Για τη συλλογή παραμυθιών «13 παραμύθια που μου έλεγε η Αρβανίτισσα γιαγιά μου για να κοιμηθώ» της Κατερίνας Τσούμπα σε εικονογράφηση Αμάντας Γκαλάλ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φουρφούρι. «Δείγματα καλού ελληνικού, δημώδους «γκοθ», με μια αίσθηση που σε κάνει να θες να τυλιχθείς καλά με τα στρωσίδια και ανακουφισμένος να κοιμηθείς».
Γράφει η Ελευθερία Ράπτου
Τα παραμύθια συνηθίζεται να καταλήγουν με την προσφιλή επωδό: «Και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα». Η ανακουφιστική φράση με την οποία τα παιδιά καληνυχτίζονται γενιές ολόκληρες, αποτελεί εγγύηση ότι αν και η ιστορία που άκουσαν μπορεί να έχει σημεία σκοτεινά, σκληρές εικόνες ή ακόμα καταστάσεις πολύ δύσκολες για ένα παιδί να τις κατανοήσει, στο τέλος πάντα αποκαθίσταται η τάξη των πραγμάτων. Μετά την τρικυμία που προκαλούν τα αφηγούμενα πάθη και οι δοκιμασίες των ηρώων, όλα βαίνουν καλώς. Με κάποιο τρόπο υπάρχει η θεϊκή ίσως πρόνοια που παρηγορητικά εγγυάται ότι θα ζήσουν όλοι καλά: στο παραμύθι και στην πραγματικότητα.
Τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ, στην πρώτη τους έκδοση, συγκεφαλαιώνουν τον λαϊκό πλούτο της Γερμανίας, και γενικότερα των τευτονικών περιοχών που διαθέτουν τη δική τους πληθωρική λαογραφία. Όπως συμβαίνει πάντα στον λαϊκό πολιτισμό τα δάνεια και τα αντιδάνεια ανάμεσα στις κουλτούρες των λαών είναι μια συνεχής διαδικασία και τούτο επιβεβαιώνει η πλούσια συλλογή των ιστοριών που συνέλεξαν οι αδελφοί Γκριμ. Εξίσου σημαντικό είναι το ότι εκείνη η πρώτη συλλογή των περίπου 156 παραμυθιών, θρύλων, μύθων (2 τόμοι το 1812 και 1815), ξαφνιάζει τον αναγνώστη. Τούτο συμβαίνει γιατί πολύ γνωστά παραμύθια, όπως η Ραπουνζέλ, η Σταχτοπούτα, το Χάνσελ και Γκρέτελ, ο Λύκος και τα επτά Κατσικάκια, η Χιονάτη κ.λπ. όπως και λιγότερο γνωστά, για παράδειγμα Το γαλάζιο φως, Οι τρεις στρατιωτικοί χειρουργοί, Ο ουράνιος γάμος, Η άσπρη και η μαύρη νύφη κ.ά., δεν είναι χαριτωμένα, παστέλ χρωματιστά, «αποστειρωμένα» παραμύθια, όπως συχνότατα πια συμβαίνει. Δεν πρόκειται για ιστορίες όπου όλα βαίνουν καλώς, κανείς δεν παθαίνει τίποτα, κανείς δεν πληγώνεται ή κακοπερνάει, κανείς δεν πεθαίνει, δεν υφίσταται το κακό και γενικώς όλοι ζουν σε μια συνθήκη ζαχαρένια, όπου αν αίφνης το κακό παρεισφρήσει θα αντιμετωπιστεί με κατανόηση, συζήτηση και σεβασμό στη διαφορετικότητα της άποψης.
Ο Νικόλαος Πολίτης, εισηγητής της ελληνικής λαογραφικής επιστήμης, ήταν αυτός που στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου συστηματικά ασχολήθηκε με την ελληνική παράδοση και τη δημώδη λογοτεχνία, το δημοτικό τραγούδι, της παροιμίες, ενώ οι εκδόσεις της συστηματικής εργασίας του θεωρούνται μνημειώδη έργα.
Στο ίδιο μήκος κύματος, η ελληνική λαογραφία, η ελληνική δημώδης λογοτεχνία, αυτή η εξαιρετικά πλούσια, πολυσυλλεκτική πολιτισμική μας κληρονομιά είναι ένας θησαυρός που περιμένει πάντα να τον ανακαλύψουμε. Ο Νικόλαος Πολίτης, εισηγητής της ελληνικής λαογραφικής επιστήμης, ήταν αυτός που στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου συστηματικά ασχολήθηκε με την ελληνική παράδοση και τη δημώδη λογοτεχνία, το δημοτικό τραγούδι, της παροιμίες, ενώ οι εκδόσεις της συστηματικής εργασίας του θεωρούνται μνημειώδη έργα. Έκτοτε πολλοί και άξιοι είναι οι Έλληνες ερευνητές που ασχολήθηκαν και ασχολούνται με την λαογραφία, τη δημώδη λογοτεχνία και τα λαϊκά παραμύθια του τόπου μας. Πλέον οι συλλογές λαϊκών παραμυθιών, μύθων και θρύλων από τα μήκη και τα πλάτη του ελληνισμού είναι στη διάθεσή μας. Σε αυτές τις συλλογές, όπως και στα παραμύθια που συγκέντρωσαν οι Γκριμ, το ανοίκειο, το άγνωστο, το κακό, το απειλητικό, η πονηριά, το ψέμα, οι δύσκολες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, αλλά και οι κώδικες αξιών, η πίστη, η αγάπη, η προκοπή, η αποφυγή της πλεονεξίας, της ατιμίας κ.ο.κ. εμφανίζονται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, κάποιοι εκ των οποίων, μπορούν ίσως να κινητοποιήσουν τα αντανακλαστικά του νέου συγγραφικού και αναγνωστικού καθωσπρεπισμού, που στο όνομα της προστασίας και της συμπερίληψης, τελικά ακυρώνει το αισθητικό ζητούμενο και την ουσία του «συνανήκειν».
Αρβανίτικα παραμύθια: Δείγματα καλού ελληνικού, δημώδους «γκοθ», μια αίσθηση που σε κάνει να θες να τυλιχθείς καλά με τα στρωσίδια και ανακουφισμένος να κοιμηθείς
Στη μεγάλη οικογένεια των παραμυθιών της ελληνικής δημώδους λογοτεχνίας ανήκουν και τα αρβανίτικα παραμύθια. Οι εμπειρίες από τη σκληρή ζωή στην ελληνική ύπαιθρο των προηγούμενων αιώνων, ο καθημερινός αγώνας των κτηνοτρόφων και των αγροτών, η πίστη στους οικογενειακούς δεσμούς, το ισχυρό αξιακό σύστημα, οι δοξασίες για τον κόσμο των στοιχειών, ο ξένος ως ευλογία αλλά και απειλή ενοφθαλμίζουν τις αρβανίτικες ιστορίες για παιδιά. Και επειδή ίσως για πολλούς από εμάς η αρβανίτικη παράδοση μπορεί να μην είναι τόσο γνωστή, η Κατερίνα Τσούμπα αναλαμβάνει να μας παρουσιάσει τα παραμύθια που της έλεγαν οι αρβανίτισσες γιαγιάδες της, όταν μικρή περνούσε μαζί τους τις διακοπές και τις γιορτές, εκεί στα μέρη μεταξύ της Αργολίδας και της Κορινθίας.
Τα παραμύθια με τα οποία την κοίμιζαν οι γιαγιάδες της είναι μέρος της νύχτας στο ύπαιθρο, όταν το σκοτάδι είναι πυκνό και όλα μπορούν να συμβούν.
13 παραμύθια που μου έλεγε η Αρβανίτισσα γιαγιά μου για να κοιμηθώ, είναι ο τίτλος του βιβλίου της, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φουρφούρι (επιμέλεια σειράς: Νίκος Χατζόπουλος), με τη μορφή ενός κομψού, σκληρόδετου αλλά εύχρηστου τόμου. Ο αριθμός 13 ίσως να έχει και σημασία. Τα παραμύθια που μας παρουσιάζει η Τσούμπα δεν είναι για αναγνώστες και ακροατές που ονειρεύονται πρίγκιπες και βασιλικούς χορούς με χρυσοποίκιλτα φουστάνια. Τα παραμύθια με τα οποία την κοίμιζαν οι γιαγιάδες της είναι μέρος της νύχτας στο ύπαιθρο, όταν το σκοτάδι είναι πυκνό και όλα μπορούν να συμβούν. Καλικάντζαροι και στοιχειά, ο θάνατος με τη μορφή μιας γοητευτικής γυναίκας, κλέφτες και κακοποιά πνεύματα, άνθρωποι με πάθη που τιμωρούνται σκληρά, αλλά και η αξία της ουσιαστικής φιλίας, οι άκαμπτοι κοινωνικοί κώδικες των αγροτικών κοινοτήτων, ιστορίες με ζώα πονηρά και αγαθά, οι δοξασίες και οι προλήψεις, η διπλή όψη της φύσης που είναι αρωγός και πλανεύτρα, τροφός και κίνδυνος, μπλέκονται στις ιστορίες του βιβλίου.
Η γραφή είναι λιτή, με ρυθμό «δωρικό», το κείμενο διανθίζεται με λέξεις από την αρβανίτικη διάλεκτο, τις οποίες η συγγραφέας φροντίζει να εξηγήσει σε σημειώσεις. Τα παραμύθια έχουν αρχή, μέση και τέλος. Υπάρχει μια αιτιώδης σχέση μεταξύ των πράξεων και των αποτελεσμάτων, των επιλογών των ανθρώπων και της τελικής τιμωρίας ή ευμένειας που θα λάβουν. Η «σκοτεινή», μυστηριακή ατμόσφαιρα είναι υποβλητική˙ πρόκειται για δείγματα καλού ελληνικού, δημώδους «γκοθ», μια αίσθηση που σε κάνει να θες να τυλιχθείς καλά με τα στρωσίδια και ανακουφισμένος να κοιμηθείς. Γιατί είσαι τυχερός που βρίσκεσαι στην θαλπωρή του σπιτιού και επίσης σίγουρος ότι στο τέλος όλοι με κάποιον τρόπο θα ζήσουν καλά, όσο παράδοξο και αν ακούγεται αυτό. Στα λαϊκά παραμύθια κατοικεί πάντα κάτι το αρχέγονο˙ υποβλητικό και ιαματικό μαζί.
Για τους ώριμους αναγνώστες, τα αρβανίτικα παραμύθια του μικρού τόμου, έχουν διαφορετικά επίπεδα νοήματος. Εξάλλου τα παραμύθια είναι πλούσια σε συνδηλώσεις, ιδίως όταν το ακροατήριο στο οποίο απευθύνονταν τα παλιά χρόνια ήταν διττό, παιδιά και ενήλικες που όλοι μαζί θα ψυχαγωγούνταν τις νύχτες. Επίσης γιατί καθώς είναι αφηγήματα που πολλοί θα τα οικειοποιηθούν, είναι αναπότρεπτο στις παραλλαγές τους να εισέλθουν νέα μηνύματα και αφηγηματικές διαδρομές. Ας μη ξεχνάμε όμως ότι όλα τα παραμύθια έχουν ψυχαναλυτικές αναφορές, ανθρωπολογικές, εθνογραφικές, κοινωνικές σημειώσεις και αποτελούν υλικό έρευνας, όταν ιδωθούν μέσα από το πρίσμα της επιστήμης. Η Τσούμπα στο σύντομο επίμετρο της έκδοσης, καθιστά σαφή τον παραμυθιακό μετεωρισμό: «…Και τα παραμύθια έμπαιναν στον αυτόματο με πολλές εναλλαγές και ενδιάμεσες παύσεις, καθώς τα μάτια έκλειναν και το σώμα έσβηνε».
Στο εισαγωγικό σημείωμα της έκδοσης από τον Λεωνίδα Κουτσουμπό, επίκουρο καθηγητή στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ, γίνεται αναφορά στο «κοινό πεδίο που ενώνει όλους τους ανθρώπους: την αγωνία της ύπαρξης…», όπως και στο ότι κατά τον Ησίοδο ο δίδυμος αδελφός του Ύπνου ήταν ο Θάνατος.
Τη μυστηριακή, αδρή ατμόσφαιρα των αρβανίτικων παραμυθιών μεταδομεί σε εικόνες η εικαστικός και εικονογράφος Αμάντα Γκαλάλ. Ο απόλυτος τόνος του μαύρου σχεδιάζει αντιστικτικά τους χώρους καθώς αντιπαρατίθεται με γαιώδεις, τονικά αποφασιστικές, αποχρώσεις του κίτρινου, του πορτοκαλί, του πράσινου, του μπλε, του κόκκινου. Το λευκό κοσμεί σημειακά τις λεπτομέρειες των μορφών, οι οποίες απηχούν κάτι από την τέχνη των μελανόμορφων αγγείων και το θέατρο σκιών. Η Γκαλάλ δίνει με τη χρήση του μαύρου στις μορφές και στους χώρους δύναμη και κίνηση, όπως το φως στις σκιές. Ενισχύει αισθητικά τη γραφή.
Τα 13 παραμύθια που μου έλεγε η Αρβανίτισσα γιαγιά μου για να κοιμηθώ είναι μια συλλογή που μπορεί να διαβαστεί από μεγαλύτερα παιδιά και ενήλικες και αναλόγως να προσαρμοστεί προφορικά για τους μικρούς ακροατές, εφόσον χρειάζεται. Προσωπικά μου θύμισαν τα δικά μου παιδικά χρόνια, τότε που η δική μου γιαγιά, η Θρακιώτισσα μου έλεγε για το πώς κομμάτιασαν τον Ορφέα οι αρχαίες Θρακιώτισσες ή όταν άκουγα για τον μπαμπούλα που κατέβαινε από τα βουνά της Ροδόπης για να φάει κομμάτια μας ή όταν η γριά μπάμπω θα ερχόταν να μας βάλει στο άπατο σακί. Και ομολογουμένως, εφόσον μετά όλοι ήταν καλά και εμείς καλύτερα, κοιμόμουν τον καλύτερο ύπνο της ζωής μου, τον παιδικό.
*Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΡΑΠΤΟΥ είναι θεατρολόγος-εκπαιδευτικός, κριτικός θεάτρου και βιβλίου.