
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα για εφήβους της Κριστέλ Νταμπός [Christelle Dabos] «Εδώ και μόνο εδώ» (μτφρ. Τατιάνα Γαλάτουλα), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 19 Μαρτίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Ομάδα 018
ΓΚΙ
Τι είναι αυτό τ’ όνομα κάτω από το δικό μου; Η λίστα είναι γραμμένη στον παλιό μαυροπίνακα με κιμωλία και με… να δεις πώς το λέμε αυτό… καλλιγραφία. Όταν ξεκίνησα το γυμνάσιο, αρχή αρχή ακόμα, ο πίνακας βρισκόταν στον πρώτο όροφο. Και όταν εγώ κι οι συμμαθητές μου πήγαμε δευτέρα γυμνασίου, ο πίνακας μετακόμισε μαζί μας στον δεύτερο όροφο. Τα ίδια και στην τρίτη γυμνασίου. Και ξανά τα ίδια τώρα: ο πίνακας είναι εδώ, στον διάδρομο του τετάρτου και τελευταίου ορόφου, όπου έφτασα ανεβαίνοντας την ατελείωτη σκάλα με τα πόδια, αφού το ασανσέρ, εννοείται, είναι για τους καθηγητές και για τον διευθυντή (και για τον Πρίγκιπα). Δεν ξέρω καν ποιος μας ξεβιδώνει, μας ανεβάζει και μας ξαναβιδώνει κάθε φορά αυτό τον πίνακα. Όμως είναι πάντα εδώ, πιστός στο πόστο του, στην καινούρια θέση του, τη Δευτέρα που ξεκινάει η νέα σχολική χρονιά.
Και την Τρίτη, όπως πάντα, υπάρχει στον πίνακα η λίστα. Μόνο που φέτος αυτό εκεί τ’ όνομα που είναι γραμμένο κάτω από το δικό μου μου είναι παντελώς άγνωστο.
«Τι έγινε; Μας χώρισαν ήδη σε ζευγάρια;»
Μόλις έφτασε η Αριάν. Μοιάζει να ξύπνησε στραβά. Και να παρέμεινε στραβωμένη στη διαδρομή με το λεωφορείο. Είναι ολοφάνερο ότι δεν είναι πρωινός τύπος. Τα τακούνια της κάνουν απίστευτο θόρυβο στον διάδρομο. Υποτίθεται ότι ο κανονισμός απαγορεύει τέτοια τακούνια, αλλά η Αριάν δεν συμμορφώθηκε ποτέ με τις υποδείξεις. Το ίδιο κι εγώ, δεν συμμορφώθηκα ποτέ, αφού κωλοβαράω μες στην τάξη. Αλλά, εντάξει, είναι φυσικό: στη λίστα, ανήκουμε και οι δυο μας στους Αποπάνω.
Όμως τι είναι αυτό τ’ όνομα κάτω από το δικό μου;
Η Αριάν μού δίνει ένα ψεύτικο πεταχτό φιλί που δεν αγγίζει το μάγουλό μου, ίσα με τις άκρες των χειλιών της, ένα φιλί που στην αρχή με ζεσταίνει κι ύστερα με παγώνει. Η Αριάν ήταν η πρώτη μου καψούρα και η πρώτη μου χυλόπιτα. Έχει φέρει μαζί της το πλαστικό καλάθι της του σουπερμάρκετ· έχω κι εγώ μαζί μου το δικό μου. Είναι φανερό ότι δεν χαίρεται ιδιαίτερα που έχουμε αναλάβει μαζί την αγγαρεία της συγκομιδής, αλλά τι να κάνουμε, οι διαταγές είναι διαταγές.
«Κάποιος μ’ έχει καταραστεί».
Η Αριάν μόλις διάβασε τη λίστα στον πίνακα. Κρύβει το πρόσωπό της στα χέρια της, μόνο για μια στιγμή, επειδή αυτές οι συμπεριφορές δεν αρμόζουν σε μια Αποπάνω. Τ’ όνομα κάτω από το δικό της το αναγνωρίζω, ναι. Βγάζω ένα γελάκι που φαίνεται ηλίθιο ακόμα και σ’ εμένα τον ίδιο.
«Σ’ έβαλαν μαζί με την ψειριάρα;»
«Κάποιος μ’ έχει καταραστεί φουλ».
Αυτό είναι ένα από τα πράγματα που δεν πολυκαταλαβαίνω Εδώ. Όλοι δηλώνουν για ψύλλου πήδημα ότι είναι «καταραμένοι», λες και είναι αλήθεια. Εγώ δεν πιστεύω ούτε στην τύχη ούτε στην ατυχία. Ή, τέλος πάντων, πιστεύω ότι δεν πιστεύω.
«Αποκλείεται», λέω στην Αριάν. «Αυτή είναι περιττή. Δεν γίνεται να καθίσει στο ίδιο θρανίο με κάποιον. Ούτε καν ως Αποκάτω».
«Φέτος γίνεται».
«Γιατί;»
«Επειδή έχει έρθει η ξένη, ρε βλαμμένο. Αλλάζει η μοιρασιά. Τώρα είμαστε περισσότεροι στην τάξη, ανατρέπονται οι ισορροπίες. Η ψειριάρα δεν θα είναι πια ψειριάρα κι εγώ θα τη φάω όλη τη χρονιά στη μάπα».
Σοβαρά; Έχουμε στην τάξη μια ξένη; Μήπως είναι δικό της τ’ όνομα που βλέπω κάτω από τ’ όνομά μου; Ούτε που την πήρα είδηση χθες –για να μάθω να κοιμάμαι στο θρανίο–, αλλά, εντάξει, προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν μπορεί να είναι χειρότερη από την ψειριάρα ή από τον Κριστόφ. Αυτός ο Κριστόφ ήταν ο περσινός διπλανός μου – και δεν πίστευα με την καμία ότι ήταν δυνατόν να υπάρχει κάποιος πιο άσχετος από μένα στη Γραμματική και στην Έκθεση. Τα σκάτωσα στα γραπτά μου και κονόμησα μερικές γερές μπούφλες στο σπίτι. Η λίστα ισχύει μόνο στο σχολείο. Για τους γονείς μου, δεν είμαι ένας Αποπάνω. Είμαι ένα μηδενικό.
«Πες το στον Πρίγκιπα», λέω στην Αριάν.
«Τι να του πω;»
«Να σε βάλει με κάποια άλλη Αποκάτω. Ή μ’ έναν άλλον Αποκάτω. Ίσως μπορεί να γίνει κάποια ανταλλαγή».
Η Αριάν μού ρίχνει μια από εκείνες τις χαρακτηριστικές ματιές της. Αν και μου φτάνει με το ζόρι ως το πιγούνι παρά τα σταρλετίστικα τακούνια της, αισθάνομαι μικροσκοπικός.
«Καλά, ρε βλαμμένο, ακόμα να το καταλάβεις; Δεν γράφει
ο Πρίγκιπας τη λίστα».
«Τότε ποιος τη γράφει;»
Η Αριάν φαίνεται… να δεις πώς το λέμε αυτό… εμβρόντητη, ναι. Εμβρόντητη και απογοητευμένη. Προκαλώ συχνά αυτή την αντίδραση.
«Πώς είναι δυνατόν να είσαι Αποπάνω; Δεν μπορώ να το πιστέψω».
Γελάω, αν και κατά βάθος δεν θέλω πραγματικά να γελάσω. Κανένας δεν μπορεί να το πιστέψει. Στη λίστα, η θέση των κοριτσιών δεν εξαρτάται απ’ το ποια έχει πέραση και η θέση των αγοριών δεν εξαρτάται απ’ το ποιος την έχει πιο μεγάλη. Δεν θυμάμαι καν πότε ξεκίνησε. Ήταν χειμώνας; Ήταν άνοιξη; Πάντως σίγουρα ήταν η πρώτη μας χρονιά Εδώ. Τα ονόματα της τάξης μας γραμμένα με κιμωλία, δυο δυο, ένα όνομα από πάνω, μια γραμμή, ένα όνομα από κάτω σαν κλάσματα με γράμματα αντί γι’ αριθμούς. Η τάξη μας χωρίστηκε στα δύο εκείνη τη μέρα. Τα ζευγάρια αλλάζουν κάθε χρόνο, αλλά ένα πράγμα δεν άλλαξε ποτέ: οι Αποπάνω παραμένουν πάντα Αποπάνω και οι Αποκάτω παραμένουν πάντα Αποκάτω. Μόνο η δική μας τάξη έχει λίστα. Και μόνο η δική μας τάξη έχει Πρίγκιπα. Πάντοτε πίστευα ότι εκείνος αποφάσιζε για τα ονόματα στον πίνακα, κυρίως επειδή δεν υπάρχει ποτέ εκεί το δικό του όνομα.
Δεν θυμάμαι καν πότε ξεκίνησε. Ήταν χειμώνας; Ήταν άνοιξη; Πάντως σίγουρα ήταν η πρώτη μας χρονιά Εδώ. Τα ονόματα της τάξης μας γραμμένα με κιμωλία, δυο δυο, ένα όνομα από πάνω, μια γραμμή, ένα όνομα από κάτω σαν κλάσματα με γράμματα αντί γι’ αριθμούς. Η τάξη μας χωρίστηκε στα δύο εκείνη τη μέρα.
Αν δεν το αποφασίζει εκείνος, τότε ποιος το αποφασίζει; Ποιος μ’ έβαλε να καθίσω με την ξένη;
Όπου να ’ναι θα χτυπήσει το κουδούνι, δεν πρέπει να ξεχάσουμε τη συγκομιδή. Οι άλλοι αρχίζουν να σκάνε μύτη και να παρελαύνουν μπροστά από τον πίνακα. Οι Αποπάνω, οι Αποκάτω. Όλοι θέλουν να δουν ποιο θα είναι το ταίρι τους αυτή τη χρονιά. Κάποιοι χαμογελούν, κάποιοι μορφάζουν. Η λίστα είναι η λίστα, κανείς δεν μπορεί να την αμφισβητήσει. Εγώ κι η Αριάν ξεροσταλιάζουμε έξω από την τάξη, με τα καλάθια μας στα χέρια. Αφήνουμε τους Αποπάνω να μπουν. Η Αριάν τούς χαιρετάει με πεταχτά φιλιά στα μάγουλα, με αληθινά φιλιά, που ακούγονται ταυτόχρονα στεγνά και υγρά και αντηχούν μ’ έναν παράξενο τρόπο στα σωθικά μου. Προσπαθώ ν’ ανταλλάξω χάι φάιβ με μερικούς όχι και τόσο στενούς φίλους.
Καταφτάνει ο Πρίγκιπας. Δεν απαντάει στο «γεια» που του λέω, αλλά, οκέι, δεν απαντάει ούτε στα «γεια» των άλλων. Όλοι αποφεύγουν να τον κοιτάξουν καταπρόσωπο: απαγορεύεται. Κάθεται στη συνηθισμένη θέση του. Στη μέση της τάξης. Μόνος. Ο Πρίγκιπας δεν έχει ποτέ ταίρι.
Μετά είναι η σειρά των Αποκάτω. Η Αριάν κι εγώ χώνουμε μπροστά τους τα καλάθια μας. Μαζεύουμε λεφτά και τσιγάρα (τα light δεν μετράνε, οι μπάφοι μετράνε διπλά). Κοζάρω τους Αποκάτω. Ψάχνω την ξένη· δεν τη βρίσκω. Το παίζω χαλαρός μπροστά στους υπόλοιπους, αλλά έχω φρικάρει μ’ αυτή την γκόμενα που δεν τη γνωρίζω και δεν με γνωρίζει. Χώρια που ποτέ δεν με είχαν βάλει να καθίσω με γκόμενα. Δεν είναι ότι φαντάζομαι ήδη τρελά σενάρια· τις Αποκάτω δεν τις υπολογίζω καν, είναι θέμα αρχής. Όμως έχω κάνει απόπειρες με όλες τις Αποπάνω της τάξης μου. Ούτε μία δεν έχει πει ναι. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα απ’ το να γίνεσαι ρόμπα. Γι’ αυτό αποφεύγω την απόρριψη, το παίζω ότι εγώ δεν ενδιαφέρομαι πια, κι ας είναι ξεφτίλα ν’ αποφοιτήσω από το γυμνάσιο στο τέλος αυτής της σχολικής χρονιάς χωρίς να έχω δώσει ούτε ένα γλωσσόφιλο, σίγουρα θα ξεφτιλιστώ λιγότερο απ’ ό,τι αν τρώω τη μια χυλόπιτα μετά την άλλη.
Η συγκομιδή έχει σχεδόν τελειώσει. Το καλάθι της Αριάν είναι γεμάτο· είναι πιο καπάτσα από μένα. Η ψειριάρα –συγγνώμη, η πρώην ψειριάρα– κόντεψε να μπήξει τα κλάματα από τη χαρά της όταν είδε στον πίνακα τ’ όνομά της κάτω απ’ αυτό της Αριάν, όμως δεν το έκανε, ευτυχώς, γιατί δεν λέει να μπήγεις τα κλάματα μπροστά στους άλλους, δεν λέει με τίποτα, είναι σαν να πηγαίνεις γυρεύοντας να σε πλακώσουν, τέλος πάντων, δεν έμπηξε τα κλάματα, αλλά πλήρωσε το μερίδιό της πρώτη φορά και μάλιστα πλήρωσε παραπάνω από το προβλεπόμενο, λέγοντας ευχαριστώ-ευχαριστώ-ευχαριστώ στην Αριάν, που κρατιόταν για να μην τη χαστουκίσει, αφού η τύπισσα καλώς ή κακώς είχε πληρώσει και δεν χαστουκίζουμε αυτούς που πληρώνουν, εκτός κι αν μπήξουν τα κλάματα, έτσι λέει ο κανονισμός. Όπως και να ’χει, αισθάνομαι κάπως άβολα.
Στο μεταξύ, η ξένη παραμένει άφαντη. Μπροστά μου, ο Κριστόφ προσπαθεί να μου κάνει παζάρια. Δεν έχει βάλει στο καλάθι ούτε το ένα τέταρτο απ’ όσα μας χρωστάει. Παρόλο που ξέρει πώς πάει το πράγμα. Πληρώνει: έχει το κεφάλι του ήσυχο μέχρι τη συγκομιδή του επόμενου μήνα. Δεν πληρώνει: του κάνουμε τη ζωή κόλαση μέχρι να πληρώσει.
«Έλα, ρε φίλε», μου λέει. «Μην ξηγιέσαι έτσι. Δεν έχω μαζί μου λεφτά. Θα τα φέρω οπωσδήποτε αύριο, και με τόκο».
Μου έχει πουλήσει το παραμύθι του άφραγκου κι άλλες φορές, τότε που ήταν ο Αποκάτω μου. Δεν φτάνει που ο Κριστόφ είναι κακός σε όλα τ’ άλλα, είναι και κακοπληρωτής. Του βουτάω τα αθλητικά παπούτσια του και τα ρίχνω στο καλάθι. Δεν είναι καμιά φοβερή μάρκα, αλλά δεν είναι και για πέταμα. Και με λίγη τύχη, θα είναι στο νούμερο του Πρίγκιπα. Παρόλο που ο καθηγητής έφτασε επίτηδες πιο αργά για να μη δει τις βρομοδουλειές μας, δεν πρόκειται να χασομερήσει άλλο. Μες στην τάξη, όλοι έχουν καθίσει στις καινούριες θέσεις τους με τα ζευγάρια τους, οι Αποπάνω με τους Αποκάτω, η Αριάν με την πρώην ψειριάρα, ο Πρίγκιπας ακριβώς στο κέντρο. Όλοι εκτός από μένα, που περιμένω σύξυλος μπροστά στην πόρτα. Αρχίζει να με πιάνει τρελός πανικός. Και αν δεν έρθει αυτή η ξένη; Και αν καταντήσω να γίνω κι εγώ περιττός; Ο καινούριος ψειριάρης;
Και τότε τη βλέπω: μια μαθήτρια που δεν την έχω ξαναδεί ποτέ. Στον διάδρομο, μπροστά στη λίστα, κρατάει μια κιμωλία και γράφει. Γράφει στον πίνακα. Πράγμα που απαγορεύεται διά ροπάλου. Τρέχω καταπάνω της και της αρπάζω την κιμωλία από το χέρι.
«Δεν επιτρέπεται να γράφεις στον πίνακα. Μην το ξανακάνεις».
Τα φρύδια της. Παραλίγο να ξεχάσω όλα τ’ άλλα, κόλλησα στα φρύδια της, ίσως επειδή σχηματίζουν ένα και μοναδικό φρύδι έτσι όπως ενώνονται μ’ ένα μικρό γεφυράκι από τρίχες πάνω από τη μύτη της. Στον πίνακα, η ζημιά έχει ήδη γίνει: τραβηγμένη με την κιμωλία, μια μεγάλη ευθεία, ίδια μ’ εκείνο το φρύδι, ακριβώς ανάμεσα στ’ όνομά μου και το δικό της. Η ξένη έχει προσθέσει μια γραμμή πάνω από τη γραμμή και διαπιστώνω ότι δεν υπάρχει πια γραμμή.
Υπάρχει το σύμβολο του «ίσον».
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Οι αναγνώστες παρακολουθούν πέντε βασικούς χαρακτήρες: την Ιρίς, που ξεκινάει τώρα το Γυμνάσιο και κάνει ό,τι μπορεί για να γίνει αποδεκτή από την κλίκα της τάξης της· τη Μαντλέν, που, στην προσπάθειά της ν’ αποδεχτεί τον εαυτό της, καταλήγει να πιστεύει ότι έχει υπερφυσικές δυνάμεις· τον Πιερ, θύμα ακραίου bullying· τον Γκι, που συγκρούεται με τον Πρίγκιπα (τον δημοφιλέστερο μαθητή, που αποφασίζει για τη μοίρα όλων των μαθητών στο σχολείο)· και μια καθηγήτρια, που αντιλαμβάνεται όλα όσα συμβαίνουν στο σχολείο, αλλά αισθάνεται ανίσχυρη να βοηθήσει τα παιδιά.
Η επίπονη πορεία προς την ενηλικίωση, η διαμόρφωση ατομικής ταυτότητας, η συνωμοσιολογία, τα ναρκωτικά, το bullying, η νευρική ανορεξία, μια απόπειρα αυτοκτονίας, ακόμα και μια δολοφονία θίγονται κατά τρόπο αποστασιοποιημένο, παγιωμένο, φυσικό, σε μια καταιγιστική πλοκή – μια πρόκληση για κάθε ευαισθητοποιημένο αναγνώστη. Η συγγραφέας, χρησιμοποιώντας ψυχρή γραφή με στοιχεία σουρεάλ μυθιστορήματος, θίγει χωρίς ταμπού πολλά από τα σκληρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι έφηβοι και οι νεαροί ενήλικες της εποχής μας. Οι κύριοι αφηγητές αντιπροσωπεύουν τάξεις, κάστες· όλοι αυτοί οι μηχανισμοί είναι, τελικά, μια αναπαράσταση του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν οι μικροκοινωνίες, ειδικά στα σχολεία.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Christelle Dabos (Κριστέλ Νταμπός) γεννήθηκε το 1980 στην Κυανή Ακτή. Ζούσε στο Βέλγιο, όπου σκόπευε να εργαστεί ως βιβλιοθηκάριος, όταν αρρώστησε σοβαρά. Κάπως έτσι, η συγγραφή έγινε ένα μέσο απόδρασης από τα ιατρικά μηχανήματα, έπειτα ένα μέσο αργής αποκατάστασης, ώσπου εξελίχθηκε τελικά σε δεύτερη φύση της. Στο διάστημα αυτό, επωφελήθηκε από τις ευκαιρίες ευγενούς άμιλλας που της παρέχονταν από την Plume d’Argent, μια διαδικτυακή κοινότητα συγγραφέων. Χάρη στη δική τους ενθάρρυνση, αποφάσισε να δεχτεί την πρώτη της συγγραφική πρόκληση και να συμμετάσχει στον διαγωνισμό νεοεμφανιζόμενων συγγραφέων νεανικής λογοτεχνίας (2013), ο οποίος διοργανώθηκε από τις εκδόσεις Gallimard Jeunesse, το Télérema και το RTL και της χάρισε το πρώτο βραβείο για το βιβλίο της Les Fiancés de l’hiver. Πρόκειται για το πρώτο από τα τέσσερα βιβλία της σειράς La Passe-miroir, που έχει εξελιχθεί σε ένα πραγματικό λογοτεχνικό φαινόμενο τόσο στη Γαλλία όσο και σε άλλες χώρες του κόσμου.