
Η εικονογράφος και εικαστικός Ντανιέλα Σταματιάδη μιλά για την απόσταση που αποκτούν τα παιδιά απ' την εικόνα μεγαλώνοντας, για τα ατυχήματα στη ζωγραφική που την οδηγούν πάντα κάπου και για την αγάπη της για τα δύσκολα θέματα στα παιδικά βιβλία.
Συνέντευξη στην Ευλαλία Πάνου
Η Ντανιέλα Σταματιάδη μιλάει γρήγορα για τα πράγματα που αγαπά. Τη συνάντησα μια μέρα στο εργαστήριό της, ενώ ανάμεσα στα πόδια μου τριγύριζε η γάτα της, το Τζιτζίκι. Τη βρήκε πέρυσι τέτοια εποχή να νιαουρίζει κάτω από το σπίτι της. «Έτσι κατάλαβα πόσο καλή ήταν η προηγούμενη γάτα μου. Αυτή εδώ είναι ατίθαση και επίμονη, θέλει να γίνεται πάντα το δικό της – δεν μασάει!» μου λέει γελώντας.
Στους τοίχους της έχει κολλημένα τα πρώτα δείγματα των εξωφύλλων της που έρχονται από το τυπογραφείο τα οποία θυμίζουν κολλάζ.
Η μουσική ήταν το background αυτής της κουβέντας και όταν έπαιξε η «Στιγμή» του Monsieur Minimal συμφωνήσαμε κι οι δύο πόσο ωραίο κομμάτι είναι. Στους τοίχους της έχει κολλημένα τα πρώτα δείγματα των εξωφύλλων της που έρχονται από το τυπογραφείο τα οποία θυμίζουν κολλάζ. Δεν είναι τυχαίο που αγαπά τέτοιες τεχνικές – κι ας δουλεύει ψηφιακά εδώ και πολλά χρόνια.
Ποια είναι η αγαπημένη σας τεχνική εικονογράφησης; Έχετε κάποιο ιδιαίτερο, συγκεκριμένο στυλ; Πώς θα το χαρακτηρίζατε;
Δεν έχω αγαπημένη τεχνική. Δουλεύω τα πάντα αποκλειστικά digital εδώ και πολλά χρόνια. Επειδή δούλευα αναλογικά πάρα πολλά χρόνια, μπορώ να μιμηθώ κάλλιστα πάρα πολλές τεχνικές. Να θυμίζουν τύπωμα, να θυμίζουν κολλάζ, να θυμίζουν ματιέρες, υφές, να θυμίζουν διάφορα. Δεν έχω ένα συγκεκριμένο στυλ – κυρίως γιατί μ' αρέσουν πάρα μα πάρα πολλά πράγματα.
Εδώ ανοίγεις ένα πολύ μεγάλο ζήτημα με το στυλ του εικονογράφου, αν πρέπει να υπάρχει κάτι συγκεκριμένο ή όχι ας πούμε. Σαφώς μπορεί κάποιος να έχει κάποιες προτιμήσεις σε τεχνικές ή σε κάποιο στυλ γραφής, αλλά εγώ ας πούμε δεν είμαι έτσι. Ανάλογα με το κείμενο που λαμβάνω και φυσικά τον στόχο, δηλαδή την ηλικία, αλλά κυρίως το ύφος του κειμένου, μου βγαίνει άλλο πράγμα.
Οι απόψεις διίστανται, αλλά κατά τη γνώμη μου ένας εικονογράφος σίγουρα έχει μια αναγνωρίσιμη γραφή –γιατί πόσα διαφορετικά πράγματα να κάνει;–, ωστόσο το στυλ του επιβάλλεται απ' έξω. Η αγορά έχει ανάγκη να έχει κάποιο συγκεκριμένο στυλ ώστε να μπορεί να το πουλήσει εύκολα. Και στη ζωγραφική ισχύει αυτό, και στα εικαστικά, και σε κάθε είδους εικόνα που παίζει αγοραπωλησία. Περισσότερο οι ατζέντηδες, οι εκδοτικοί, οι συλλέκτες, όλοι όσοι σχετίζονται με την πώληση της εικονογράφησης ή της ζωγραφικής, έχουν ανάγκη κάποιος να έχει συγκεκριμένο στυλ ώστε να μπορούν να το πουλήσουν και να το αγοράσουν.
Έχετε κάποιο αγαπημένο μέσο;
Μ' αρέσουν σίγουρα πολύ οι έντονες ματιέρες και οι υφές – αυτό μπορώ να σου το πω με βεβαιότητα. Αλλά είναι με τα κέφια μου, με τις εποχές μου. Δηλαδή τώρα αυτόν τον καιρό μ' αρέσει πάρα πολύ να κάνω πράγματα που μοιάζουν με τυπώματα. Αλλά και στο παρελθόν είχα περάσει μια τέτοια φάση. Μ' αρέσουν σίγουρα μικτές τεχνικές – μέχρι εκεί μπορώ να σου πω. Είναι πάρα πολλά αυτά που μ' αρέσουν και κάθε φορά ενθουσιάζομαι, ψάχνω το επόμενο.
Στο digital περάσατε γιατί υπάρχει μια ευκολία;
Στην αρχή έτσι πέρασα, ναι, γιατί έχει μια ευκολία. Το 'κανα μισό-μισό και μετά ανακάλυψα ότι όχι απλά είναι ευκολία, αλλά κάνεις θαύματα! Ήταν το «undo» καταρχήν. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο πολύτιμο είναι αυτό. Πόση ελευθερία σου δίνει να δοκιμάσεις, χωρίς να φοβάσαι ότι θα καταστρέψεις το αποτέλεσμα. Είναι πάρα πολύ απελευθερωτικό αυτό. Πάρα πολύ!
Και χωρίς να ξοδεύεις επιπλέον υλικά.
Αυτό είναι ένα δεύτερο ζήτημα, ότι, πράγματι, δεν έχεις έξοδα. Είναι καταπληκτικό αυτό. Εντάξει, χάνεις λίγο τη χαρά του απτικού όπως και να 'χει. Ωστόσο είναι τόσο μεγάλη η ευκολία και το πώς επικοινωνείς το έργο στον εκδοτικό, που δεν χρειάζεται να το φωτογραφίσεις κλπ. Βέβαια εμένα δεν με νοιάζει, δεν το κάνω γι' αυτούς [γέλιο]. Έχει τρομερή ευκολία, πάρα πολλή άνεση για πειραματισμό, χωρίς να φοβάσαι ότι θα χάσεις το αποτέλεσμά σου. Είναι πολύ σημαντικό αυτό. Και μπορείς να μιμηθείς τα πάντα – σχεδόν! Πάντως δεν νιώθω ότι υστερεί σε κάτι.
Μπορείς να κάνεις ακόμα και κολλάζ ;
Μπορείς να κάνεις κάτι σαν κολλάζ. Σαφώς οι τεχνικές δεν βγαίνουν ακριβώς ίδιες, αλλά για μένα έχουν εξίσου ενδιαφέροντα αποτελέσματα.
Από τι εμπνέεστε συνήθως; Βρίσκετε στις ιστορίες κάτι που να σας συγκινεί έτσι λίγο παραπάνω για να πιαστείτε απ' αυτό;
Άλλες φορές είναι έτσι. Βασικά όμως είναι αν θα μου βγει η εικόνα ή όχι, και αν η εικόνα που θα βγει με συγκινήσει ή όχι. Όχι τόσο το ίδιο το κείμενο. Φυσικά παίζει ρόλο και το κείμενο, αλλά –επειδή το έχω συζητήσει και με άλλους φίλους εικονογράφους– κυρίως έχει να κάνει με το αν θα μας προκύψει μια εικόνα στο κεφάλι μας με αφορμή το κείμενο η οποία θα μας συγκινήσει και θα μας «ψαρώσει». Τουλάχιστον εγώ λειτουργώ καθαρά έτσι. Κι από εκεί και πέρα, όλα πάνε καλά [γέλιο]. Άμα βρεθεί αυτό, ο τρόπος δηλαδή να το αποδώσεις, από 'κει και πέρα το πράγμα τσουλάει.
Τώρα έχουν καταλάβει όλοι ότι ο εικονογράφος είναι πολύ σημαντικός. Ότι είναι ένας ερμηνευτής και δεν είναι ένας εκτελεστής.
Πόση ελευθερία έχετε κατά την εικονογράφηση; Δηλαδή πού τελειώνουν τα όρια του συγγραφέα και πού αρχίζουν αυτά του εικονογράφου;
Θα σου πω τι συμβαίνει. Επειδή προσωπικά δουλεύω αρκετά χρόνια, επομένως διεκδικώ περισσότερα πράγματα, με μία μεγαλύτερη άνεση ας πούμε –να το θέσω έτσι–, θέλω να μ' αφήνουν όλοι ήσυχη να κάνω αυτό που θέλω όπως το σκέφτομαι. Σαφώς στην αρχή υπάρχει κάποια συνεννόηση, γιατί άμα σκέφτομαι εγώ τελείως άλλα και δεν αρέσουν είναι ζήτημα. Οπότε κάπως υπάρχει μια κουβέντα αρχικά. Παίρνω δυο-τρεις πληροφορίες, μια αίσθηση έτσι για το κλίμα για να μην είμαι τελείως αλλού, κι από 'κει και πέρα δουλεύω μόνη μου.
Παλιότερα δεν ήταν έτσι. Αλλά δεν ήταν και γενικά έτσι στην Ελλάδα, υπήρχε ένας άλλος τρόπος δουλειάς. Τώρα έχουν καταλάβει όλοι ότι ο εικονογράφος είναι πολύ σημαντικός. Ότι είναι ένας ερμηνευτής και δεν είναι ένας εκτελεστής. Στην πράξη η αλήθεια είναι ότι δεν γίνεται πάντα αυτό. Για μένα, οφείλει να γίνεται πάντα. Γιατί πραγματικά είμαστε ερμηνευτές, δεν είμαστε εκτελεστές – είναι πολύ σημαντικό. Είμαστε οι πλέον ειδικοί για να κάνουμε την εικόνα. Επομένως κανένας άλλος δεν μπορεί στ' αλήθεια να έχει σωστότερη άποψη όσον αφορά το αισθητικό κομμάτι ή το κομμάτι της ερμηνείας.
Τώρα το κομμάτι του marketing κλπ είναι μια άλλη ιστορία. Εντάξει, είναι κι αυτό συζητήσιμο. Αν όλοι, ξέρεις, πλέουμε στα ίδια νερά. Αν έχουμε κοινά οράματα – ας το θέσω έτσι. Κατά τ' άλλα, δεν θα έπρεπε να υπάρχει άλλου είδους επέμβαση, με τον ίδιο τρόπο που δεν επεμβαίνουμε κι εμείς στα κείμενα των άλλων.
Τι σας τράβηξε στην εικονογράφηση; Γιατί είστε ζωγράφος...
Έγινε τυχαία, πολύ παλιά. Θέλοντας να τελειώσω την Καλών Τεχνών, έψαχνα δουλειά γιατί νοίκιαζε ένα εργαστήριο ένας γνωστός και δεν είχα χρήματα να το νοικιάσω. Τότε δούλευα σε μπαρ μόνο χειμώνες, γιατί το μπαράκι που δούλευα έκλεινε το καλοκαίρι. Κάποια στιγμή λοιπόν κάπως μου ήρθε ότι θέλω να κάνω κάτι να με υποστηρίξει οικονομικά και να 'ναι και ψιλοεύκολο – έτσι νόμιζα. Τότε η εικονογράφηση δεν είχε το έδαφος που έχει τώρα, καμία σχέση. Αφού στην Καλών Τεχνών θυμάμαι ότι το θεωρούσαμε κάτι πολύ υποδεέστερο, δεν ξέραμε καν ότι υπάρχει. Μιλάμε όμως για 25 χρόνια πίσω, αρκετά παλιά.
Ξεκίνησα λοιπόν τα πρώτα χρόνια πιο χαλαρά, χωρίς να με ενδιαφέρει πραγματικά. Σιγά-σιγά άρχισα να χώνομαι, άρχισα να το αγαπάω, αλλά στην ουσία πρέπει να πέρασαν και δέκα χρόνια μέχρι να καταλάβω ότι αυτό όντως το θέλω, όντως το αγαπάω πολύ και όντως εκφράζει πολύ έντονα κάτι δικό μου. Έγινε σταδιακά δηλαδή όλο αυτό. Τώρα μπορώ να πω ότι απλά το λατρεύω. Είναι έτσι κι αλλιώς η κύρια ασχολία μου, γιατί ως εικαστικός ασχολούμαι ελάχιστα έως καθόλου – δεν μπορώ να τα κάνω και τα δύο μαζί.
Όσο ενημερώνεσαι, όσο βλέπεις, όσο διαβάζεις, τόσο το καλύτερο για σένα.
Πιστεύετε ότι ένας καλός εικονογράφος πρέπει να είναι και φανατικός αναγνώστης; Ή δεν έχει και τόση σημασία;
Ειδικά στο παιδικό βιβλίο σαφώς έχει μια σημασία να βλέπεις τι γίνεται έξω. Τι κάνουν όλοι οι υπόλοιποι; Πώς το χειρίζονται; Πώς χειρίζονται τη σχέση λόγου και εικόνας; Πέρα απ' το καθαρά εικαστικό – πώς τα σχετίζουν, τι ιδέες προκύπτουν. Ναι, κάνει καλό. Όσο ενημερώνεσαι, όσο βλέπεις, όσο διαβάζεις, τόσο το καλύτερο για σένα.
Είχατε κάποιο αγαπημένο εικονογραφημένο βιβλίο όταν ήσασταν παιδί που να το θυμάστε;
Όχι, τίποτα. Βασικά δεν είχα εικονογραφημένα βιβλία όταν ήμουν παιδί [γέλια]. Είχαμε τα «Τεν-Τεν» και τα «Αστερίξ» του αδερφού μου.
Μετράνε κι αυτά!
Μου άρεσε πάρα πολύ ο «Τεν-Τεν», ο «Αστερίξ» και εννοείται όλα τα «Μίκυ Μάους». Όλα όσα υπήρχαν τότε και αγόραζε ο αδερφός μου – έντεκα χρόνια μεγαλύτερος αυτός. Αλλά παραμύθια δεν είχα καθόλου.
Γιατί πιστεύετε ότι θα ήταν καλό τα παιδιά να ασχολούνται με τη ζωγραφική και τα εικαστικά;
Πιστεύω ότι όλοι πρέπει να ασχολούνται με τη ζωγραφική και τα εικαστικά. Είτε το κάνουν πράξη είτε το παρακολουθούν, είναι τροφή για την ψυχή. Είναι καλλιέργεια. Αναπτύσσει φαντασία, κριτική σκέψη, ανοίγει άλλες πόρτες για να δεις τον κόσμο. Είναι πολύ σημαντικό. Και φυσικά ξεκινά απ' την παιδική ηλικία – όλα τα παιδάκια γουστάρουν να ζωγραφίζουν. Απλά μετά για κάποιον λόγο θεωρείται πια παιδιάστικη ασχολία. Εντάξει, είναι νόρμα που επικρατούσε στο παρελθόν, αλλά αν δεις βιβλία για λίγο μεγαλύτερα παιδιά, που αρχίζει και αφαιρείται η εικόνα, βλέπεις ότι αυτή η τακτική μας δημιουργεί υποσυνείδητα την εντύπωση ότι η εικόνα όντως είναι κάτι παιδικό. Κι είναι λάθος, γιατί μετά αποκτάμε απόσταση και μόνο όσοι έχουν κάποια συγκεκριμένη κλίση, κάτι απ' το σπίτι κλπ, συνεχίζουν αυτή τη σχέση με την εικόνα. Μετά πας σε μια έκθεση σύγχρονης τέχνης ας πούμε και δεν νιώθεις καμία σύνδεση, δεν καταλαβαίνεις τίποτα.
Σαν να νιώθεις δηλαδή ξένος;
Ναι, χάνουμε επεισόδια. Γιατί ούτε εκπαίδευση έχουμε κατάλληλη – απ' ό, τι φαίνεται, δεν θέλουν να σκεφτόμαστε και ιδιαίτερα ή να έχουμε εκφραστικά μέσα. Τώρα δεν μ' αρέσει αυτό το πολιτικό που είπα, αλλά, βρε παιδί μου, έτσι νιώθω, ότι όσο πάει και κλείνει αυτό το πράγμα.
Κάπως έτσι το βλέπω εγώ αυτό που κάνω, μικρά-μικρά ατυχήματα στη σειρά τα οποία τα οδηγώ. Κρατάω αυτά που μ' αρέσουν και αφήνω τα υπόλοιπα.
Έχετε να προτείνετε δυο-τρία κόλπα για να βάζουμε τα παιδιά το καλοκαίρι να κάνουν κάτι δημιουργικό;
Για μένα αρκεί και μόνο το να τους έχεις απλώς μπογιές και να κάνουν ό,τι γουστάρουν. Βέβαια δεν ξέρω, γιατί δεν διδάσκω σε παιδιά, διδάσκω σε ενήλικες – αν και σε πολλά πράγματα μοιάζουν εν τέλει [γέλιο]. Ας πούμε και μόνο να παίξεις με υφές και ματιέρες με ένα μελάνι σ' ένα τεράστιο χαρτί και απλά να τους δείχνεις πώς γράφει το ένα, πώς γράφει το άλλο και τι όμορφα πράγματα προκύπτουν μέσα απ' αυτά τα διαφορετικά μέσα, για μένα είναι έτσι κι αλλιώς ένας τεράστιος κόσμος. Είναι ένας τεράστιος κόσμος απλώς να δεις τα χαρακτηριστικά μιας τελείας. Μια τελεία έτσι, μια τελεία αλλιώς, μια τελεία γιουβέτσι. Σημάδια, φόρμες, αφηρημένα πράγματα, χωρίς να επιδιώκουμε περιγραφές και συγκεκριμένα. Και μόνο αυτό για μένα είναι αρκετό. Διατηρείς μια σχέση και αγαπάς το υλικό, τη φόρμα και το αφηρημένο. Και αποκτάς και μια γέφυρα με τη σύγχρονη τέχνη.
Τώρα που η Τεχνητή Νοημοσύνη έχει μπει έτσι πολύ δυναμικά, σας τρομάζει καθόλου αυτό, ότι μπορεί να σας αντικαταστήσει;
Δεν ξέρω, διότι το κομμάτι το καθαρά εικαστικό-καλλιτεχνικό πιο δύσκολα θα το κάνει – γιατί μιλάμε για ατυχήματα απ' τα οποία οδηγούμαι κάπου. Κάπως έτσι το βλέπω εγώ αυτό που κάνω, μικρά-μικρά ατυχήματα στη σειρά τα οποία τα οδηγώ. Κρατάω αυτά που μ' αρέσουν και αφήνω τα υπόλοιπα. Αυτό φυσικά έχει να κάνει με ένα σύνολο εκπαίδευσης και γενικά την αίσθηση που έχω για την εικόνα.
Τώρα, το Artificial Inteligence δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Μπορεί να μιμηθεί μια άρτια τεχνική. Αλλά η άρτια τεχνική είναι αυτό, δεν είναι κάτι παραπάνω, είναι τεχνική, είναι δεξιότητα. Καλή η δεξιότητα, αλλά αυτό δεν είναι τέχνη.
Άμα κάνεις απλώς κάτι τέλειο, μένει εκεί.
Μπορείς π.χ. να του πεις «φτιάξε μου μία ζωγραφιά για ένα βιβλίο που μιλάει για έναν πόλεμο» ή κάτι τέτοιο.
Ναι. Μπορεί να το κάνει πράγματι. Αλλά θα κάνει κάτι το οποίο έχει μια εικαστική αξία όντως ή θα 'ναι απλώς κάτι όμορφο; Ξέρεις, έχει σημασία, έχει μεγάλη διαφορά. Οπότε για την ώρα, μέχρι να δω ότι αυτό το πράγμα είναι πραγματικά έξυπνο, ε δεν φοβάμαι [γέλιο].
Είναι σαν αυτό που είχε πει ένας συγγραφέας, ότι το AI δεν έχει τη μαγεία που έχουν οι άνθρωποι.
Ναι, δεν έχει τη μαγεία. Γιατί δεν ξέρει τι να το κάνει το ατύχημα. Μιλάω συνέχεια για ατυχήματα, γιατί όλα αυτά τα λάθη είναι που μας κάνουν και ανθρώπινους και έχουν και την ομορφιά τους και προκύπτουν και νέα πράγματα. Άμα κάνεις απλώς κάτι τέλειο, μένει εκεί.
Δεν έχει και κανένα συναίσθημα.
Ναι, δεν έχει. Δεν έχει να προσφέρει κάτι. Δεν μπορεί να δονήσει ψυχές.
Το βιβλίο της Μαρίας Λυκάρτση Κανονικά (εκδ. Καστανιώτη), το οποίο έχετε φιλοτεχνήσει, μιλάει κάπως υπαινικτικά για το θέμα του πολέμου. Αυτό που έχετε κάνει εσείς είναι ότι έχετε προσθέσει μικρές ρωγμές στις σελίδες και σταδιακά δείχνετε τι συμβαίνει. Πώς καταλήξατε σ' αυτή την ιδέα;
Η ιδέα αυτή καθαυτή προέκυψε από κουβέντες με τον τότε συνεργάτη του Καστανιώτη και αυτό που θέλαμε αρχικά ήταν να εικονογραφούνται ταυτόχρονα οι δύο καταστάσεις. Τώρα το σκίσιμο της σελίδας, δεν ξέρω, μου ήρθε. Η παράλληλη εικονογράφηση όμως ήταν κοινή ιδέα, δεν ήταν αποκλειστικά δική μου. Το σκίσιμο είχε ενδιαφέρον γιατί συζητούσαμε για κάψιμο κλπ, αλλά το σκίσιμο έχει και μία βία. Ξέρεις, είναι και από χαρτί το βιβλίο, οπότε έχει και αυτό το παιχνίδι. Έτσι προέκυψε, να σου πω την αλήθεια.
Σας δυσκόλεψε το θέμα του βιβλίου στο πώς να το προσεγγίσετε, δεδομένου ότι είναι για παιδιά;
Καθόλου, καθόλου. Είμαι πολύ υπέρ των δύσκολων θεμάτων στα παιδικά βιβλία. Δεν μ' αρέσει να μην πρετοιμάζουμε τα παιδιά για τον κόσμο. Τα πράγματα συμβαίνουν συνέχεια γύρω μας. Δεν γίνεται να τους κλείνεις τα μάτια, ούτε κάποια στιγμή να βγουν στον κόσμο και να πουν «τι μας λέγανε;». Αγαπώ τα δύσκολα θέματα ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο. Είναι ένας πολύ τρυφερός τρόπος να μιλήσεις, να πεις την αλήθεια σε ένα παιδί, χωρίς να το πληγώσεις. Να συζητήσεις. Είναι αφορμή για σοβαρές κουβέντες αυτά, θα πλάσεις έναν χαρακτήρα. Οπότε έτσι κι αλλιώς είμαι υπέρ αυτών των θεμάτων. Το κείμενο μ' άρεσε τρομερά απ' την αρχή – είναι πάρα πολύ ωραίο.
Όντως πολύ ωραίο.
Ευχαριστώ! Κι εγώ το αγάπησα πάρα πολύ το συγκεκριμένο. Με πόρωσε, είχα πάθει έρωτα.
Έχετε κάνει κι ένα εικονοβιβλίο βέβαια, το Μια αρχή, ένα τέλος, μια αρχή ξανά (εκδ. Πατάκη) που είναι ένα βουβό βιβλίο. Τις προάλλες συζητούσα με τον Αχιλλέα Ραζή για τα silent books και μου έλεγε ότι είναι πιο δύσκολο και να προωθήσεις και να πουλήσεις τέτοια βιβλία, γιατί χρειάζεται ο γονιός να είναι μαζί με το παιδί, δεν μπορεί απλά να το αφήσει. Πρέπει να 'ναι εκεί και να συζητούν, να του εξηγεί. Τι πιστεύετε εσείς γι' αυτό;
Δεν διαφωνώ μ' αυτό. Είναι πιο δύσκολο να το προωθήσεις πρώτα απ' όλα, διότι δεν ξέρεις τι να κάνεις στην παρουσίαση. Θυμάμαι οτι το 'χα συζητήσει τότε με διάφορους που θα μπορούσαν να με βοηθήσουν στην παρουσίαση και δεν ήξεραν τι να κάνουμε. Εγώ στις παρουσιάσεις δεν το 'χω και πάρα πολύ, δηλαδή τουλάχιστον παλιότερα. Τώρα, μαθαίνοντας, το 'χω λίγο ξεπεράσει αυτό το κομμάτι. Αλλά και πάλι δεν είμαι ο άνθρωπος που ξέρει πώς να προωθήσει κάτι, ούτε θέλω να 'ναι το κομμάτι μου, για να 'μαι ειλικρινής. Αλλά στις παρουσιάσεις, ξέρεις, συνήθως παίζουν παιχνίδια ή λένε ένα κομμάτι του κειμένου, τέτοια πράγματα. Ε, εδώ δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Ένα είναι αυτό. Οπότε η κλασική προώθηση πάει περίπατο, πρέπει να σκεφτεί κανείς νέους τρόπους.
Μετά σαφώς δεν μπορείς να αφήσεις ένα μικρό παιδί μ' αυτό έτσι μόνο του. Που για μένα μπορείς, αλλά τέλος πάντων ο γονιός μπορεί να εκμεταλλευτεί αυτή την ευκαιρία και να κάνει κουβέντες με το παιδί και να συζητήσουν μαζί «τι βλέπουμε εδώ;», «τι είναι αυτό;», να αναπτύξουν σενάρια, ιδέες. Θέλει μία ενασχόληση, είναι ωραίο αυτό το πράγμα. Δεν ξέρω αν είναι δύσκολο, με την έννοια ότι δεν ξέρω τι κάνουν οι γονείς. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μια σκληρή εποχή που όλοι δουλεύουν, δεν έχουν αρκετό χρόνο, είναι κουρασμένοι, η τηλεόραση είναι πιο εύκολη.
Το κινητό...
Το κινητό. Ίσως το γεγονός ότι απαιτείται κάποιος χρόνος να το καθιστά πιο δύσκολο. Νομίζω ότι απλά είναι και κάτι καινούργιο. Κι αυτό δεν το ξέρει ο άλλος.
Στο εξωτερικό δημιουργούνται περισσότερα «βουβά» βιβλία;
Έξω υπάρχει περισσότερο. Αλλά και πάλι το κομμάτι της πίτας είναι μικρότερο. Υπάρχουν κινήσεις που το προωθούν, π.χ. στη Μπολόνια βλέπουμε τέτοιες τάσεις εδώ και χρόνια. Θυμάμαι ας πούμε που είχα συζητήσει με μία Σουηδή εκδότρια που είχα γνωρίσει παλιά και, όταν της μίλησα γι' αυτό, μου λέει «εδώ δεν πουλάει καθόλου, δεν "περπατάει" καθόλου το silent book». Δεν το περίμενα. «Εκεί στην Ελλάδα δηλαδή "περπατάει"; Το αγοράζει ο κόσμος;» με ρώτησε. Και της λέω «όχι, αλλά δεν έχουμε και πολλά». Τότε υπήρχε ένα μόνο, της Πέρσας (σ.σ Το αγόρι και η φάλαινα, εκδ. Καλειδοσκόπιο, 2018). Νομίζω ότι όσο βγαίνουν, θα μπει λίγο περισσότερο στη ζωή μας και όσοι είναι να ασχοληθούν θα ασχοληθούν.