Με αφορμή το μυθιστόρημα «Μαξ» της Σάρα Κοέν-Σκαλί (εκδ. Πατάκη), ένα βιβλίο για ώριμους έφηβους και ενήλικες που μιλά για τον ναζισμό.
Της Σίσσυς Τσιφλίδου
Με τη βοήθεια της πρωτοπρόσωπης γραμμικής αφήγησης ενός μικρού αγοριού, του Κόνραντ φον Κέμπνερζολ ή «Νεκροκεφαλή» ή Μαξ, μαθαίνουμε για το πρόγραμμα «Λέμπενσμπορν», που έθεσε σε εφαρμογή ο Χίμλερ κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου.
Το πρόγραμμα αφορούσε στη γέννηση παιδιών με καθαρά φυλετικά χαρακτηριστικά από επιλεγμένες γυναίκες με σκοπό να αναζωογονήσουν τη Γερμανία και μετά όλη την κατεχόμενη από το Ράιχ Ευρώπη. Το κείμενο στο οπισθόφυλλο καλλιεργεί αναγνωστικές προσδοκίες για ανάλογα πειράματα των Ναζί, όπως στο γνωστό έργο του Ira Levin με την ομώνυμη βραβευμένη κινηματογραφική μεταφορά Τα παιδιά από τη Βραζιλία, ενώ στο ξετύλιγμα του ιστού της αφήγησης αναπόφευκτα ο επαρκής αναγνώστης θα ανακαλέσει στη μνήμη εικόνες της αριστουργηματικής ταινίας του Ρομπέρτο Ροσελίνι Γερμανία ώρα μηδέν, αφού ένα από τα θέματα του έργου είναι και η παράδοση της βομβαρδισμένης νικημένης «πληγωμένης» Γερμανίας και του λαού της στους Συμμάχους.
Γιατί να διαβάσουμε την ιστορία του Μαξ
Ο Μαξ είναι ένας «μεταφυσικός» αφηγητής, ένας πληροφοριοδότης που με την παντογνωσία του προοικονομεί τη δράση και καλύπτει τα κενά της ιστορικής αφήγησης ήδη από την πρώτη στιγμή της σύλληψής του ως έμβρυο. Με αυτόν τον τρόπο, όπως παρατηρεί και η Α. Ζερβού, «η αναγνωστική προσδοκία αντικαθίσταται από μια συναισθηματικά φορτισμένη αναμονή». Θα πρέπει να τονιστεί η εξαιρετική αφηγηματική ροή του κειμένου. Η δράση, η πλοκή, οι χαρακτήρες, οι διάλογοι συνεπαίρνουν τον αναγνώστη από τις πρώτες γραμμές αυτού του μυθιστορήματος που μοιάζει σε πολλά σημεία του σαν ένας θεατροποιημένος μονόλογος.
Το κέντρο βάρους δίνεται στη μια πλευρά της διχοτομημένης προσωπικότητας των ναζιστών, αυτή που είναι ικανή για αποτρόπαια εγκλήματα και όχι στο ανθρώπινο πρόσωπό της στην καθημερινότητα του οικογενειακού βίου.
Έχει ενδιαφέρον να αναρωτηθεί κανείς γιατί και σήμερα συγκινεί συγγραφείς και αναγνώστες η συγκεκριμένη θεματολογία πέρα, ίσως, από την προφανή έξαρση των ναζιστικών φαινομένων. Πού επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους αυτά τα αναγνώσματα; Με ποιες προθέσεις επιλέγουμε εμείς να διαβάσουμε ένα λογοτεχνικό κείμενο που ταξινομείται από συγγραφέα και εκδοτικούς οίκους στην κατηγορία της ιστορικής μυθοπλασίας, για τη λογοτεχνική του υπόσταση ή για την ίδια την Ιστορία;
Ας δούμε αρχικά πού φαίνεται να εστιάζει η ίδια η συγγραφέας. Σαφέστατα το κέντρο βάρους δίνεται στη μια πλευρά της διχοτομημένης προσωπικότητας των ναζιστών, αυτή που είναι ικανή για αποτρόπαια εγκλήματα και όχι στο ανθρώπινο πρόσωπό της στην καθημερινότητα του οικογενειακού βίου. Η πρακτική δε φαίνεται να ακολουθεί τις νεωτερικές τάσεις γραφής αυτών των μυθιστορημάτων που αποκηρύττουν μανιχαϊστικές απόψεις του τύπου: οι Γερμανοί ήταν οι κακοί της ιστορίας, ενώ οι Εβραίοι υπήρξαν τα θύματα. Από την άλλη δε φαίνεται να έχουμε και την «ανθρωποποιητική» τάση των θυτών, με την έννοια ότι τη Σκαλί δεν την ενδιαφέρει τόσο το να μας μεταφέρει την αίσθηση πως «δεν ήταν όλοι οι Γερμανοί ναζιστές» όσο το να τονίσει την τραγική επιρροή που είχαν οι πράξεις των ναζιστών και τον αντίκτυπο των πράξεών τους στον ίδιο τον γερμανικό λαό και τους απογόνους του. Η συμπαθής αποτύπωση του τελευταίου περιορίζεται κυρίως στην αδυναμία και την παθητικότητά του. Περισσότερο θα λέγαμε πως η συγγραφέας στρέφεται στη συγκρότηση της ταυτότητας, στα ρήγματα που συνεχώς καταφέρονται στο κοσμοείδωλο του κεντρικού ήρωα, προκαλούνται από τα εσωτερικά του φορτία και βασανίζουν τις σκέψεις του.
Οι ρωγμές αμφισβήτησης στο ναζιστικό κατασκεύασμα κορυφώνονται όταν το ίδιο το πρότυπο δείγμα του πειράματος ευγονίας του «Λέμπενσμπορν» αποκρύπτει την εβραϊκή ταυτότητα του Λούκας.
Από τις πρώτες σελίδες ο αναγνώστης έχει την αίσθηση αυτής της ρωγμής. Η ιστορία του Κόνραντ ή Μαξ αποτυπώνει τα όρια της παραφροσύνης. Η σχετικοποίηση, όμως, αυτής της ηθικής κλίμακας που επιβάλλει η παράνοια, η αμφισβήτηση και κατάρριψή της συντελείται από τον ίδιο τον ψυχισμό των ατόμων. Καταγράφεται, για παράδειγμα, μέσα από τις αντιδράσεις των γυναικών που συναινούν εκούσια ή ακούσια στο να προσφέρουν ένα μωρό με καθαρά φυλετικά χαρακτηριστικά στον Φύρερ. Αλλά και ο Κόνραντ σωματοποιεί τον πόνο που του προκαλεί η στέρηση της ψυχικής, πνευματικής και σωματικής επαφής, εισάγεται σε ένα παιχνίδι δόμησης και αποδόμησης στοιχείων της προσωπικότητάς του, αποδεικνύοντας ότι «οι αναμνήσεις δεν είναι εύκολο να σβηστούν» όσο κι αν η προπαγάνδα έχει δημιουργήσει ένα ισχυρό ανάχωμα κάθε σκιρτήματος ανθρωπιάς. Έτσι, ο ήρωας έρχεται αντιμέτωπος με ανατρεπτικά ερωτήματα του τύπου: «υπάρχουν καλοί Εβραίοι»; Οι ρωγμές αμφισβήτησης στο ναζιστικό κατασκεύασμα κορυφώνονται όταν το ίδιο το πρότυπο δείγμα του πειράματος ευγονίας του «Λέμπενσμπορν» αποκρύπτει την εβραϊκή ταυτότητα του Λούκας, ενός Εβραιο-Πολωνού με άρια χαρακτηριστικά.
Οι έμφυλες διακρίσεις, επίσης, εις βάρος του γυναικείου φύλου είναι κατάφωρες: οι γυναίκες είναι προορισμένες να κάθονται στο σπίτι, να μην εργάζονται και να γεννούν παιδιά στη μητέρα Γερμανία. Για τον σκοπό αυτό επιβραβεύονται με τον χρυσό σταυρό σε ειδική τελετή. Τα αγόρια δε χρειάζεται να έχουν πνευματική καλλιέργεια παρά σωματική ρώμη. Αξιοσημείωτο είναι ότι φορέας υλοποίησης κάθε επιθυμίας-διαταγής της γερμανικής διοίκησης είναι οι ίδιοι οι κρατούμενοι των στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Η «φιλική» σχέση κατακτητών και κατακτημένων, στην προκειμένη περίπτωση Γερμανών και Εβραίων, αφηγηματικά αποτελεί και ένα εύρημα από πλευράς των δημιουργών. Στον χώρο της παιδικής-εφηβικής λογοτεχνίας θυμίζουμε το πολύ γνωστό βιβλίο του Τζον Μπόιν Το αγόρι με τη ριγέ πιτζάμα (εκδ. Κέδρος), θα την εντοπίσουμε, όμως, και σε μια άλλη, εκδοτικά σύγχρονη του προαναφερόμενου έργου αφήγηση, στην Κλέφτρα των βιβλίων του Μάρκους Ζούσακ (εκδ. Ψυχογιός) και πάντως φαίνεται ότι ενδιαφέρει τους λογοτέχνες οι οποίοι σαφώς επηρεάζονται από τους δρόμους που μεταπολεμικά παίρνει και η ιστοριογραφία όταν στρέφεται στον καθημερινό βίο των ανθρώπων.
Εγκλήματα πολέμου με θύματα παιδιά
Έτσι, απαντώντας στο ερώτημα ποιο είδος επικαιροποίησης των ιστορικών συμβάντων ή ποια συμβολοποίηση του παρελθόντος επηρεάζει στο δια ταύτα τη συγγραφέα η οποία στον 21ο αιώνα αποφασίζει να γράψει ένα έργο με το συγκεκριμένο θέμα, θα λέγαμε ότι σε μια εποχή φονταμενταλισμού οι ιστορίες παιδιών που αποχωρίζονται τους γονείς τους εγγράφονται στο ιστορικό-κοινωνικό γίγνεσθαι σαν αποτέλεσμα των εγκλημάτων πολέμου στο όνομα μιας θρησκείας ή μιας ιδεολογίας. Τα μικρά παιδιά έρχονται από νωρίς αντιμέτωπα με μεταφυσικά ερωτήματα γύρω από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία μιας ηθικής που θέτει το ερώτημα της αμφίβολης ύπαρξής της σε ό,τι τρομερό συμβαίνει στους ανθρώπους.
Πάντως, σε αυτό το εφηβικό βιβλίο δεν τίθενται κανόνες διαχείρισης του ιστορικού υλικού, όπως θα έθετε κανείς στη λογοτεχνία για μικρά παιδιά. Αν και υπάρχει ο πλουραλισμός που αναδεικνύει και τις ανθρώπινες πλευρές των αρνητικά δοσμένων χαρακτήρων, εντούτοις η αφήγηση δεν αποφεύγει τη στερεοτυπική σκιαγράφηση των διωκόμενων «καλών πλην άτυχων» Εβραίων, εντύπωση που εντείνεται από ιδιαίτερα παραβατικές πράξεις, όπως αυτή της Εβραίας κρατούμενης που δραπετεύει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης και «κλέβει» το μωρό από την κούνια του ζώντας μαζί του σε φριχτές συνθήκες μέσα σε ένα πηγάδι στον κήπο του βρεφοκομείου του οποίου την ύπαρξη αγνοούν οι υπεύθυνοι. Βεβαίως, αυτή η επιλογή επιβάλλεται και από τις ιστορικές συνθήκες: ο άνθρωπος αναδύει έναν αποκλεισμένο εαυτό σε καιρό πολέμου τον οποίο αποσύρει όταν το βίωμα παρέλθει και, πάντως, η στέρηση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων του διωκόμενου λαού πρέπει να είναι και ένα από τα κύρια θέματα της παιδικής – εφηβικής – διαηλικιακής εν γένει λογοτεχνίας.
Σε κάθε περίπτωση η Σάρα Κοέν-Σκαλί, που ενισχύει τη δευτερογενή της μνήμη (γεννήθηκε το 1958, δεν έχει βιώσει τα γεγονότα) από πηγές που η ίδια παραθέτει στο τέλος του βιβλίου, κατορθώνει επιτυχημένα να μας δώσει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μυθιστορίας, δηλαδή συγκερασμού ιστορικής πληροφορίας και λογοτεχνικής αφήγησης.
* Η ΣΙΣΣΥ ΤΣΙΦΛΙΔΟΥ είναι εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και διδάκτωρ ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.