Για το βιβλίο της Ελένης Κατσαμά «Γορίλλας στο φεγγάρι» (εκδ. Πατάκη)
Της Σίσσυς Τσιφλίδου
Η Ελένη Κατσαμά είναι μια από τις σύγχρονες εκπροσώπους της εφηβικής μας λογοτεχνίας που μαζί με άλλους δημιουργούς, όπως ο Βασίλης Παπαθεοδώρου, ο Φίλιππος Μανδηλαράς και ο Κυριάκος Μαργαρίτης, ανανεώνουν θεματικά και αφηγηματικά το πεδίο εισάγοντας έναν νέο τρόπο γραφής και αξιοποίησης των χρηστικών κειμένων και ιδιαίτερα της μαρτυρίας που αφορά τη δημόσια ιστορία των ανθρώπων στον παγκόσμιο χάρτη.
Στο βιβλίο αυτό η συγγραφέας καταπιάνεται επιτυχημένα με άλλες ειδολογικές ταξινομήσεις δίνοντάς μας ένα καλογραμμένο (ψευδο)αστυνομικό μυθιστόρημα στην κατηγορία του περιπετειώδους με πρωταγωνιστή ένα μικρό κορίτσι και συμμάχους-αντιμάχους ενήλικες και παιδιά, μια ενδιαφέρουσα ιστορία με αρχαιοκάπηλους που χρονολογείται ήδη «10 χρόνια πίσω στα λιβάδια με τα στάχυα».
Η προσωπική ιστορία του κοριτσιού φέρνει στο φως μια οικογενειακή τραγωδία, μια υπόθεση μυστηρίου που αρχίζει να ξετυλίγεται με τον ερχομό μιας εκκεντρικής γιαγιάς.
Κεντρικός αφηγητής η Μαρία Παντελάκη, η οποία ανακαλεί μέσα από την υστερόχρονη διήγησή της τα γεγονότα που έλαβαν μέρος στο Σταχοχώρι ή Παλαιοχώρι και ανατάραξαν την τότε δωδεκάχρονη ζωή της. Η Κατσαμά, όπως και ο Ευγένιος Τριβιζάς στο Σεντούκι με τις πέντε κλειδαριές, εμπνέεται από εκθέματα των ελληνικών Μουσείων για να κατασκευάσει αυτή την ιστορία. Μια ομάδα αρχαιολόγων που πραγματοποιεί ανασκαφές στην περιοχή, σημαντικά ευρήματα, όπως το Μάτι του Τουταγχαμών, που έρχονται στο φως και κλέβουν αρχαιοκάπηλοι, τα άγρια ζώα του δάσους, ένα πολυπρόσωπο σύνολο αντιπροσωπευτικών χαρακτήρων ενός μικρού ελληνικού χωριού που εγγράφεται στο σύγχρονο παρόν μέσα από τις αναφορές στα χρηστικά του αντικείμενα και τις συνήθειές του, καθώς και μια παρέα τεσσάρων αγοριών η ιστορία των οποίων μεταφέρεται τμηματικά στο αφηγηματικό παρόν, συνθέτουν σταδιακά το μωσαϊκό μιας παλιάς ιστορίας-ταμπού για το χωριό που καλύπτεται από σιωπές και υπονοούμενα: «Χρόνια τα μυστικά σέρνονται από δω κι από κει αλλά δεν ξεστομίζονται». Η προσωπική ιστορία του κοριτσιού φέρνει στο φως μια οικογενειακή τραγωδία, μια υπόθεση μυστηρίου που αρχίζει να ξετυλίγεται με τον ερχομό μιας εκκεντρικής γιαγιάς και κορυφώνεται με την επανεμφάνιση του περίφημου κλεμμένου Δαχτυλιδιού του Μίνωα. Αν και η ηρωίδα αρχικά ομολογεί ότι δεν έχει «ροπή στην περιπέτεια», σύντομα όλα αλλάζουν στη ζωή της και η ίδια εξομολογείται: «Οι περιπέτειες δεν ρωτούν αν θέλεις να τις ζήσεις».
Κουρδιστά παιχνίδια, χρυσόμυγες που πετούν και διαθέτουν κάμερες, ιντερνετικές αναζητήσεις και στοιχεία ρομποτικής δένονται στον ιστό της αφήγησης με την άφιξη του ανθρώπου στο φεγγάρι και την παρουσία ενός «γορίλλα» που αποδεικνύεται η αιτία των δεινών της οικογένειας Παντελάκη. Το φεγγάρι, το ίδιο το γεγονός της προσσελήνωσης, φαίνεται πως εξακολουθεί να ελκύει θεματικά τους συγγραφείς της παιδικής-εφηβικής λογοτεχνίας με χαρακτηριστικά σύγχρονα παραδείγματα τη Σάλι Γκάρντνερ στο Σάπιο φεγγάρι και τον Μπράιαν Σέλζνικ στην Εφεύρεση του Ουγκό Καμπρέ. Ένα πλούσιο διακειμενικό υλικό που συνδέεται πρωτίστως με αναφορές σε άλλα λογοτεχνικά έργα και χαρακτήρες, όπως ο Ιαβέρης, ο Γλάρος Ιωνάθαν και ο Λούκι Λουκ, αξιοποιείται με ευφάνταστο τρόπο.
Η συγγραφέας επιχειρεί παράλληλα να εμβαθύνει στον χαρακτήρα της μικρής ηρωίδας που κλέβει κυριολεκτικά την παράσταση με τη γενναιότητα, την εξυπνάδα, τον ευρηματικό της λόγο και την ποιότητά της.
Όσο κι αν τα περιπετειώδη μυθιστορήματα δεν το επιτρέπουν, η συγγραφέας επιχειρεί παράλληλα να εμβαθύνει στον χαρακτήρα της μικρής ηρωίδας που κλέβει κυριολεκτικά την παράσταση με τη γενναιότητα, την εξυπνάδα, τον ευρηματικό της λόγο και την ποιότητά της. Η αγορίστικη εμφάνιση, το σημαντικό πρόβλημα της όρασής της, τα άκομψα τεράστια γυαλιά της, αντικείμενο χλευασμού των άλλων παιδιών του χωριού που τη φωνάζουν «γκάβακα» και «λεωφορείο», έχουν επηρεάσει αρνητικά την αυτοεικόνα του κοριτσιού. Παρόλα αυτά η δυσκολία της μικρής να εστιάσει σε κάτι χωρίς αυτό αυτόματα να χωρίζεται στα δύο οδηγεί την ίδια και στη συνείδηση μιας πραγματικότητας: ότι δηλαδή «ένας άνθρωπος δεν είναι αυτό που φαίνεται πως είναι» και πως «οι άνθρωποι και τα πράγματα και όσα χωράνε μέσα στις καρδιές των ανθρώπων και των πραγμάτων κρύβουν περισσότερες από μία αλήθειες».
Οι σουρεαλιστικοί διάλογοι, διανθισμένοι με ένα υπαινικτικό καταστασιακό χιούμορ που χρησιμοποιείται έντονα για να παρωδήσει καταστάσεις, να καυτηριάσει συμπεριφορές αλλά και να αποφορτίσει συγκινησιακά την ατμόσφαιρα, ο γρήγορος ρυθμός της αφήγησης, οι εντάσεις και οι ρεαλιστικές σκηνές, όπως αυτή της θανάτωσης του ελαφιού από το λιοντάρι και της κατασπάραξής του στο κέντρο της πλατείας, διατηρούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη για την εξέλιξη και την κατάληξη της ιστορίας.
Η επιστολική γραφή και ο εσωτερικός μονόλογος προβάλλουν τα βαθύτερα συναισθήματα των ηρώων. Η μόνιμη απεύθυνση της ηρωίδας στο πρόσωπο της μητέρας ως «Ιωάννα Παλμήρα και μάνα μου» σημειώνει εξαρχής τη διαταραγμένη αλλά ιδιότυπη σχέση μάνας και κόρης που διακρίνεται από τις συναισθηματικές αγκυλώσεις που δημιουργεί η απουσία του πατέρα.
Θα παρατηρούσαμε ότι το αφήγημα προσπαθεί να δώσει και μιαν απάντηση σε ένα ουσιώδες ερώτημα που εκφράζεται μέσα από την απορία της Μαρίας: «Ποια δύναμη του σύμπαντος κάνει τους διαφορετικούς ανθρώπους να είναι μαζί;» και αποτελεί ένα από τα θέματα του έργου, την αποδοχή της διαφορετικότητας. Επίσης, κάνει τον αναγνώστη αναπόφευκτα να συλλογιστεί πόσα παιδιά σαν την Μαρία της Κατσαμά καταφεύγουν σε φανταστικές σχέσεις για να αντισταθμίσουν μια ζοφερή για αυτά πραγματικότητα.
Οι ιστορίες του κοριτσιού και του πατέρα της συνδέονται άμεσα με τα ίδια τα άγρια ζώα της ζούγκλας που βρίσκονται κρυμμένα στο δάσος του χωριού, σαν ο χρόνος να έχει σταματήσει κι εκείνα να εξακολουθούν να υπάρχουν όπως τη στιγμή που απελευθερώθηκαν από τα κλουβιά τους στο πάρκο που ζούσαν, έτσι ώστε κάποια στιγμή ο αναγνώστης να κατανοεί ότι στοιχεία μαγικού ρεαλισμού διατρέχουν την ιστορία και συνδέουν την ύπαρξή τους με προωθητικά στοιχεία της πλοκής και της δράσης της ρεαλιστικής αφήγησης. Κυρίαρχη φιγούρα μια τίγρη, η Τζουν, που αρχικά φαίνεται να αποτελεί το κεντρικό θέμα μιας καδραρισμένης φωτογραφίας στο δωμάτιο του κοριτσιού. Το άγριο ζώο αποκτά σάρκα και οστά και εμφανίζεται σε οριακές στιγμές της ιστορίας σώζοντας ή στηρίζοντας ψυχολογικά την ηρωίδα. Τα γεγονότα προαναγγέλλονται στην ανάγνωση του κάδρου μέσα από την πρόσθεση ή αφαίρεση στοιχείων στη φωτογραφία που απεικονίζει το ζώο μέσα στο φυσικό του περιβάλλον της ζούγκλας. «Όλα τα ζώα της φαντασίας μου και της αλήθειας μου», όπως δηλώνει και η ηρωίδα, θα αποτελέσουν τους συμμάχους και βοηθούς της στο ταξίδι αυτό της ενηλικίωσής της που στο τέλος την αφήνει σοφότερη και ωριμότερη. «Αχ, γιαγιά, προτιμώ τη μαρμελάδα, όχι άλλες πιστολιές» θα δηλώσει στο τέλος η μικρή Μαρία.
Ένα έργο διηλκιακού χαρακτήρα, βραβευμένο το 2015 με το «Βραβείο Λογοτεχνικού Βιβλίου για Εφήβους» του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο αναγνώστης, σύγχρονο δείγμα της αφηγηματικής τεχνικής του μαγικού ρεαλισμού όπου το φανταστικό εισχωρεί στο πραγματικό χωρίς να το διαταράσσει ή να το ανατρέπει αλλά ως συνέχειά του, κατακερματίζοντας κυρίαρχες απόψεις της πραγματικότητας, αναδεικνύει «ένα μικρόκοσμο χαρακτήρων και γεγονότων» που εκφράζει τη διαφορετικότητα μέσα από τη διεύρυνση της λογοτεχνικής πραγματικότητας.
Γορίλλας στο φεγγάρι
Ελένη Κατσαμά
Εκδόσεις Πατάκη
Σελ. 336, τιμή εκδότη: 12,84