
Για το μυθιστόρημα για εφήβους του Γιώργου Κ. Παναγιωτάκη «Αμφίβια» (εκδ. Πατάκη).
Γράφει η Λίλα Τρουλινού
Όσοι πιστεύουν πως η εφηβική λογοτεχνία είναι ένα τεράστιο χασμουρητό, μια σκέτη πλήξη, καθώς καλεί τον νέο σε μια διαδικασία μαθητείας με κριτήριο την παιδευτική και διδακτική αξία των ενδεδειγμένων βιβλίων, και όχι τη λογοτεχνική τους αξία που είναι συνήθως ανύπαρκτη, με σκοπό την ομαλή του μετάβαση από την ανήλικη στην ενήλικη ζωή,
όσοι πιστεύουν πως η εφηβική λογοτεχνία είναι μια αυτόνομη κατηγορία βιβλίων επιβεβλημένη ψυχαναγκαστικά από ενήλικες σε ψυχικά και κοινωνικά ανώριμα άτομα νεαρής ηλικίας, τουτέστιν τους εφήβους, για παιδαγωγικούς καθαρά σκοπούς, που παράγουν ενήλικες συγγραφείς με όχημα έναν «συναισθηματικό ρεαλισμό», απαλύνοντας τις γωνίες, στρογγυλοποιώντας τις αιχμές, μετριάζοντας τις βίαιες καταστάσεις, ωραιοποιώντας τις αδιέξοδες κοινωνικές συνθήκες, συγγραφείς συγκρατημένοι μέσα στη σεμνοτυφία τους και τρομαγμένοι από τη δαμόκλεια σπάθη της αυτολογοκρισίας που επικρέμαται διαρκώς πάνω από το κεφάλι τους,
ίσως να εκπλαγούν και να εγκαταλείψουν τις απαξιωτικές γενικεύσεις τους, καθώς ένας άνεμος ζωογόνος φυσάει τα τελευταία χρόνια, σαρώνοντας προκαταλήψεις και αγκυλώσεις, ένας άνεμος ελευθερίας, πνευματικότητας, φαντασίας και υψηλών αισθητικών αναζητήσεων στην εγχώρια παραγωγή βιβλίου που προορίζεται για νέους, εφήβους, καθώς και για νεαρούς ενήλικες (αλλά που, στην τελική, απολαμβάνουμε θαυμάσια και εμείς οι πιστοποιημένοι ενήλικες),
άνεμος αντισυμβατικός, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε από την ιδιαίτερη περίπτωση του πολυγραφότατου και πολυβραβευμένου Γιώργου Κ. Παναγιωτάκη, τον οποίο εγώ γνώρισα μέσα από τη θαυμάσια τετραλογία του, Λέσχη αλλόκοτων πλασμάτων (2017-2020, Πατάκης), όπου το ακανθώδες ζήτημα της διαφορετικότητας (που συνήθως υποβιβάζεται ακόμα και στον χώρο της λογοτεχνίας σε σύνθημα και απλοϊκό διδακτισμό για την αποδοχή της) αποδίδεται μέσα από την αλληλοδιείσδυση μιας αναγνωρίσιμης κοινωνικής πραγματικότητας (δομή, οργάνωση, ταξική συνθήκη εκπαίδευσης) και ενός διεγερτικού φανταστικού στοιχείου, με όλα αυτά τα αλλόκοτα, περίεργα, δύσμορφα, γκροτέσκα, τρυφερά και ευαίσθητα πλασματάκια —μαθητές σε ένα ιδιαίτερο σχολείο για παιδιά με ασυνήθιστες ιδιότητες— να μετουσιώνονται μέσα μας σε ισχυρές εικόνες, τόσο ισχυρές όσο και οι τρομακτικές και αινιγματικές μορφές που αναδύονται από τις ταινίες του Τιμ Μπάρτον, ή από τις σελίδες του Έντγκαρ Άλαν Πόε,
γιατί η μέθοδος, ο τρόπος του Γιώργου Παναγιωτάκη δεν είναι η βλοσυρότητα του διδακτισμού ούτε η κατάδειξη του ορθού, —δηλαδή πολιτική ορθότητα μεταμφιεσμένη σε λογοτεχνία— , αλλά η μύηση του παιδιού, του εφήβου, στην πολυπλοκότητα της ζωής
μέσω της τέχνης, λογοτεχνίας και κινηματογράφου αξεδιαλύτως, κινηματογραφικής λογοτεχνίας, μαγικής, καθηλωτικής, που ξεδιπλώνει έναν πλούτο εμπειριών και καταστάσεων για να τον γευτούν, να τον ψηλαφήσουν και να τον βιώσουν,
ή, επίσης, μέσω της ποιητικής αλληγορίας, όπως στον Μικρόκοσμο (επανέκδοση από τον Πατάκη το 2023), έναν κόσμο εντόμων που μοιάζουν με μέλισσες, κόσμο περίκλειστο, μπλε βαθύ, σκοτεινό και μηχανοποιημένο, κάτω από τη βαριά σκιά του ολοκληρωτισμού, από όπου ξεφεύγει μια ανάπηρη, μικρή εργάτρια η Σβέλτα, και βρίσκει το δικό της δρόμο προς την ανυπακοή και την ελευθερία, από ένα μήνυμα αγάπης που έπιασαν οι κεραίες της, ένα μήνυμα σαν μποτίλια μέσα στο πέλαγος, που έστειλε ένας αντιρρησίας συνείδησης στρατιώτης από το εχθρικό στρατόπεδο,
αλλά και στα πρόσφατα Αμφίβια (Πατάκης, 2024) όπου θίγονται θέματα μέχρι πρό τινος ταμπού, όπως η σεξουαλική κακοποίηση και παρενόχληση παιδιών και εφήβων, η απελπισμένη αναζήτηση σεξουαλικής ταυτότητας, η σχολική βία και ο εκφοβισμός, ο επικίνδυνος κόσμος του διαδικτύου,
γιατί τα Αμφίβια δεν είναι παρά οι Έφηβοι, που έχουν μια διττή ζωή, μια ζωή σε εξέλιξη, από κει που είχαν βράγχια αποκτούν πνεύμονες, βγαίνουν από το νερό και πατούν στη στεριά, η μεταβαλλόμενη βιολογία τους και το διαπερατό τους δέρμα τούς καθιστούν ευάλωτους σε οποιεσδήποτε περιβαλλοντικές αλλαγές, δεν έχουν φολίδες, φτερά και γούνα για να προστατεύονται, παρά μόνο το ευαίσθητο δέρμα τους, η κοινωνική μόλυνση, τα βακτήρια και οι μύκητες τα επηρεάζουν εύκολα, τα αποπροσανατολίζουν, τα Αμφίβια, οι Έφηβοι, είναι τα πιο «επαπειλούμενα» πλάσματα στον κόσμο,
σε έναν κόσμο που βρίσκεται κι αυτός συνεχώς σε εξέλιξη, που δεν μοιάζει καθόλου με τον παλιό, δικό μας εφηβικό κόσμο, με την αναζήτηση και το χτίσιμο πολιτικών συλλογικοτήτων, —κόμματα, ομαδούλες, γκρουπούσκουλα, νεολαίες, γιορτές—, με τους αγώνες, τις συμμαχίες, τις διαμάχες, τις φιλίες, τα ταξίδια, τις περιπλανήσεις,
τώρα ο εφηβικός κόσμος είναι μοναχικός και βασανιστικός, ιδεοληπτικά εικονικός και μονοδιάστατος, κάτι σαν video game, και αυτοί που συσπειρώνουν και καθοδηγούν είναι κυρίως οι influencers και διάφοροι ύποπτοι του διαδικτύου, που δείχνουν αστεία βιντεάκια, δίνουν συνταγές μαγειρικής και μακιγιάζ, και προτείνουν, αν είναι κάπως ψαγμένοι, και κανένα βιβλίο ή κλείνουν το μάτι στο κίνημα του δικαιωματισμού, για περισσότερα views φυσικά, όλα όμως είναι τόσο θολά, τόσο μπερδεμένα, χρειάζεται πολλή δύναμη σήμερα να σταθείς και δεν ξέρεις από πού να την αντλήσεις, ή μάλλον κάποια στιγμή, αν είσαι τυχερός, το ανακαλύπτεις, ανακαλύπτεις τον Έρωτα, κουτουλάς επάνω του, και τότε παύεις να είσαι μόνος σου,
χρειάζονται τον Έρωτα τα Αμφίβια για να γίνουν πιο ανθεκτικά, πιο ευέλικτα, ναι, πέφτουν πάνω στον Έρωτα η μελαγχολική Αλεξάνδρα από το σχολείο της Γκράβας και ο ντροπαλός Μαξ από το φανταχτερό ιδιωτικό,
χρειάζονται τον Έρωτα οι Έφηβοι για να επουλώσουν τα τραύματα της υδάτινης ζωής και να συνεχίσουν μπροστά, να πατήσουν γερά στο χώμα.
*Η ΛΙΛΑ ΤΡΟΥΛΙΝΟΥ είναι εκπαιδευτικός και πεζογράφος. Τελευταίο της βιβλίο, η νουβέλα «Μύρων η αράχνη» (εκδ. Περισπωμένη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
« Οι πόρτες για τις δύο καμπίνες είναι μισάνοιχτες και στην ατμόσφαιρα πλανιέται μια ασαφής μυρωδιά, ανακατωμένη με αποσμητικό χώρου. Σπρώχνει εκείνη των ανδρών και αντικρίζει δύο άγνωστα κορίτσια να στέκονται αντικριστά. Το ένα έχει μωβ μαλλιά και καπνίζει. «Άλλες» του λέει και φυσά τον καπνό προς το μέρος του. Ο Μάξιμος ρίχνει μια γρήγορη ματιά στην πόρτα. Δεν έχει κάνει λάθος. Στων ανδρών βρίσκεται. Το δεύτερο κορίτσι έχει κατάμαυρα μαλλιά και κάτι τεράστια μάτια που τον κοιτούν εχθρικά. Ή επιφυλακτικά. «Κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχουν αυτά τα σύμβολα» λέει το κορίτσι με τα μωβ μαλλιά. Η άλλη συνεχίζει να τον κοιτά. «Υπονοούν πως υπάρχουν μόνο δύο φύλα, πράγμα που δεν ισχύει, σωστά;» Το κορίτσι με τα μωβ μαλλιά παίρνει μία τζούρα και αυτή τη φορά φυσά τον καπνό ψηλά. «Ας πούμε, ένα τρανς αγόρι πού θα μπει να κατουρήσει; Το βλέπεις το πρόβλημα, έτσι δεν είναι;»