Για το μουσικό παραμύθι «Μα πού πήγε το φεγγάρι;» του Γιώργη Χριστοδούλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φουρφούρι. Ένα βιβλίο για παιδιά από 3 ετών που συνοδεύεται από δέκα τραγούδια-νανουρίσματα τα οποία ερμηνεύουν γνωστοί καλλιτέχνες.
Γράφει η Ελευθερία Ράπτου
Τι μπορεί να συμβεί όταν παύει το όνειρο; Όταν όλα μπορούν αν πουληθούν και να αγοραστούν; Όταν η Γη και μετά από αυτήν η Σελήνη είναι ακόμα ένα οικόπεδο προς κτηματομεσιτική ανταλλαγή; Τι θα γίνει όταν τελικά το αγαπημένο φεγγάρι, αυτό που φωτίζει μαγικά τις νύχτες μας και τροφοδοτεί ανά τους αιώνες τα όνειρα, την τέχνη, τη φαντασία αγοραστεί;
Αν όλα αυτά ακούγονται κάπως εξωτικά, ίσως δεν είναι και τόσο απίθανο να συμβούν. Εξάλλου η πραγματικότητα ξεπερνάει την φαντασία μας. Μήπως δεν ζούμε σε έναν κόσμο όπου όλα αγοράζονται και πωλούνται, όλα έχουν μια αξία και επομένως δεν είναι για όλους, αλλά μόνο για τους προνομιούχους κατόχους; Αν το φεγγάρι δεν λάμπει για όλους, θα υπάρχει άραγε η ανάγκη για τους ποιητές;
Ποιητική αύρα παραμυθιού σε δέκα πρωτότυπα τραγούδια
Στο μουσικό παραμύθι Μα πού πήγε το φεγγάρι; του Γιώργη Χριστοδούλου (εκδ. Φουρφούρι) η διερώτηση για την ιδιοκτησία της φύσης, του φεγγαριού, συμπορεύεται με τη δύναμη της τέχνης και όλα μαζί γίνονται αλληγορική ιστορία για μικρά παιδιά, ενώ στη συνέχεια η ποιητική αύρα του παραμυθιού μεταλλάσσεται σε δέκα πρωτότυπα όμορφα τραγούδια, που μπορούν να συνοδέψουν όχι μόνο τα όνειρα αλλά και την καθημερινότητα των μικρών παιδιών.
Ο Χριστοδούλου έχοντας ως υπόβαθρο τη σπουδή στην τέχνη του θεάτρου, εστιάζει στην τέχνη του τραγουδιού, όχι αντιστικτικά αλλά αρμονικά, συνδυάζοντας στοιχεία πρόζας και μουσικής. Στο νέο του πόνημα, συνεχίζει, μετά Το καμπαρέ των ζώων (εκδ. Μάρτης), τη μουσική-λυρική μυθοπλασία, ένα είδος γραφής που αγγίζει το παιδικό αναγνωστικό κοινό-ακροατήριο ακριβώς λόγω της συνθετικής του φιλοσοφίας.
«Το φεγγάρι έχει δυο πλευρές, μια για όλους εμάς και μια για ποιητές»
Στο Μα που πήγε το φεγγάρι, το πρώτο σκέλος της ιστορίας είναι η αφήγηση της περιπέτειας του φεγγαριού, όταν γίνεται αντικείμενο οικονομικής συναλλαγής. Σε μια ιστορική στιγμή, αόριστη στο χώρο και στο χρόνο, όταν όλα έχουν πουληθεί, ο αέρας, τα ποτάμια, τα βουνά, και «οι πρωινές ηλιαχτίδες κυκλοφορούσαν σε πανάκριβα κρυστάλλινα βαζάκια», έρχεται ο καιρός όπου το φεγγάρι πωλείται σε ένα πολύ πλούσιο άνθρωπο. Αυτός ο μυστηριώδης νέος ιδιοκτήτης δεν είναι μονοδιάστατος. Του αρέσει η ποίηση, διαβάζει βιβλία, είναι συλλέκτης φεγγαρο-ιστοριών. Όμως το πάθος του για το φεγγάρι μαζί με τον ανεξέλεγκτο πλούτο μεταβάλλουν το κοινό αγαθό σε ιδιωτική υπόθεση. Το πραγματικό φεγγάρι αλυσοδένεται στον κήπο του μεγαλόπρεπου σπιτιού του εκκεντρικού ιδιοκτήτη, για να λάμπει μόνο για εκείνον και κανέναν άλλο. Στη θέση του, στον ουρανό τοποθετείται ένα ολόγιομο… πλαστικό, το οποίο δεν έχει εκλείψεις, δεν λιγοστεύει, είναι πάντα στη θέση του, υποβλητικά λαμπερό. Ο κόσμος ενθουσιάζεται με τη νέα αυτή ευρεσιτεχνία και φαίνεται σαν να μην πολυνοιάζεται για τη φύση του φεγγαριού. Και αν οι περισσότεροι δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τη φύση, υπάρχουν όμως κάποιοι που τελικά επηρεάζονται δραματικά. Είναι οι καλλιτέχνες, οι συγγραφείς, οι επιστήμονες, οι ποιητές, όλοι εκείνοι που με «λογισμό και όραμα» ατενίζουν τον ουρανό και εμπνέονται από το φεγγάρι. Με το πλαστικό να έχει πάρει τη θέση του φυσικού τίποτα δεν παράγεται. Καμιά μελέτη δεν γράφεται, κανείς δεν εξυμνεί το μυστήριο φώς, ούτε ένας στίχος, τίποτα. Μέχρι που ο ιδιοκτήτης του, αποφασίζει να κόψει τις αλυσίδες και να αφήσει το πραγματικό φεγγάρι να ανατείλει ξανά στο νυχτερινό ουρανό, για να ανακαλύψει πρώτα αυτός, ότι: «Το φεγγάρι έχει δυο πλευρές, μια για όλους εμάς και μια για ποιητές».
Η ενορχήστρωση είναι προσεγμένη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, οι ρυθμοί, οι στίχοι «αγκαλιάζουν» τρυφερά τους μικρούς ακροατές, οι οποίοι είναι σίγουρο ότι θα ανακαλούν τα τραγούδια.
Με αυτούς τους στίχους ο Χριστοδούλου εισάγει τους αναγνώστες στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, όπου στις σελίδες που ακολουθούν βρίσκονται οι στίχοι από τα δέκα τραγούδια που συνοδεύουν την έκδοση, και μπορεί κανείς να τα ακούσει με τη χρήση του QR code που υπάρχει στο βιβλίο. Τα τραγούδια ερμηνεύουν γνωστοί και ταλαντούχοι καλλιτέχνες: Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Μάρθα Φριντζήλα, Μανόλης Φάμελλος και ο συνθέτης, στιχουργός και συγγραφέας Γιώργης Χριστοδούλου, ενώ στη στιχουργική η συνεργασία και με την ποιήτρια Παυλίνα Παμπούδη, συμπληρώνει την ευφρόσυνη εμπειρία. Η αφήγηση στην ψηφιακή εκδοχή είναι της Όλιας Λαζαρίδου.
Ο Γιώργης Χριστοδούλου κατάγεται από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και μεγάλωσε στην Αθήνα. Πρωτοεμφανίστηκε με την Αρλέτα στο Θέατρο Κολλεγίου Αθηνών. Αποφοίτησε με Άριστα από τη δραματική σχολή και έχει συμμετάσχει τραγουδώντας σε πολλές και σημαντικές μουσικές παραστάσεις, ενώ έχει συνθέσει τη μουσική για πολλές παραγωγές στο Εθνικό και το ελεύθερο θέατρο, για παραστάσεις των Δ. Λιγνάδη, Θ. Αθερίδη, Λ. Λαζόπουλου κ.ά. Το 1998 κυκλοφόρησε ο πρώτος προσωπικός δίσκος του, με τίτλο Γιαπωνέζικοι Κήποι, σε στίχους δικούς του και μουσική Σ. Παπασταύρου, και το 2001 το άλμπουμ Η αγάπη είναι ένα πορτοκάλι. Ακολούθησε το ΕΡ Δες το κι αλλιώς (2003), με διασκευές σε γνωστές λαϊκές επιτυχίες οι οποίες μεταμορφώθηκαν πλήρως, όπως το Όλα τα λεφτά. Τo 2006 επιμελήθηκε τον δίσκο-tribute στη Eurovision για λογαριασμό της ΕΡΤ με τίτλο Eurorevisions και την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε το άλμπουμ του Μην αλλάξεις ποτέ. Έχει συμμετάσχει σε πολλές δισκογραφικές δουλειές ενώ έχει υπογράψει και το ντεμπούτο μίνι άλμπουμ του Κωνσταντίνου Νάρη Τέρμα: η καρδιά. Το 2008 ξεκίνησε η συνεργασία του με τον Ισπανό τραγουδοποιό Jordi Maranges με συναυλίες στην Ελλάδα και την Ισπανία. Το 2011 κυκλοφόρησε σε Ισπανία και Ελλάδα το πρώτο ισπανόφωνο και γαλλόφωνο άλμπουμ του με τίτλο Flaneur, ενώ το 2014 παρουσίασε το άλμπουμ Barcelonauta, ένα αφιέρωμα στη χρυσή εποχή της jazz της Βαρκελώνης με τραγούδια που ηχογραφήθηκαν το διάστημα 1920-1960. Το άλμπουμ έλαβε εξαιρετικές κριτικές και αφιερώματα από τους μεγαλύτερους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς της Καταλονίας. |
Οι μελωδίες συνυπάρχουν αρμονικά με την ιστορία. Η ενορχήστρωση είναι προσεγμένη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, οι ρυθμοί, οι στίχοι «αγκαλιάζουν» τρυφερά τους μικρούς ακροατές, οι οποίοι είναι σίγουρο ότι θα ανακαλούν τα τραγούδια. Νοσταλγία, ονειροφαντασία, ρυθμοί που ταξιδεύουν μέσα στη μέρα και το βράδυ, στο σκοτάδι και στο φως, στίχοι με προβληματισμό όπως «Το Φεγγάρι στο σφυρί», ή για την καθημερινότητα που αγχώνει τα παιδιά, όπως και τους μεγάλους (πρωτότυπη η σύλληψη στο τραγούδι «Το τέρας της Δευτέρας»), για «Το χιόνι», για την «Μέρα που τρέχει», για να κοιμηθεί κανείς γλυκά τη νύχτα (για παράδειγμα το «Νάνι Νίνο» ή το «Νυσταγμένο Τραγουδάκι») συγκροτούν μια ολιστική, τρυφερή και καλοδουλεμένη προσέγγιση του νεαρού στην ηλικία κοινού.
Στη λογική της ολοκληρωμένης, πολυαισθητηριακής, θεατρικής εντέλει εμπειρίας, υπακούει και η εικονογράφηση της Τατιάνας Κοντούλη. Με μικτή σχεδιαστική τεχνική που συνδυάζει ακουαρέλες, μολύβι και κολλάζ η Κοντούλη δημιουργεί εικόνες παράδοξα εθιστικές. Μορφές και περιβάλλοντα που είναι σαν να έχουν βγει από τη βικτωριανή εποχή, πλάνα εικόνων που θυμίζουν σκηνές από ταινίες του Ζωρζ Μελιές, ταξιδεύουν τον αναγνώστη στις σελίδες του βιβλίου και από εκεί στη μουσική. Δεν πρέπει τέλος να παραλείψουμε ότι στο βιβλίο υπάρχει και η παρτιτούρα του «Νάνι Νίνο», δίνοντας ένα ακόμη ερέθισμα σε μεγάλους και παιδιά που ξέρουν ή μαθαίνουν μουσική, να αλληλεπιδράσουν με το υλικό και γιατί όχι να δοκιμάσουν να παίξουν εξ ακοής και τα άλλα κομμάτια.
Ο Γιώργης Χριστοδούλου μαζί με όλους όσοι συνεργάζονται δημιουργικά για την αναγνωστική-εικαστική-μουσική εμπειρία στο Μα πού πήγε το Φεγγάρι;, προσφέρει ένα ποιοτικό πολυ-αφήγημα που θα διαρκέσει στο χρόνο, ενώ ανεβάζει τον πήχυ ακόμα ψηλότερα, τόσο για τις επόμενες προτάσεις του στον τομέα του μουσικού βιβλίου, όσο και για άλλους, νέους δημιουργούς που θα θελήσουν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους σε ανάλογες προσπάθειες.
*Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΡΑΠΤΟΥ είναι θεατρολόγος-εκπαιδευτικός, κριτικός θεάτρου και βιβλίου.