Το νέο ανέβασμα της θρυλικής Ντενεκεδούπολης, 50 χρόνια μετά την πρώτη παράσταση, ήταν μόνο η αφορμή για μια εκτενή συνομιλία με την Ευγενία Φακίνου. Μια συνομιλία για την τέχνη του κουκλοθεάτρου και το πώς απευθύνεται η τέχνη στα παιδιά, τη λογοτεχνία και τα όνειρα.
Συνέντευξη στην Ελευθερία Ράπτου
Στη συνάντηση με τη συγγραφέα και δημιουργό, μεταξύ πολλών σπουδαίων βιβλίων για ενήλικες, της θρυλικής Ντενεκεδούπολης, την Ευγενία Φακίνου, όλα όσα λέγονται έχουν σημασία. Η αφορμή για τη συνομιλία είναι το νέο ανέβασμα της Ντενεκεδούπολης, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, σε σκηνοθεσία Χρύσας Διαμαντοπούλου, από την ομάδα Μικρός Νότος. Η Ευγενία Φακίνου, μια από τις επιδραστικότερες ελληνίδες συγγραφείς των τελευταίων πενήντα ετών, μιλάει για όλα, και κυρίως για εκείνα που αξίζει όχι μόνο να τα ονειρευτούμε αλλά να τολμήσουμε να τα πραγματοποιήσουμε.
Κυρία Φακίνου, ευχαριστώ πάρα πολύ που με δεχτήκατε σήμερα να συνομιλήσουμε.
Ευχαριστώ πολύ που με θυμηθήκατε!
Σήμερα είναι μια πολύ ωραία ευκαιρία να τα ξαναπούμε, να μιλήσουμε μαζί σας, έχοντας και ως αφορμή τα 50 χρόνια της Ντενεκεδούπολης. Ήταν στην εκπνοή του 1975, αν δεν κάνω λάθος, στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας που ανέβηκε για πρώτη φορά ο Λαδένιος.
Ο τίτλος για την ακρίβεια δεν ήταν ο Λαδένιος ήταν η Ντενεκεδούπολη, άσχετα αν πολλοί έχουν μάθει να λένε εκείνη την πρώτη παράσταση «ο Λαδένιος».
«Και τι σκέφτεσαι;», μου λέει τότε ο Μιχάλης. Εκείνη την ώρα του είπα «ντενεκεδάκια», χωρίς να έχω ιδέα γιατί, ήθελα να πω, να διαθέτω κάτι πολύ ευτελές αλλά και εύκολο στο να το βρίσκεις.
Η Ντενεκεδούπολη λοιπόν ως παράσταση είχε λαμπρή πορεία. Ακολούθησαν οι παραστάσεις: «Στο Κουρδιστάν», που είναι ο τόπος των ρολογιών, «Οι Καμινάδες». «Το μεγάλο ταξίδι του Μελένιου», «Η Μις Νάυλον», «Ο κύριος Ούλτραμερ». Στοιχήθηκαν μαζί σας ηθοποιοί και μουσικοί όπως ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Χρήστος Λεοντής. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να κάνετε την αρχή σε μια εποχή που ήταν δύσκολη, σε μια Ελλάδα όπου το θέατρο για παιδιά έκανε ουσιαστικά τα πρώτα συντεταγμένα βήματα. Περιμένατε αυτή τη μοναδική πορεία της Ντενεκεδούπολης;
Όχι, δεν το περίμενα. Εγώ είχα μάθει κλασικό κουκλοθέατρο στο Βελιγράδι. Στην Πράγα, στην τότε Τσεχοσλοβακία, στην Ακαδημία Μοντέρνας Τέχνης υπήρχε έδρα κουκλοθεάτρου, αλλά δεν είχαμε πνευματικές ανταλλαγές τότε ως κράτη. Οι Γιουγκοσλάβοι ήταν μαθητές των Τσέχων και πήγα στο Βελιγράδι. Είδα πραγματικά συγκλονιστικά πράγματα. Πολύ προωθημένο κουκλοθέατροόπως Κουκλοθέατρο με ανθρώπους, με μαριονέτες, κουκλοθέατρο με δάχτυλα, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Δούλεψα μαζί τους ως προς τις τεχνικές όπως και στην κατασκευή μιας κούκλας που την κάνανε με αφρολέξ και διάφορα άλλα υλικά. Έτσι, όταν γύρισα είπα του Μιχάλη (σ.σ. ο Μιχάλης Φακίνος είναι ο σύζυγος της Ευγενίας Φακίνου, δημοσιογράφος, λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας) ότι εγώ δεν θέλω να κάνω ένα κουκλοθέατρο που να θέλει εξειδίκευση, να θέλεις μια βδομάδα για να κάνεις μια κούκλα και όλα αυτά. Θέλω κάτι λαϊκό, κάτι εύκολο, κάτι που μπορεί να το κάνει ένας νηπιαγωγός, μια μάνα, ένας σύλλογος. «Και τι σκέφτεσαι;», μου λέει τότε ο Μιχάλης. Εκείνη την ώρα του είπα «ντενεκεδάκια», χωρίς να έχω ιδέα γιατί, ήθελα να πω, να διαθέτω κάτι πολύ ευτελές αλλά και εύκολο στο να το βρίσκεις. Από εκεί βέβαια μέχρι το να γραφτεί το έργο, υπήρχε μια πορεία. Η θεματολογία για παράδειγμα, γιατί λέω πάντα ότι τα έργα έχουν την ηλικία του συγγραφέα τους και την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της εποχής τους. Ήταν λίγο μετά την πτώση της χούντας όταν ο γιος μου, αφού έπεσε η χούντα και ανεβαίναμε στην πλατεία της Κυψέλης που συγκεντρωνόταν κόσμος, με ρώτησε γιατί χαιρόμαστε όλοι και γελάμε. Του είπα μια απάντηση που δεν την θυμάμαι αυτή τη στιγμή, αλλά μετά μου μπήκε η ιδέα ότι αυτή είναι μια απάντηση που πρέπει να δοθεί στα παιδιά με έναν τρόπο εύληπτο. Άρα, λοιπόν, στην πρώτη Ντενεκεδούπολη, είναι ο Λαδένιος που καταπιέζει τα ντενεκεδάκια. Ήταν μια έμμεση απάντηση στο ερώτημα του γιου μου. Και επιπλέον η υπόθεση έδινε και τροφή στο να συζητάνε τα παιδιά με τους γονείς τους μετά την παράσταση.
Ήξερα, καταλάβαινα ότι από τη στιγμή που είχα ένα ευτελές υλικό, έπρεπε να το προσεγγίσω με απλό αλλά όχι απλοϊκό τρόπο και άκρως επαγγελματικό.
Φτάνουμε λοιπόν στις παραστάσεις. Πώς εξελίχθηκε όλο αυτό;
Όταν ξεκινήσαμε την πρώτη μέρα είχαμε φωνάξει το νηπιαγωγείο του γιου μου. Τη δεύτερη μέρα δεν είχαμε κανέναν και βγήκαμε και φωνάξαμε τα παιδιά της γειτονιάς. Την επομένη η Μαρία Παπαδοπούλου, η σύζυγος του Κώστα Σταματίου, πολύ σημαντικά πρόσωπα εκείνης της εποχής, έγραψε ένα εξαιρετικό κείμενο. Το Σάββατο ήμασταν γεμάτοι! Την Κυριακή αναγκαστήκαμε να δώσουμε τρεις παραστάσεις κι από κει κι ύστερα «έφυγε», απογειώθηκε. Όλα αυτά τα χρόνια είχα δώσει την Ντενεκεδούπολη για επαγγελματικές παραστάσεις στο Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης, στο Θεσσαλικό Θέατρο με την Άννα Βαγενά τότε, και στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος που ήταν ο Σωτήρης Χατζάκης. Θα ξαναγυρίσω όμως πάλι λίγο πίσω στην ιστορία, στη διαδικασία. Ήξερα, καταλάβαινα ότι από τη στιγμή που είχα ένα ευτελές υλικό, έπρεπε να το προσεγγίσω με απλό αλλά όχι απλοϊκό τρόπο και άκρως επαγγελματικό.
Έπαιζε τότε στην πρώτη παράσταση ο Αντώνης Αντωνίου, η Ρένα Καζάκου και εγώ, που δεν ήμουν ηθοποιός και ύστερα, στο «Κουρδιστάν», έπαιξαν ο Σωτήρης Χατζάκης και ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Μετά ήμασταν με τον Σωτήρη συνέχεια και τη Ρένα Καζάκου. Οι ηθοποιοί επειδή έχουν μάθει να ακολουθούν τον κανόνα με τα λόγια, είχαν μια δυσκολία στο να κάνουν τη συζήτηση με τα παιδιά. Τώρα δεν ξέρω κι εγώ πώς, αλλά ανέλαβα αυτό το κομμάτι. Έτσι εγώ εμψύχωνα τον Ήλιο που έκανε την εισαγωγή και την προετοιμασία και μετά βγήκαν τα ντενεκεδάκια.
Στις παραστάσεις δεν εμφανιστήκαμε ποτέ ως πρόσωπα. Πάντα είχαμε τα ντενεκεδάκια. Στο τέλος της παράστασης λέγαμε ότι όποιος θέλει να έρθει να δει τα ντενεκεδάκια από μέσα να έρθει. Δεν απομυθοποιήσαμε την παράσταση. Αν κάποιος έκανε ερωτήσεις του απαντούσαμε. Έγραψε επίσης ο Κώστας Γεώργουσόπουλος μια εξαιρετική κριτική το 1976 που νομίζω σε μια φράση του συμπυκνώνει το νόημα, ότι δηλαδή «η Φακίνου απομυθοποίησε τα ανθρώπινα και μυθοποίησε τα αντικείμενα». Ελπίζω να τη λέω σωστά. Ναι, ναι.
Η Ντενεκεδούπολη ταξιδεύει σε όλη την Ελλάδα έκτοτε και γίνεται αγαθό ελεύθερο, ενώ περιλαμβάνεται ποικιλοτρόπως στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Τόσα χρόνια το είχα αφήσει ελεύθερο το έργο να παίζεται στα σχολεία, στους συλλόγους που ήταν τότε στα πάνω τους. Έχουν γίνει αμέτρητες παραστάσεις, εκατοντάδες παραστάσεις. Η Ντενεκεδούπολη έχει βγει και στο σύστημα Μπράιγ όπως επίσης μου έχουν στείλει και μία εκδοχή, ανάμεσα στις πολλές παραστάσεις, με παιδιά με ειδικές ανάγκες που παίζανε από τα καροτσάκια. Στα σχολεία έκαναν διάφορες διασκευές. Είναι εξαιρετική η συνθήκη που συνδέει το παιδί με το αντικείμενο. Στα σχολεία ας πούμε, δεν έχουνε μπερντέ.
Στα σχολεία, αν και γίνεται σημαντική δουλειά, ακόμα και τώρα δεν έχουμε πάντα τις κατάλληλες υποδομές, δεν έχουμε για παράδειγμα στη διάθεσή μας οργανωμένες αίθουσες για το θέατρο και την αισθητική αγωγή. Σε κάθε περίπτωση επιστρατεύει η σχολική κοινότητα την επινοητικότητα.
Κάναμε πολλές παραστάσεις στα σχολεία. Πηγαίναμε στα σχολεία, πηγαίναμε και στην επαρχία. Κάναμε πολλές παραστάσεις σε όλη την Ελλάδα για τα παιδιά.
Η αλήθεια είναι ότι και εγώ έτσι σας γνώρισα αρχικά. Από την παράσταση της Ντενεκεδούπολης, στη μακρινή Ξάνθη.
Από την Ξάνθη; Για σκέψου, ναι, το θυμάμαι! Είχαμε πάει Καβάλα και Ξάνθη. Είχα και τον γιο μου μαζί. Αναφέρω τον γιο μου, γιατί σε αυτόν και στην ερώτησή του οφείλω την αρχή της διεργασίας και το ανέβασμα της Ντενεκεδούπολης και φυσικά και την κόρη μου, διότι έμεινα έγκυος στη διάρκεια των παραστάσεων της Ντενεκεδούπολης και μάλιστα εργαζόμουν κυριολεκτικά με «την κοιλιά ως εκεί»!
Μεγάλη η στράτευσή σας στην Ντενεκεδούπολη και η αλήθεια είναι ότι στο απόγειο της επιτυχίας, γιατί πλέον το 1982 όλοι μιλούσαν για αυτό το είδος θεάτρου, το οποίο είναι και πολύ σύνθετο και χρειάζεται και μια άλλου τύπου διαχείριση και από τους ηθοποιούς για να μπορέσει να επικοινωνήσει με τους θεατές. Εκεί στο απόγειο παίρνετε όμως μια απόφαση που ήταν έκπληξη, αν αναλογιστούμε την επιτυχία.
Εδώ, θέλω πριν να σου πω κάτι που είπε Σωτήρης Χατζάκης πρόσφατα σε μια συνέντευξή του. Ότι «στην Ντενεκεδούπολη έμαθα τι είναι ηθοποιός. Διότι δεν με έβλεπε κανείς και έπρεπε με τη φωνή μου και την κίνηση της κούκλας να οδηγήσω τα παιδιά να ταυτιστούν με κάτι που δεν μιλάει στην πραγματικότητα».
Προέρχομαι από τις γραφικές τέχνες. Έχω χρωματίσει τα 500 πρώτα Μίκυ Μάους, στις εκδόσεις Τερζόπουλος. (...) Εγώ, ήμουν και από την σχολή πολύ καλή στα χρώματα, μετριότερη στο σχέδιο. Τα χρώματα δεν τα εγκατέλειψα ποτέ.
Γενικά το κουκλοθέατρο είναι δύσκολο είδος θεάτρου για παιδιά, για εφήβους αλλά και για μεγάλους φυσικά. Δεν έχει ηλικιακό όριο. Εξάλλου έχουμε δει και παραστάσεις για ενήλικους θεατές είναι καταπληκτικές. Είναι θέατρο υψηλής κωδικοποίησης και σύνθετης τεχνικής.
Μα φυσικά! Στη Γιουγκοσλαβία τότε, στο Βελιγράδι είχαν ένα ειδικό θέατρο για παιδιά. Υπήρχε θεατρική κουλτούρα, τα παιδάκια έμπαιναν, αφήναν τα πράγματά τους έξω, καθόντουσαν. Οι θέσεις ήταν για μικρά παιδιά. Οι κουκλοπαίχτες ακολουθούσαν ποικίλες τεχνικές και όπως σου είπα έκαναν μαριονέτες με διάφορους τρόπους. Να πω και κάτι που με ξάφνιασε, όχι απλώς ευχάριστα. Με γαλήνεψε θα έλεγα. Ο Γιούρι Τρίγκα ήταν μια προσωπικότητα στο κουκλοθέατρο και όταν ήρθε στην Ελλάδα και κατέβηκε από το αεροπλάνο, τον ρώτησαν τι θα ήθελε να δει. Απάντησε «Καραγκιόζη και Ντενεκεδούπολη». Τώρα, ας απαντήσω και στο γιατί σταμάτησε.
Κι επειδή πιστεύω ότι όταν απευθυνόμαστε σε παιδιά πρέπει να έχουμε ευφρόσυνη διάθεση, εκείνη την εποχή που πήρα την απόφαση να σταματήσω, δεν την είχα. Ο κύκλος της Ντενεκεδούπολης έκλεισε για μένα εκεί. Και προχώρησα σε άλλα.
Αλήθεια γιατί άραγε; Για όλους μας ήταν ξαφνικό. Για εμάς τα παιδιά τότε, τους ενήλικες, τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς. Εντάξει, ίσως μπορεί να μην μπορούσαμε να καταλάβουμε αυτό το stop, αλλά στην πορεία βλέποντας τις μαγνητοσκοπημένες παραστάσεις και στη συνέχεια και σαν εκπαιδευτικοί, όσοι έχουμε εμπλακεί με την διαδικασία, έχουμε παίξει την Ντενεκεδούπολη και τη νοσταλγούμε. Συνήθως δε, όταν κάτι πάει καλά επαγγελματικά, καλλιτεχνικά, θέλουμε να το συνεχίσουμε λίγο ακόμα.
Η Ντενεκεδούπολη να αναφέρω ότι διδάσκεται και στο Πανεπιστήμιο, στις σχολές των Νηπιαγωγών, στα Τμήματα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία. Αν ήμουν μια σκληρή επαγγελματίας, επειδή μάλιστα το νεανικό κοινό, το παιδικό κοινό, ανανεώνεται κάθε πέντε χρόνια, θα μπορούσα να το κάνω εσαεί. Όμως η ζωή φέρνει ανατροπές. Κι επειδή πιστεύω ότι όταν απευθυνόμαστε σε παιδιά πρέπει να έχουμε ευφρόσυνη διάθεση, εκείνη την εποχή που πήρα την απόφαση να σταματήσω, δεν την είχα. Ο κύκλος της Ντενεκεδούπολης έκλεισε για μένα εκεί. Και προχώρησα σε άλλα. Το ‘82 ήταν η τελευταία παράσταση νομίζω, και το ‘83 έβγαλα την «Αστραδενή». Είχα περάσει αλλού. Μέχρι το ‘90 είχα βγάλει κι άλλα παιδικά βιβλία. Πλέον σε κάθε επέτειο του Πολυτεχνείου τα σχολεία παίζουν Ντενεκεδούπολη, ενώ στην 25η Μαρτίου παίζουν τα Ελληνάκια.
Η «Ντενεκεδούπολη» κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1977 και έκτοτε επανεκδίδεται σταθερά. Προτείνεται για παιδιά από 3 ετών. |
Τα Ελληνάκια είναι επίσης πολύ αγαπημένο ανάγνωσμα για τα παιδιά, συχνότατα αποτελούν ένα από τα θέματα που διαχειριζόμαστε στη θεατρική αγωγή. Είναι και πολύ σημαντικό το ότι μέσα στην ιστορία σας αυτή εντάσσετε την παραδοσιακή τέχνη, το εργόχειρο, τη λαϊκή γλυπτική.
Ναι, περιλαμβάνονται λιθόγλυπτα, ξυλόγλυπτα, υφαντά…
«Τα Ελληνάκια» πρωτοκυκλοφόρησαν το 1980. Είναι ένα παραμύθι εμπνευσμένο από τα κεντήματα, τα λιθόγλυπτα και τα υφαντά της ελληνικής λαϊκής τέχνης. |
Παίζει ρόλο το γεγονός ότι είσαστε γραφίστρια;
Προέρχομαι από τις γραφικές τέχνες. Έχω χρωματίσει τα 500 πρώτα Μίκυ Μάους στις εκδόσεις Τερζόπουλος. Εκείνη την εποχή μας έστελναν από την Ιταλία τις φωτοκόπιες και εμείς έπρεπε να βάζουμε τα χρώματα. Εγώ ήμουν και από την σχολή πολύ καλή στα χρώματα, μετριότερη στο σχέδιο. Τα χρώματα δεν τα εγκατέλειψα ποτέ. Ποτέ. Ακόμα και την εποχή που έγραφα μυθιστορήματα. Είχα πάρει το στοκ από ένα μαγαζί που έκλεινε και άρχισα να φτιάχνω κεντήματα που ακολουθούν την μέθοδο του αργαλειού. Αυτό κάνω και τώρα ακόμα. Η συγγραφή είναι αυτή που ανανεώνει και τον συγγραφέα και τον αναγνώστη. Είναι πάντοτε μια επανερμηνεία των ανθρώπων και των καταστάσεων.
Υπήρξε πίεση να συνεχίσετε να γράφετε για την Ντενεκεδούπολη;
Όχι, όχι. Όποιος ήθελε από σχολεία ή από την επαρχία και οπουδήποτε να ανεβάσει την Ντενεκεδούπολη, εφόσον ήταν χωρίς εισιτήριο, έφτιαχνε τη δική του Ντενεκεδούπολη. Έχω δει εξαιρετικές παραστάσεις, παρά τρίχα επαγγελματικές. Αυτό που ήθελα ήταν να «φύγει» η Ντενεκεδούπολη, να διαχυθεί, να μην έχει ανάγκη εμένα. Να μπορούν να κάνουν οι επόμενοι τα δικά τους ντενεκεδάκια, έστω και αν ήταν με τον δικό τους τρόπο. Να συμπληρώσω ότι τα παιδιά δεν χρειάζονται καν μπερντέ όταν κρατάει ο ένας τη Μηλίτσα και ο άλλος τον Σαρδέλα. Δεν βλέπουν το συμμαθητή τους, αλλά μιλάνε τα ντενεκεδάκια μεταξύ τους.
Είπατε κι εσείς ότι μέσα από την Ντενεκεδούπολη ή μάλλον η ίδια η Ντενεκεδούπολη ήταν ένας τρόπος να γίνουν διαχειρίσιμες ορισμένες καταστάσεις, πολιτικές για παράδειγμα, και να υπάρξει επικοινωνία με τα παιδιά. Γενικά όμως, πέραν του θέματος της χούντας, υπάρχουν και άλλοι πυρήνες προβληματισμού στα έργα, όπως η μετανάστευση, ο δανεισμός, η έννοια της ελευθερίας, της δημοκρατίας.
Το περιβάλλον, η αλληλεγγύη…
Τώρα που τα παιδιά έχουν τόσο ισχυρά ερεθίσματα από το διαδίκτυο, όπου τα κοινωνικά τους δίκτυα είναι ουσιαστικά ανύπαρκτα, τώρα που υπάρχει ένα έλλειμμα κοινωνικών δεξιοτήτων εντέλει, ώς μπορεί να «μιλήσει» η Ντενεκεδούπολη στα παιδιά του σήμερα;
Η Ντενεκεδούπολη απευθύνεται κυρίως σε παιδιά από τεσσάρων ως επτά, οκτώ ετών. Και τότε που ξεκίνησε ήταν στο φόρτε τους τα «μπλιμπλίκια» που λέμε, είχε έλθει η μόδα των ηλεκτρονικών. Όλοι έλεγαν «μα αφού τώρα τα παιδιά έχουν νέες ασχολίες, πώς θα συγκινηθούν»; Πιστεύω ακόμα, ότι όταν τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με πρωτογενή υλικά, απελευθερώνεται η φαντασία τους. Ένα απλό παράδειγμα είναι ότι όταν βρεθούν στη θάλασσα με την άμμο, αρχίζουν και κάνουν αυτά που κάναμε και εμείς πριν τόσα χρόνια. Έχω δει παιδάκια επίσης που στη μοναξιά τους κάνουν συζητήσεις με αντικείμενα. Ακόμη και όταν παίζουν με τα παιχνίδια, δημιουργούν μια ιστορία. Δε μιλάω για τα ηλεκτρονικά. Μιλάω για τα κλασικά παιχνίδια. Βέβαια θέλω εδώ να πω κάτι. Τα παιδιά παίζουν, εφόσον και οι γονείς τα βοηθούν και δεν τα ξεφορτώνονται με ένα τάμπλετ στο χέρι.
Ας πάμε λίγο τώρα στους χαρακτήρες και στη μορφολογία των προσώπων της Ντενεκεδούπολης: Λαδένιος, Βουτυρένιος, Μηλίτσα, Σαρδέλας, ο Σοφός, ο ΟΚ Μπαμ-Μπαμ και ο Μελένιος φυσικά. Υπάρχει κάποιος από τους ήρωες με τον οποίο νιώθετε πιο κοντά; Υπήρχε κάποια σημειολογία πίσω από τις ονομασίες των χαρακτήρων αλλά και την επιλογή των συσκευασιών που λειτούργησαν ως κατασκευαστική ύλη;
Ναι, βεβαίως υπήρχε. Ο Σαρδέλας ήταν ένα κουτί μεγάλο που τότε έβαζαν στα σουπερμάρκετ μαρμελάδες και τις έδιναν χύμα. Δεν υπάρχουν αυτά σήμερα. Του είχα ανοίξει με το ανοιχτήρι το καπάκι και είχα σηκώσει έτσι λίγο αγριεμένο το καπέλο του. Του είχα βάλει μουστάκι. Ήτανε ο μάγκας, ο άντρας της ιστορίας, αυτός που «καθάριζε» δηλαδή για όλους. Η Μηλίτσα ήταν μία έξυπνη κοπέλα, ένα έξυπνο κορίτσι, πολύ δυναμικό ˙ υπήρχε μια ισότητα με τον Σαρδέλα. Ο Βουτυρένιος τώρα: Εκείνα τα χρόνια το ζαμπόν, το είχαν σε κάτι κουτιά με οβάλ σχήμα και το έκοβαν μετά. Πήγα, βρήκα αυτό και επειδή μου άρεσε, ήθελα αυτό το σχήμα για τον Βουτυρένιο, γιατί σαν χαρακτήρας είναι λίγο νωθρός, λίγο εξαρτάται από τους άλλους, αλλά είναι καλό παιδί.
Ο Σοφός ήταν από κουτί του Νεσκαφέ «γιατί αυτό μας κρατάει», όπως έλεγαν στη διαφήμιση. Είχε και λίγα γένια, αφού ήταν σοφός. Ο Οκέι Μπαμ-Μπάμ… μιλάμε τώρα για το ‘74, έτσι; Ήταν δύο κουτιά από κόκα κόλα… και σε εμάς τότε ο αντιαμερικανισμός ήταν έντονος. Ο χαρακτήρας ήταν λίγο, πώς να το πω. Λίγο «απέξω», λίγο «μέσα».
Το εξώφυλλο του δίσκου με τα τραγούδια της Ντενεκεδούπολης. |
Λίγο αντισυστημικός μήπως, λίγο επαναστάτης;
Όχι, όχι αντιθέτως. Ήταν ο πιο συντηρητικός θα έλεγα.
Παρόλη την όψη, ας πούμε, παρόλη τη χρήση της κόκα κόλας, που ήταν ένα νεωτερικό αναψυκτικό;
Ήταν ο «Αμερικάνος». Έλεγε ένα χαρακτηριστικό τραγούδι και επαναλάμβανε συνέχεια τη φράση «οκ, μπαμ μπαμ». Ή λέμε οκ και είμαστε πάντα σύμφωνοι. Ή αλλιώς μπαμ μπαμ.
Ο Μελένιος;
Δεν ξέρω πώς έρχονται τα πράγματα. Κάποια στιγμή έρχεται κάτι, μια ιδέα σου σφηνώνεται και μετά την προχωρείς. Ήταν ωραία παράσταση. Ο Μελένιος πραγματικά άρεσε στα παιδιά. Η φυσιογνωμία του Μελένιου άρεσε πολύ. Το ταξίδι ενηλικίωσης που κάνει. Φεύγει από τα σίγουρα, από την αποθήκη, εκεί που ζούνε όλοι στατικοί και αυτός περνάει διάφορες δοκιμασίες μέχρι να φτάσει στην Ντενεκεδούπολη που είναι η «Ιθάκη» του, το όνειρο του, γιατί εκεί μένουν ελεύθερα τα ντενεκεδάκια και έχουν κάνει μια δική τους πόλη.
«Η Αστραδενή» δεν απευθύνεται σε παιδιά. Εγώ το έγραψα για ενηλίκους παρόλα αυτά, διότι όπως και το «Ένα παιδί μετράει τα άστρα» του Μενέλαου Λουντέμη, ή «Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ», επειδή έχουν ήρωες παιδιά, δεν σημαίνει ότι είναι παιδικά.
Τα παιδιά, το είπαμε και λίγο πριν, που αποτέλεσαν το πρώτο κοινό των ηρώων της Ντενεκεδούπολης σταδιακά μεγαλώνουν, εισέρχονται στον κόσμο των ενηλίκων, παράλληλα και με την δική σας απόφαση πια, να εστιάσετε συγγραφικά στον ενήλικο κόσμο, στους ενήλικες αναγνώστες.
Δεν έγινε έτσι. Οι καλλιτέχνες, πώς να το πω πιο γενικά… ορισμένοι άνθρωποι είναι δέκτες πολλών ερεθισμάτων. Δεν είχα καν σκοπό να γράψω την Αστραδενή, αλλά μου είχαν κάνει εντύπωση κάποια πράγματα. Η μαμά μου ήταν από τη Σύμη και το σπίτι μας ήταν ένα σπίτι διερχομένων Συμιακών που έρχονταν για νοσοκομεία, για στρατιωτικό, για σπουδές. Περνούσαν όλοι από τη μαμά μου που ήταν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα. Μια μέρα λοιπόν χάζευα από το δεύτερο όροφο που έμενε η μαμά μου προς τα κάτω, στον ακάλυπτο. Εκεί σε εκείνον τον ακάλυπτο, ανάμεσα σε τέσσερις πολυκατοικίες, δηλαδή δύο επί πέντε επί τέσσερα, υπήρχε ένα κοριτσάκι που είχε έρθει με την οικογένειά του από τη Σύμη και έμενε στο υπόγειο. Είχε λοιπόν μια σκούπα στο χέρι, από αυτές με το ξύλινο κοντάρι, σκούπιζε καλά καλά. Είχε βγει και μια άγρια συκιά, όπως βγαίνουν στις παρυφές του πλακόστρωτου. Της λέω λοιπόν -δεν την έλεγαν Αστραδενή- της λέω, «τι κάνεις εκεί;» Και μου απάντησε: «Περνάω τον καιρό μου». Άρχισα να σκέφτομαι λοιπόν ότι αυτό το παιδί, το οποίο στη Σύμη, που είναι κι ένας πανέμορφος τόπος, ηλιόλουστος, ήταν ελεύθερο να πηγαίνει από το γιαλό στο χωριό, να βλέπει τις φίλες της και μετά από όλα αυτά, βρέθηκε ξαφνικά σε ένα υπόγειο της Κυψέλης. Αντιμετώπισε, ας μην το πούμε ρατσισμό, αλλά αντιδράσεις από τις συμμαθήτριες και τους συμμαθητές της, γιατί είχε μια προφορά, τη νησιώτικη του τόπου, γιατί μιλούσαν βαριά στη Σύμη, σχεδόν σαν τους Κύπριους.
Αποφάσισα ότι αυτό ήταν ένα θέμα της εσωτερικής μετανάστευσης. Και έκατσα και το έγραψα. Πώς ανοίγεις τη βρύση και τρέχει το νερό; Έτσι κατευθείαν, απνευστί. Σχεδόν στη μέση του βιβλίου κατάλαβα ότι κάτι μου έλειπε. Δεν ξέρω τι ήταν. Τα παιδιά μου ήταν μικρά. Έτσι τα άφησα στη μάνα μου και πήγα για 4-5 μέρες στη Σύμη, την οποία είχα επισκεφθεί άπειρες φορές. Εκεί κατάλαβα πάρα πολλά πράγματα που με βοήθησαν στο «μετά», διότι τα παρατηρούσα πια εστιασμένα στον κόσμο της Αστραδενής. «Η Αστραδενή» δεν απευθύνεται σε παιδιά. Εγώ το έγραψα για ενηλίκους παρόλα αυτά, διότι όπως και το «Ένα παιδί μετράει τα άστρα» του Μενέλαου Λουντέμη, ή «Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ», επειδή έχουν ήρωες παιδιά, δεν σημαίνει ότι είναι παιδικά.
Άρα μετά το τέλος υπάρχει συνέχεια. Υπάρχει ένα ανοικτό τέλος. Αυτή είναι η αδυναμία μου. Τα ανοιχτά τέλη.
Ενδεχομένως τα παιδιά πια μπορούν να το διαβάσουν, αλλά σε μια ηλικία εφηβική.
Μάλιστα την εποχή που κυκλοφόρησε το βιβλίο υπάρχει η αίσθηση ότι μετά από τη χαρούμενη θεατρικότητα της Ντενεκεδούπολης, έρχεται η Αστραδενή και έχει αυτό το τέλος, το οποίο είναι σκληρό, αλλά και ένα μη τέλος συγχρόνως.
Τώρα αποσπάσματα της Αστραδενής βρίσκονται σε βιβλία του Δημοτικού και του Γυμνασίου. Εκείνη την εποχή όμως το τέλος του βιβλίου είχε σηκώσει «σκόνη». Υπάρχει η απάντηση στο τέλος. Διότι ποιος αφηγείται την ιστορία; Η Αστραδενή σε πρώτο πρόσωπο. Άρα μετά το τέλος υπάρχει συνέχεια. Υπάρχει ένα ανοικτό τέλος. Αυτή είναι η αδυναμία μου. Τα ανοιχτά τέλη.
Στη μακρά συγγραφική σας πορεία έκτοτε, οι χαρακτήρες, στα μυθιστορήματά σας δοκιμάζονται. Προσωπικά διλήμματα, αποφάσεις, επιλογές, ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Έχουμε θέματα που αφορούν την ιστορική μνήμη και την πρόσληψή της. Η διακειμενικότητα ως ύφος γραφής είναι πάρα πολύ έντονη, και μπορούμε να την κατανοήσουμε ότι έχει δουλευτεί πολύ.
Το πιο αγαπημένο μου βιβλίο από τα βιβλία μου είναι Το τρένο των νεφών. Διότι εκεί η διακειμενικότητα έχει φτάσει σε ακραίο σημείο. Έχω πάρει αποσπάσματα από 27, κυρίως Λατινοαμερικάνους συγγραφείς, τα οποία έχω εντάξει, δηλαδή για μένα ήταν η πρόκληση να μην διαφέρει το δικό μου κείμενο από το κείμενο που είχα αποσπάσει και είχα βάλει εκεί. Και ως μύθος ήταν προχωρημένος. Νομίζω ήταν ένα βιβλίο που είχε ξαφνιάσει λίγο το κοινό. Όχι τους κριτικούς. Από πού κι ως πού, ας πούμε, εγώ που έγραφα πάντα για την Ελλάδα, να βρεθώ στη Λατινική Αμερική; Αλλά μοιάζουν τελικά τόσο πολύ οι λαοί μας.
Ο συγγραφέας δεν έχει υπογράψει συμβόλαιο, ως προς τη θεματολογία ή το ύφος.
Ακριβώς. Όταν το παράθυρο είναι ανοιχτό μπορεί να μπει μέσα οτιδήποτε.
Και τι γίνεται με τη φόρμα, το θέμα, το ύφος;
Ανάλογα λοιπόν με το θέμα. Το έβδομο ρούχο είναι κατά κάποιον τρόπο τρεις μονόλογοι, τριών γυναικών διαφορετικής ηλικίας. Ίσως είναι λάθος να το πούμε κυριολεκτικά μονόλογοι, αλλά ας χρησιμοποιήσουμε τον όρο. Είναι τρεις διαφορετικές γενιές και προσπαθούν να διαχειριστούν, η καθεμιά από την ηλικία της και το τι έχει εισπράξει, στην πραγματικότητα την ελληνική ιστορία. Δηλαδή από τη Μικρά Ασία και μετά και με στοιχεία μυθολογίας μέσα. Διότι να σημειώσω ότι έχω σπουδάσει και έχω εργαστεί ως ξεναγός.
Ως ξεναγός υπάρχουν εμπειρίες και ερεθίσματα που τελικά εντάσσετε στα βιβλία σας.
Ναι, για παράδειγμα και στην Αστραδενή υπάρχει η επίσκεψη στο μουσείο. Χρωστάω ευγνωμοσύνη. Στην αρχή ξεκίνησα για να βγάζω τα χρήματα, να πληρώνω τη Σχολή Δοξιάδη, τις σπουδές μου στις γραφικές τέχνες, αλλά με συνεπήρε, με όλα αυτά τα ταξίδια που κάναμε. Ξαφνικά είχα ένα άλλο τομέα τρελού ενδιαφέροντος. Ξέφευγα πάρα πολύ από αυτά που μας έβαζαν και διάβαζα πολύ. Έχω τέτοιες τρέλες. Έχω αδυναμία στα νεολιθικά της Ελλάδας. Το εξώφυλλο της Αστραδενής είναι ένα βότσαλο από το Μουσείο του Βόλου. Λατρεύω αυτήν την εποχή, διότι εκεί έγινε το μεγάλο άλμα. Στον 5ο αιώνα π.Χ. ας πούμε ήταν φυσιολογικό, αλλά τότε στη νεολιθική εποχή ήταν δημιουργία. Δεν είναι ότι δεν εκτιμώ τα έργα του 5ου αιώνα, αλλά είναι η φυσική εξέλιξη.
Θεωρώ τον αναγνώστη συν-συγγραφέα, διότι φαντάζεται τους ήρωες που μπορεί να μην είναι ίδιοι στην όψη με αυτούς που έχω εγώ στο μυαλό μου. Πολλές φορές προοικονομούν μια άλλη εξέλιξη.
Μια που μιλάμε για δημιουργικές τομές, πολιτισμικές συνέχειες και ασυνέχειες: Ο κόσμος των ενηλίκων, καθώς ασχοληθήκατε τόσο πολύ, είναι άραγε ένα σκοτεινό παραμύθι; Ο κόσμος των παιδιών τι είναι; Τι είναι όλη αυτή η «σκοτεινιά»; Πώς μπορούμε να τη διαχειριστούμε είτε στο έργο τέχνης ως δημιουργοί είτε ως θεατές;
Με τα παιδιά, δεν επιτρέπεται να είμαστε σκοτεινοί. Πρέπει να τους δίνουμε πάντα ελπίδα και όραμα. Στους μεγάλους μπορούμε να πούμε οτιδήποτε. Σε ένα βιβλίο μου, που βραβεύτηκε μάλιστα, το «Μια μικρή καλοκαιρινή ιστορία», το οποίο απευθύνεται σε παιδιά 10-12 χρονών, το θέμα έχει να κάνει με το θάνατο του παππού. Επειδή είναι μια ηλικία που μπορεί να χάσει ένα παιδί, τον παππού του, τη γιαγιά του, εκεί γίνεται ένα παιχνίδι αισιόδοξο πάλι για το πώς μέσα από τις αναμνήσεις της ζωής που έχουν περάσει με τον παππού και τη γιαγιά, μπορούν να ξεπεράσουν αυτό το τραύμα. Αλλά δεν είναι καθόλου μελαγχολικό και μαύρο. Αντιθέτως.
Επομένως δεν την κρύβουμε την αλήθεια, αλλά δίνουμε την ελπίδα.
Βεβαίως, ναι.
Η Ελευθερία Ράπτου με την Ευγενία Φακίνου, την ημέρα της συνέντευξης στο σπίτι της συγγραφέως. Αθήνα, Οκτώβριος, 2024. |
Ας πάμε πάλι στο θέμα της διαχείρισης του τέλους σε μια ιστορία. Στα βιβλία σας γενικώς το τέλος είναι ανοικτού τύπου. Αυτό μήπως είναι και μια πρόκληση στον αναγνώστη να αναλάβει τις ευθύνες του απέναντι στο ανάγνωσμα; Τι τέλος προτιμά ο υποψήφιος αναγνώστης;
Χρησιμοποιώ μια λέξη που δεν υπάρχει. Θεωρώ τον αναγνώστη συν-συγγραφέα, διότι φαντάζεται τους ήρωες που μπορεί να μην είναι ίδιοι στην όψη με αυτούς που έχω εγώ στο μυαλό μου. Πολλές φορές προοικονομούν μια άλλη εξέλιξη. Αν έβαζα για παράδειγμα στην Αστραδενή ένα αίσιο τέλος, δεν θα μίλαγε ποτέ κανένας για αυτό. Αυτό το «τέλος» που σήκωσε σκόνη, ανάγκασε τον κόσμο να σκεφτεί πάνω στα ανοιχτά τέλη. Αναγκάζεις τον αναγνώστη να σκεφτεί. Δηλαδή σου δίνω εγώ αυτό; Σκέψου και εσύ παρακάτω. Στη Μεγάλη Πράσινη πάλι, η ηρωίδα περπατάει στη θάλασσα. Εγώ φανταζόμουν ότι είναι ένα σκοτεινό τέλος. Μέχρι που μου είπε, νομίζω πάλι, ο Γεωργουσόπουλος ότι «Ευγενία είναι αισιόδοξο το τέλος, διότι κατέβηκε στη Νέκυια και ξαναγύρισε».
«Η Μεγάλη Πράσινη» είναι μια πολύ συγκινητική ιστορία, γιατί έχει ακριβώς αυτό το φορτίο των ονείρων και των επιθυμιών και της διαρκούς διερώτησης: «Τι θα γινόταν αν επέλεγα κάτι διαφορετικό»; Αυτό με βάζει σε πειρασμό, αλλά δεν θα τη ρωτήσω τώρα την ερώτηση γιατί την κρατούσα για το τέλος, για τη Μεγάλη Πράσινη. Επομένως κάνουμε και λίγα άλματα, αλλά δεν πειράζει ελπίζω.
Μα δεν πειράζει, έτσι είναι η συζήτηση.
Η συγγραφική ανάγκη λοιπόν εκφράζεται σε κάθε χρονική στιγμή με έναν διαφορετικό τρόπο. Και εσείς είπατε ότι η συγγραφή είναι ένα παράθυρο ανοιχτό και ο συγγραφέας έχει τις κεραίες του ανοιχτές.
Όχι πάντα.
Όχι πάντα. Αλλά όταν τις έχει όμως ανοικτές, λαμβάνει τα ερεθίσματα;
Ο φίλος μου Παύλος Μάτεσις έλεγε, «το θέμα με επισκέφθηκε».
Σε αυτή τη φάση, με τα ερεθίσματα που λαμβάνετε, γιατί ένας άνθρωπος που είναι συνέχεια στη διαδικασία της συγγραφής, εντός της καλλιτεχνικής διαδικασίας, τελικά διατηρεί τις κεραίες του ανοιχτές, αν σας ρωτούσαν γιατί δεν γράφετε για το θέατρο, τι θα απαντούσατε; Και τι θέατρο θα ήταν αυτό; Ενηλίκων, παιδιών, νέων; Δράμα, κωμωδία;
Ακόμη και στο Facebook γράφω ολιγόλογες απαντήσεις. Πέρασα ένα έμφραγμα, λίγο αφότου κυκλοφόρησε το βιβλίο, τα Γράμματα στη Χιονάτη. Είναι ένα βιβλίο που το αγαπώ πολύ. Μετά το έμφραγμα πέρασα και τρία μικρά εγκεφαλικά. Ήταν μια δοκιμασία ψυχική κυρίως και οργανική βεβαίως. Ζω με την προϋπόθεση να είμαι ήρεμη. Τότε απέδωσα την περιπέτεια της υγείας μου, στο ότι ήταν πολύ δύσκολη η Χιονάτη, τα «Γράμματα στη Χιονάτη», γιατί έχει και το πώς δηλαδή κανείς μπορεί να διαχειριστεί, που δεν μπορεί να διαχειριστεί, το τέλος του. Απέδωσα την οργανική περιπέτεια στην υπερένταση. Γιατί εγώ, αντίθετα από άλλους συγγραφείς που ελέγχουν τη γραφή τους, εμένα με ελέγχει. Σηκωνόμουν δυόμισι ώρα τη νύχτα και έγραφα μέχρι τις έξι, εφτά το πρωί. Μάλλον τυραννούσα τον εαυτό μου. Γλίτωσα, αλλά μου έμεινε ένας μεγάλος φόβος που δεν μπορούσα καν να τον διαχειριστώ. Έτσι είπα: Τελείωσα με τα γράμματα. Ξαναγυρνάω στα χρώματα.
Κι αυτό όμως είναι μια γραφή, ένας άλλος τρόπος ίσως, μια άλλη γλώσσα, αλλά γραφή εντέλει.
Με ηρεμεί όμως, με ηρεμεί πάρα πολύ. Αν δεν κεντήσω το πρωί δυο τρεις ώρες, κάτι μου λείπει.
Είναι μια μορφή διαλογισμού το κέντημα.
Ο κόσμος χρειάζεται να επιστρέψει στις χειρωνακτικές εργασίες. Στα νιάτα μου ήμουν ανεπίδεκτη και στο πλέξιμο και στο κέντημα. Με απωθούσαν πολύ. Άρχισα να πλέκω τα παιδικά των παιδιών μου γιατί ήταν πανάκριβα τα έξω και μπορούσα να φτιάξω εύκολα. Και τότε ανακάλυψα ότι ήμουν αριστερόχειρας στο πλέξιμο!
Η αμφιδέξια ικανότητα, ίσως δείχνει και αυτή την ματιά που κοιτάζει τον κόσμο από μια άλλη κατεύθυνση, μια άλλη οπτική, που χρειάζεται να έχει ένας συγγραφέας;
Ε, με αυτό γεννιέσαι. Από κει κι ύστερα το αν θα γίνεις κάτι οφείλεται σε μελέτη. Οφείλεται σε πολλά. Ας πάρουμε ένα παιδικό βιβλίο. Δεν μπορεί κάθε γιαγιά ή κάθε θεία να γράψει ένα παιδικό βιβλίο. Πρέπει να ξέρεις σε ποια ηλικία απευθύνεσαι, τι λεξιλόγιο έχει αυτή η ηλικία, τι μπορεί να προσλάβει το παιδί. Για όλα μπορείς να μιλήσεις, αλλά πρέπει να βρεις τον τρόπο. Στο μυθιστόρημα πάλι είσαι ελεύθερος. Μπορείς να πεις τα πάντα.
Για πολλά χρόνια δεν είχα δώσει την Ντενεκεδούπολη για επαγγελματική, για εμπορική παράσταση. Είναι ανοιχτή δικαιωμάτων όταν παίζουν την Ντενεκεδούπολη χωρίς εισιτήριο. Εκεί που μπαίνει εισιτήριο το θεωρώ εμπορικό. Λοιπόν, όσοι μου ζητούσαν έλεγα όχι όλα αυτά τα χρόνια.
Ας επανέλθουμε τώρα, γιατί κάνουμε έναν κύκλο και γυρίζουμε στην Ντενεκεδούπολη που μπαίνει φέτος δυναμικά στον θεατρικό χάρτη. Η «Ντενεκεδούπολη ξανά-Το μεγάλο ταξίδι του Μελένιου», ανεβαίνει στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, από την ομάδα Μικρός Νότος και σε σκηνοθεσία της Χρύσας Διαμαντοπούλου. Πώς προέκυψε η συνεργασία; Τα ντενεκεδάκια θα έχουν τον πρώτο λόγο;
Για πολλά χρόνια δεν είχα δώσει την Ντενεκεδούπολη για επαγγελματική, για εμπορική παράσταση. Είναι ανοιχτή δικαιωμάτων όταν παίζουν την Ντενεκεδούπολη χωρίς εισιτήριο. Εκεί που μπαίνει εισιτήριο το θεωρώ εμπορικό. Λοιπόν, όσοι μου ζητούσαν έλεγα όχι όλα αυτά τα χρόνια. Η Χρύσα με πήρε την άνοιξη, νομίζω, ή αρχές του καλοκαιριού. Αρχικά είπα είπα όχι, δεν το δίνω. Μετά κάτι στον ήχο της φωνής της, στην ευπρέπεια που είχε, στην ευγένεια με έκανε να πεισθώ. Επίσης και στο ότι η ομάδα Μικρός Νότος που την ήξερα είναι ένας «μικρός Νότος», δεν απευθύνεται σε ένα τεράστιο κοινό. Της είπα εντάξει. Δεν έχω δει πρόβα. Ποτέ δεν πηγαίνω στις πρόβες όταν δίνω τα έργα μου. «Το έβδομο ρούχο» είναι μια εξαίρεση, γιατί ο Δημήτρης Μαυρίκιος με ήθελε εκεί συνέχεια. Ήμαστε και φίλοι από πολύ μικροί. Συμιακός και Αιγυπτιώτης κι αυτός στην καταγωγή. Ήθελε να του πω όταν έκανε την αλλαγή αν συμφωνούσα. Συμφωνούσα πάντα. Όταν έδωσα «Το τρένο των νεφών» στο Τρένο στο Ρουφ, (σε σκηνοθεσία Tατιάνας Λύγαρη) πήγα και είδα την πρεμιέρα. Στην Αγγελική Αντωνίου που έκανε την ταινία «Πράσινη Θάλασσα» δεν ήξερα τίποτα μέχρι που βγήκε. Δεν θέλω να ανακατεύομαι, διότι η δική μου παρουσία, να το πω έτσι, έχει καταγραφεί. Αυτό που κάνουν οι άλλοι είναι η δική τους παρουσία. Δεν ξέρω. Δηλαδή ξέρω ότι έχουν κάνει μια διασκευή, έχω ρίξει μια ματιά. Δεν έχω παρέμβει. Στη νέα παράσταση της Ντενεκεδούπολης, τα ντενεκεδάκια είναι της ομάδας. Δεν είναι τα παλιά ντενεκεδάκια.
Αυτή τη στιγμή είναι μια τεράστια εκκρεμότητα. Αυτή τη στιγμή είναι (σ.σ. τα ντενεκεδάκια) στο πατάρι μου. Και το τι θα γίνουν δεν ξέρω. Υπάρχει άραγε το Θεατρικό Μουσείο; Αν κάποιο άλλο μουσείο ενδιαφερόταν, ευχαρίστως θα τα έδινα.
Αυτά νομίζω έχουν παραχωρηθεί στο Θεατρικό Μουσείο, έτσι δεν είναι;
Αυτή τη στιγμή είναι μια τεράστια εκκρεμότητα. Αυτή τη στιγμή είναι (σ.σ. τα ντενεκεδάκια) στο πατάρι μου. Και το τι θα γίνουν δεν ξέρω. Υπάρχει άραγε το Θεατρικό Μουσείο; Αν κάποιο άλλο μουσείο ενδιαφερόταν, ευχαρίστως θα τα έδινα.
Να πούμε κάτι τελευταίο; Τολμώ, μια ερώτηση εμπνευσμένη από τη «Μεγάλη Πράσινη», που είναι ένα κλασικό βιβλίο πλέον και που έχει να κάνει με τα όνειρά μας. Εσείς νιώθετε ότι πραγματοποιήσατε αυτά που ονειρευτήκατε; Τι θα θέλατε από εδώ και πέρα να γίνει;
Θα ήμουν αγνώμων αν έλεγα ότι αυτά που με τρέλα και τόλμη θέλησα να κάνω, δεν τα έκανα. Όταν ανέφερα την Ντενεκεδούπολη, ο πατέρας μου, μου είπε: «Παιδί μου, είσαι τρελή; Θα βγεις με το όνομά σου; Θα γίνεις ρεζίλι. Πού έχουν ξαναβγεί ντενεκέδες στο θέατρο;» Είχα τη συμπαράσταση του Μιχάλη. Ο Μιχάλης ήταν πάντα συμπαραστάτης και στην τρέλα και στο όνειρο. Του οφείλω πάρα πολλά. Διότι ποτέ δεν με σταμάτησε. Πάντα με ωθούσε. Είμαστε διαφορετικοί συγγραφείς. Εγώ εξαρτώμαι από τον Μιχάλη. Δηλαδή όταν έγραφα ένα βιβλίο, του το διάβαζα στο τέλος και είχα την άποψη του. Είμαστε πολύ αυστηροί και με την κόρη μου Μαρία, που επίσης ακολουθεί τη συγγραφή. Είμαστε αυστηροί κριτές. Πάρα πολύ. Διότι αν δεν στο πει ο δικός σου άνθρωπος, δεν θα στο πει κανένας άλλος. Είμαστε διαφορετικοί συγγραφείς. Υπήρξαν βιβλία που του άρεσαν πάρα πολύ. Υπήρχαν και βιβλία που δεν άρεσαν στον Μιχάλη τόσο πολύ. Αλλά εγώ έκανα το δικό μου. Εκείνος είναι αυτάρκης, Ολύμπιος! Γράφει και η επιθυμία του είναι να δω το βιβλίο ως αντικείμενο, τελειωμένο.
Τι θέλετε από εδώ και πέρα, ποιο είναι το επόμενο όνειρο;
Τι θέλω τώρα; Το όνειρό μου λοιπόν… Το όνειρο του ανήσυχου πνεύματος είναι η ηρεμία.
*Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΡΑΠΤΟΥ είναι θεατρολόγος-εκπαιδευτικός, κριτικός θεάτρου και βιβλίου.