά του Μότσαρτ) στα μωρά. Οι ειδικοί δεν επιβεβαιώνουν κάτι το ξεχωριστό. Εξίσου, η προσπάθεια εκμάθησης ξένων γλωσσών σε πρώιμη ηλικία με τη βοήθεια εργαλείων multimedia δεν προσφέρει τίποτε ιδιαίτερο, καθώς έχει αποδειχθεί ότι τα νήπια συντονίζονται γλωσσικά με ανθρώπους που τους ακούνε να μιλάνε συχνά κι όχι με σκηνοθετημένες προσομοιώσεις.
Γενικότερα, η δογματική προσήλωση στο «όσο νωρίτερα, τόσο καλύτερα» είναι απλώς ανούσια. Υπάρχει, αντίθετα, μια απλούστατη σύσταση που φαίνεται να αποτελεί κοινό τόπο για τους ειδικούς: συγκρότηση ισχυρών συναισθηματικών δεσμών με τους κηδεμόνες, δηλαδή μπόλικη οπτική επικοινωνία πρόσωπο με πρόσωπο, σωματική επαφή και ομιλία· ό,τι καλύτερο για την εξέλιξή του παιδιού και παράγοντας ενάντια στο άγχος και το στρες. Αντίστοιχα απλούστατο, που όμως πολλοί γονείς φαίνεται να το παραγνωρίζουν: είναι στη φύση του νηπίου να παίζει, όχι να επιδίδεται σε έναν αγώνα επίτευξης εκπαιδευτικών «επιτευγμάτων». Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι δεν πρέπει τα παιδιά να μαθαίνουν ότι υπάρχουν όρια ή να αφήνονται να γίνουν εντελώς απείθαρχα. Αλλά, οι έρευνες λένε ότι παιδιά που «φοίτησαν» σε υπερφορτωμένα σε πρόγραμμα γνώσεων νηπιαγωγεία δεν πέτυχαν απαραίτητα καλύτερες μαθησιακές επιδόσεις όταν πήγαν σχολείο. Αντίθετα, έγιναν περισσότερο ανήσυχα και λιγότερο δημιουργικά. Δεν θα πρέπει αυτό να παρεξηγηθεί ως προτροπή προς την αδράνεια, αλλά ως υπενθύμιση πως τα παιδιά προσχολικής ηλικίας ευημερούν όταν τους παρέχεται ένα ασφαλές και χαλαρό περιβάλλον όπου αφήνονται ελεύθερα να εξερευνήσουν τον κόσμο μέσα από παραμύθια, τραγούδια, κουβέντα και παιχνίδι, με τη σειρά και στη δοσολογία που επιθυμούν κι όχι κατά πώς θεωρούν ότι είναι «ορθό», πόσω μάλλον «επιβεβλημένο» οι γονείς.
Όταν λέμε παιχνίδι, εννοούμε παιχνίδι (κι αυτό αφορά βέβαια και μεγαλύτερες ηλικίες). Που θα πει ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος οι γονείς να παίρνουν κατεξοχήν παιχνίδια γνώσεων ή που υποτίθεται ότι είναι ειδικά κατασκευασμένα για να βελτιώνουν ορισμένες δεξιότητες ή που είναι πιο εκλεπτυσμένα ή αποτελούν τεχνολογικές εφαρμογές. Εξίσου δεν θα πρέπει να επιμένουν στην «ορθή χρήση» τους και να «διορθώνουν» το παιδί αν δεν ακολουθεί τους κανόνες. Θα ήθελα να το βεβαιώσω, όπως ανάλογες διαπιστώσεις έχουν κάνει γονείς και γονείς: ο γιος μου διασκεδάζει περισσότερο να φτιάχνει με τουβλάκια, φερ’ ειπείν έναν «κόκκινο κροκόδειλο πάνω σε ένα τρένο», παρά να αντιγράφει τα προκάτ σχήματα. Στην αρχή μου φαινόταν ότι δεν έχει καταλάβει το παιχνίδι και δεν μπορούσα ούτε να δω τον «κόκκινο κροκόδειλο πάνω σε ένα τρένο», ούτε να εξηγήσω πως νομίζει ότι ένας κροκόδειλος μπορεί να είναι κόκκινος κι ανεβασμένος σ’ ένα τρένο. Μου πήρε αρκετά να συνειδητοποιήσω ότι η αδυναμία ήταν δική μου: δεν ένιωθα επαρκώς ελεύθερος και δεν επιστράτευα αδέσμευτα τη φαντασία μου όπως εκείνος. Με μαθαίνει σιγά-σιγά και βρίσκω ότι από τη σκοπιά του ο κόσμος μπορεί να γίνει υπέροχος. Είναι αυτή η απλή μετάθεση, νομίζω, που βοηθά τους γονείς να μην κάνουμε υπερβολικά πολλά λάθη (γιατί όλοι αναπόφευκτα κάνουμε και δεν υπάρχει λόγος να «σκάμε» γι’ αυτό), να είμαστε λιγότερο αγχωμένοι κι εν τέλει καλύτεροι κηδεμόνες: δεν είναι τα παιδιά που πρέπει να τα κάνουμε να βλέπουν τον κόσμο με τη δική μας ματιά, είναι εμείς που οφείλουμε να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να δούμε τον κόσμο με τα μάτια των παιδιών.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ
Το μανιφέστο της χαρούμενης παιδικής ηλικίας
Carl Honoré
Μτφρ. Άλκηστη Κελεσίδη
Εκδόσεις Αερόστατο, 2010
Τιμή € 19,00, σελ. 448