![GEWRGOSTATHI ELENH](/images/018-2024/012-DEKEMVRIOS/GEWRGOSTATHI-ELENH.jpg)
Πέντε λεπτά με την Ελένη Γεωργοστάθη, με αφορμή το βιβλίο της «Τι τρέχει στο Ράδιο Ξεφτέρι;» (εκδ. Ψυχογιός)
Επιμέλεια: Ελένη Κορόβηλα
Με όχημα τη σύλληψη «Τι τρέχει …;» οι ήρωές σας (η Ζωή, η Μάγδα, ο Μάνος) εντοπίζουν μυστήρια και προσπαθούν να τα λύσουν. Ποιο είναι το στίγμα των δικών σας ιστοριών μυστηρίου;
Όταν ήμουν παιδί, αγαπούσα ιδιαίτερα τις σειρές μυστηρίου. Παράλληλα, με ενθουσίαζαν οι αστείες ιστορίες. Πολλά χρόνια μετά, όταν αισθάνθηκα την ανάγκη να γράψω τα δικά μου βιβλία μυστηρίου, θέλησα να παντρέψω τη δράση με το χιούμορ. Αλλά και να δώσω μια κοινωνική διάσταση στις υποθέσεις με τις οποίες καταπιάνονταν οι ήρωές μου. Η διαφθορά στην πολιτική, η καταπάτηση προστατευόμενων περιοχών, η ξενοφοβία, η αντικειμενικότητα των ΜΜΕ είναι κάποια από τα ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται η συγκεκριμένη σειρά βιβλίων.
ο εικονογράφος προεκτείνει τον δικό μας κόσμο, ενίοτε αποκαλύπτοντάς μας στοιχεία του κειμένου που εμείς δεν είχαμε καν αντιληφθεί. Επομένως, είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει.
Πώς συνεργαστήκατε με την εικονογράφο σας Αγγελική Στρούτση; Έχετε αναπτύξει κάποια μέθοδο συνεργασίας ή τα ζητούμενα ποικίλουν αναλόγως το βιβλίο και τον εικονογράφο;
Έχουμε συνεργαστεί σε πέντε βιβλία μέχρι στιγμής. Η αρχή έγινε το 2017, με το Χάθηκε η μπάλα! Η Λέλα έχει ιδιαίτερο ταλέντο στη δημιουργία και στην απόδοση των χαρακτήρων, κι από αυτή την άποψη δεν παύει να με ξαφνιάζει ευχάριστα κάθε φορά που μου στέλνει τις εικόνες κάποιου βιβλίου μου. Φυσικά, έχει προηγηθεί σχετική συζήτηση, συνήθως πάνω σε στοιχεία της πλοκής, χωρίς όμως ποτέ να της δίνω κατευθύνσεις ή παραγγελίες. Πάγια άποψή μου είναι πως ο εικονογράφος προεκτείνει τον δικό μας κόσμο, ενίοτε αποκαλύπτοντάς μας στοιχεία του κειμένου που εμείς δεν είχαμε καν αντιληφθεί. Επομένως, είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει.
. Σε μια εποχή ψευδών ειδήσεων λοιπόν, αλλά κι ενός άκριτου αλληλολιβανίσματος που επιμένει να αυτοαποκαλείται «κριτική», τα δύο αυτά πρόσωπα με τη στάση τους νομίζω ότι αναδεικνύουν την αξία τόσο της αντικειμενικότητας στην ενημέρωση όσο και της υπεύθυνης και ειλικρινούς κριτικής.
Στο Τι τρέχει στο Ράδιο Ξεφτέρι; διαβάζουμε για ανέντιμους δημοσιογράφους, για στημένα ρεπορτάζ, για την καριέρα μιας επίμονης ρεπόρτερ που κινδυνεύει. Στην εποχή των «ψευδών ειδήσεων», με ποιους τρόπους το βιβλίο σας παροτρύνει τα παιδιά να αναγνωρίζουν και να εμπιστεύονται αξιόπιστες πηγές;
Στο βιβλίο νομίζω ότι υπάρχουν παραδείγματα δημοσιογραφικής αξιοπιστίας: Η επίμονη ρεπόρτερ που αναφέρετε είναι σχολαστική, ευφυής και δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, σε αντίθεση με άλλους συναδέλφους της, που μπαίνουν σε ξένα χωράφια χωρίς να διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις. Γνώση λοιπόν, αίσθημα ευθύνης, ερευνητικό πνεύμα, τεκμηρίωση στοιχείων και αντικειμενικότητα. Υπάρχει και άλλη μία περίπτωση δημοσιογράφου στο βιβλίο τον οποίο αρχικά τα παιδιά αντιμετωπίζουν με καχυποψία επειδή στο παρελθόν έχει ασκήσει σκληρή κριτική σε έναν συμπολίτη τους. Αποδεικνύεται ότι δεν το έχει κάνει από εμπάθεια, ούτε επειδή είχε κρυφή ατζέντα, γι’ αυτό και ο ίδιος ο κρινόμενος τον ευχαριστεί που τον βοήθησε να καταλάβει τις αδυναμίες του. Σε μια εποχή ψευδών ειδήσεων λοιπόν, αλλά κι ενός άκριτου αλληλολιβανίσματος που επιμένει να αυτοαποκαλείται «κριτική», τα δύο αυτά πρόσωπα με τη στάση τους νομίζω ότι αναδεικνύουν την αξία τόσο της αντικειμενικότητας στην ενημέρωση όσο και της υπεύθυνης και ειλικρινούς κριτικής.
Αυτές τις μέρες η Αυστραλία ψήφισε νόμο για απαγόρευση χρήσης των κοινωνικών δικτύων μέχρι την ηλικία των 16 ετών. Είναι ρεαλιστικό ή και απαραίτητο να γίνει κάτι τέτοιο και στη χώρα μας;
Όταν διαβάζω για παιδιά που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους για μια πρόκληση του TikTok, όταν ακούω για εφήβους που παρασύρονται σε τυφλά ραντεβού με αγνώστους που γνώρισαν στα σόσιαλ, όταν βλέπω δωδεκάχρονα και δεκατριάχρονα να «ζουν» όχι ως πραγματικά παιδιά της ηλικίας τους αλλά ως κατασκευασμένες σοσιαλμιντιακές περσόνες, αισθάνομαι ότι κάτι πρέπει να γίνει. Ομολογώ ότι δε γνωρίζω πόσο εφικτή είναι τεχνικά μια τέτοια απαγόρευση, όπως και κατανοώ ότι η ίδια η λέξη «απαγόρευση» προξενεί μια κάποια αμφιθυμία, από την άλλη όμως μιλάμε για την ασφάλεια και την ισορροπημένη ψυχική ανάπτυξη των παιδιών. Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί οι ενήλικες έχουμε σοβαρότατες ευθύνες: Όταν ζεις κάθε στιγμή της ζωής σου σε ζωντανή μετάδοση, όταν συστηματικά εκθέτεις από πολύ μικρή ηλικία τα παιδιά σου στα σόσιαλ, δεν είναι εύλογο και τα ίδια μεγαλώνοντας να έχουν εθιστεί παθητικά στην υπερέκθεση; Σκέφτομαι πόση δυσφορία θα μου προξενούσε αν, φτάνοντας στην πολυπόθητη ενηλικίωση, έπρεπε να κουβαλάω σαν βαρίδι ένα ισχυρό ηλεκτρονικό αποτύπωμα, μια δημόσια εικόνα που άλλοι θα είχαν ήδη διαμορφώσει εν αγνοία μου και για λογαριασμό μου. Και αναρωτιέμαι αν στο μέλλον θα έχουμε περιπτώσεις παιδιών που, ως ενήλικες, θα στραφούν εναντίον των γονιών τους εξαιτίας αυτής ακριβώς της υπερέκθεσης.
![]() |
Η Ελένη Γεωργοστάθη γεννήθηκε στη Σπάρτη το 1973. Σπούδασε νεοελληνική φιλολογία στην Αθήνα και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Birmingham. Εργάζεται ως επιμελήτρια εκδόσεων. Παράλληλα με τη συγγραφή βιβλίων για παιδιά, ασχολείται και με την κριτική, παλιότερα στο προσωπικό της ιστολόγιο και από το 2020 ως συνεργάτρια του περιοδικού Ο αναγνώστης. Έχει επίσης διατελέσει μέλος κριτικών επιτροπών της ΓΛΣ και του περιοδικού Ο αναγνώστης. Βιβλία της έχουν περιληφθεί στις βραχείες λίστες του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, του περιοδικού Ο αναγνώστης και του βιβλιοπωλείου Public, καθώς και στις Χρυσές Λίστες Elniplex. |
Σε πρόσφατες έρευνες, αλλά και εμπειρικά, παρατηρούμε ότι ενώ τα παιδιά του δημοτικού διαβάζουν εξωσχολικά βιβλία στον ελεύθερο χρόνο τους, μεγαλώνοντας η συνήθεια αυτή κόβεται απότομα για τα περισσότερα από αυτά. Υπάρχει κάτι που πρέπει να αλλάξει στη θεματολογία ή τον τρόπο γραφής για να αντιστρέψει αυτή την «αναγνωστική διαρροή»;
Νομίζω, το φαινόμενο έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με την απουσία ελεύθερου χρόνου αλλά και με το ότι το λογοτεχνικό βιβλίο μοιάζει να λειτουργεί ως «αντίπαλος» των σχολικών βιβλίων και μαθημάτων και ως ξένο σώμα μέσα στο σχολείο. Σίγουρα όμως έχει κι ο χώρος του βιβλίου μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Θεωρώ ότι η εμμονή στον διδακτισμό και στη μονοθεματικότητα εργαλειοποιεί και κάθε άλλο παρά ελκυστικά καθιστά τα βιβλία για μεγάλα παιδιά και εφήβους. Είναι και υποτιμητικό για τη νοημοσύνη τους, εδώ που τα λέμε, να τους σερβίρουμε βιβλία εν είδει εγχειριδίων χρήσης – να ένα βιβλίο για τον εκφοβισμό, τα ναρκωτικά, τον θάνατο, τη φιλία, τον πόλεμο κτλ. Ας αναλογιστούμε σε πόσο σύνθετη πραγματικότητα ζουν οι σημερινοί έφηβοι, πόσο πολυμέτωπος είναι ο αγώνας τους και πόσο μεγάλη η ανάγκη τους να αφεθούν σε έναν μυθοπλασιακό κόσμο που μπορεί να χωρέσει τις αγωνίες και τα συναισθήματά τους χωρίς να δίνει ντιρεκτίβες αλλά αφήνοντας τους ίδιους να βιώσουν, να ερμηνεύσουν, να ταυτιστούν, να συναισθανθούν με τον δικό τους τρόπο.
Υπάρχει ένα βιβλίο, ένα παιδικό σας ανάγνωσμα, που θεωρείτε ότι σας καθόρισε και σας έκανε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Δεν ξέρω αν με έκαναν να ασχοληθώ με τη συγγραφή, σίγουρα όμως οι ήρωες του Κέστνερ, το χιούμορ του Γκοσινί και η αμεσότητα της γραφής της Ζωρζ Σαρή με έκαναν να νιώσω από μικρή ηλικία πόσο μεγάλη απόλαυση, τι απροσμέτρητη χαρά προσφέρει η ανάγνωση.