Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Μπριζίτ Ζιρό [Brigitte Giraud] «Αγνοείται», σε μετάφραση της Μαρίζας Ντεκάστρο, το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 21 Μαρτίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: 018
«Καταστροφική» δεν είναι η σωστή λέξη, εφόσον μέσα σε μια ώρα διαδραματίστηκαν σ’ αυτή την αίθουσα, για πρώτη φορά μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια διδασκαλίας, τα πάντα. Όλα αυτά τα χρόνια είχα δει τη ζωντάνια, το πάθος, την ευαισθησία, την απόλυτη ευφυΐα. Είχα δει το θάρρος, την ελευθερία, τη γενναιοδωρία, αλλά και τη συντριβή της αποτυχίας. Αυτά θυμάμαι. Εκείνο που με βασανίζει και με πνίγει, είναι η οπτική που έδωσε ο Λίβιο στην εργασία του. Ήταν ένα κάλεσμα για βοήθεια το οποίο δεν αντιλήφθηκα. Το άκουσα, το αποκρυπτογράφησα, αλλά δεν ανέλαβα την ευθύνη μου ως ενήλικη να ανταποκριθώ στο κάλεσμα αυτό. Με βλέπω να στέκομαι κολλημένη στο κρύο καλοριφέρ σε κατάσταση παράλυσης και να παρακολουθώ τις αντιδράσεις της τάξης αναζητώντας τρόπο να τις ελέγξω, να κάνω κάτι ώστε εκείνα τα πενήντα λεπτά να μη μετατραπούν σε ψυχόδραμα ή σύγκρουση. Δεν σταματάω να με σκέφτομαι στο βάθος της αίθουσας για να έχω μια συνολική εικόνα τόσο του Λίβιο που παρουσίαζε έτοιμος να πάρει φωτιά, όσο και των υπολοίπων που στριφογύριζαν ανήσυχα στις καρέκλες τους, κάποιες στιγμές όλοι μαζί και στον ίδιο ρυθμό, να πιάνω τις κουβέντες που πετάγονταν εδώ κι εκεί, καλοπροαίρετες ή επιθετικές, ενθαρρυντικές ή προσβλητικές.
Έχω ακόμη στ’ αφτιά μου τα παιδιά από τα μπροστινά θρανία που μιμούνταν κραυγές ζώων –νομίζω ήταν ο Κένζι– και τις οποίες σταμάτησα με δυσκολία. Ακούω τη φωνή του Λίβιο να πάλλεται με εκείνο το βαθύ και σπαρακτικό ηχόχρωμα, να σπάει κάπου κάπου, καθαρή τις περισσότερες φορές να σκίζει τον αέρα, να παίρνει ανάσες για να προχωρήσει. Από την ομορφιά εκείνης της καθοριστικής ώρας μού έμεινε ο Λίβιο που ποτέ δεν δίσταζε και ποτέ δεν το έβαζε κάτω. Ακούω εκείνη τη φωνή, εξαιρετικά ώριμη για την ηλικία του, να υψώνεται και να μας παρασύρει. Να μας αλλάζει. Ήταν η φωνή ενός αγοριού που δεν είχε τίποτε να χάσει, και που, μιλώντας για τον Μάγκνους Χίρσφελντ, μιλούσε για τον εαυτό του ρισκάροντας τα πάντα.
Αν έπρεπε να κρατήσω ένα μάθημα από εκείνη τη μέρα, θα ήταν μάθημα θάρρους από μεριάς του να μιλήσει για την αλήθεια μέσα του χωρίς να αναφερθεί στον εαυτό του. Να πει για τις δυσκολίες, τον φόβο, την ευαισθησία του, χωρίς αυτολύπηση, χωρίς να διεκδικήσει τίποτε, χωρίς καν να πει «εγώ».
Ομολογώ πως όσα μας είπε εκείνο το περίφημο πρωινό της Παρασκευής δεν τα γνώριζα. Ας το παραδεχτούμε, δεν τα γνωρίζουν όλα οι καθηγητές. Δεν είπα στον Λίβιο ότι μίλησε για ένα περιστατικό από την άνοδο του ναζισμού που αγνοούσα. Σκόπευα να τον συγχαρώ, να πω τα καλύτερα για την εργασία και τη σοβαρότητα με την οποία δούλεψε, όμως στο τέλος της ώρας, στο τέλος της παρουσίασης που ξεπέρασε για λίγα λεπτά τον ενδεδειγμένο χρόνο, έπρεπε να τρέξω στη διεύθυνση όπου είχα ένα ραντεβού. Δεν συνειδητοποίησα ότι εκείνη τη στιγμή προείχε να μείνω εκεί, να προστατέψω τον Λίβιο, να τον βοηθήσω να διατηρήσει την αυτοπεποίθησή του, να μην καταρρεύσει μετά απ’ όσα αποκάλυψε, αυτά που προκάλεσαν μια χιονοστιβάδα απρόσμενων αντιδράσεων και, πολύ σύντομα, μετατράπηκαν σε έναν φαύλο κύκλο από αρρωστημένες φήμες.
Μόνο που η αντίδρασή μου ήταν κατώτερη των όσων έλαβαν χώρα στο βήμα. Ανάρμοστη. Με δυο λόγια, ανεπαρκής. Δεν αφήνουμε έναν μαθητή να τα βγάλει πέρα μόνος του με τις αντιδράσεις που προκάλεσε.
Δεν τόλμησα να πάω αργοπορημένη στον διευθυντή· περίμενα εδώ και καιρό μια συνάντηση μαζί του κι επιτέλους ήταν διαθέσιμος. Μάζεψα τα υπάρχοντά μου, ευχαρίστησα βιαστικά τον Λίβιο για τη συναρπαστική εργασία, του είπα πόσο με ενδιέφερε το θέμα και όρμησα έξω από την αίθουσα. Μόνο που η αντίδρασή μου ήταν κατώτερη των όσων έλαβαν χώρα στο βήμα. Ανάρμοστη. Με δυο λόγια, ανεπαρκής. Δεν αφήνουμε έναν μαθητή να τα βγάλει πέρα μόνος του με τις αντιδράσεις που προκάλεσε. Δεν γίνεται. Το ήξερα, το ένιωθα, αλλά αποφάσισα να τρέξω σαν αλαφιασμένη για να μην αφήσω τον διευθυντή να περιμένει. Κι έκανα τη χειρότερη επιλογή. Θα είχα χρόνο να μιλήσω την επόμενη μέρα στον Λίβιο, σκέφτηκα. Θα συζητούσαμε πάλι την απίστευτη πορεία του Γερμανοεβραίου γιατρού που είχε φέρει την επανάσταση στις δεκαετίες του ’20 και του ’30. Το έβαλα στα πόδια, η αντίδρασή μου ήταν απογοητευτική, δεν υποστήριξα τον Λίβιο, δεν αντιμετώπισα εκείνους που θα τον σπίλωναν με τα αηδιαστικά λόγια τους, δεν τον προστάτεψα, δεν εκμεταλλεύτηκα την εξουσία μου για να εξουδετερώσω τις απειλές που θα τον τσάκιζαν μόλις θα έστριβα την πλάτη μου. Γιατί ήταν προφανές πως ο Λίβιο κινδύνευε μετά τις λεπτομέρειες που ανέφερε για τον τρόπο με τον οποίο καταστράφηκε η επιστημονική βιβλιοθήκη του Μάγκνους Χίρσφελντ στις πρώτες καύσεις που διέπραξαν
οι ναζί το 1933.
Αυτός ήταν ο κύριος άξονας της εργασίας του, ο οποίος αποτελούσε μέρος του κεφαλαίου που μελετούσαμε· η διαβόητη άνοδος του ναζισμού κατά την οποία οι οπαδοί του Χίτλερ και του Γκέμπελς είχαν ενορχηστρώσει την καταστροφή των έργων που ανήκαν στην κατηγορία «μη γερμανική σκέψη». Ανάμεσα σ’ εκείνα τα βιβλία ήταν και οι είκοσι χιλιάδες τόμοι που συγκέντρωνε για χρόνια ο Μάγκνους Χίρσφελντ και οι οποίοι συγκροτούσαν τη βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου Σεξολογίας, που ίδρυσε στο Βερολίνο πριν από έναν αιώνα, το 1919. Μοναδικά αρχεία, πολύτιμα και αναντικατάστατα, έγιναν στάχτη κατά τη διάρκεια μιας διεστραμμένης τελετής στο Βερολίνο στην πλατεία της Όπερας, στις 10 Μαΐου 1933. Δεν ήταν η μοναδική βιβλιοθήκη που πυρπολήθηκε. Φωτογραφίες υπάρχουν στο διαδίκτυο και καθένας μπορεί να τις δει. Ωστόσο, για να κατανοήσουμε τα γεγονότα χρειαζόταν μια λεπτομερειακή παρουσίαση, πράγμα που έκανε ο Λίβιο προσεγγίζοντας το θέμα με πολύ προσωπικό τρόπο.
«Προσωπικός τρόπος», και λίγα λέω, αφού ο Λίβιο δεν δίστασε να εστιάσει στην πορεία και στον αγώνα εκείνου του ιδιόρρυθμου γιατρού που αγωνίστηκε, ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα, για την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών και για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων. Το είχε παρακάνει, κι εγώ όχι μόνο ανακάλυπτα εκείνη τη στιγμή την ύπαρξη του Χίρσφελντ, αλλά και τους τριάντα εφήβους των οποίων είχα την ευθύνη. Και βρέθηκα ένα βήμα πίσω, ανίκανη να προβλέψω τις αντιδράσεις. Ήταν ένα πρωινό γεμάτο κινδύνους. Έπρεπε να έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα, έπρεπε να ακούω κάθε λέξη, να καταλαβαίνω κάθε έννοια, επειδή ο Λίβιο δεν παπαγάλιζε ένα οποιοδήποτε επεισόδιο που συνδεόταν με την άνοδο του ναζισμού. Αντίθετα, εξέταζε και εμβάθυνε σε ένα πεδίο το οποίο, απ’ όσο γνωρίζω, κανένας από τους καθηγητές των τελειόφοιτων δεν είχε αγγίξει. Σκιαγραφούσε την πορεία εκείνου του γιατρού, που πρώτος στον κόσμο μελέτησε την ανθρώπινη σεξουαλικότητα με επιστημονικό τρόπο και ίδρυσε το περίφημο ινστιτούτο για το οποίο μας μιλούσε ο Λίβιο, και το οποίο εξαγρίωσε τους ναζί σε σημείο ώστε να θέλουν να το λεηλατήσουν, να κάψουν τα βιβλία και τα φωτογραφικά αρχεία και να απειλήσουν άγρια τον ιδιοκτήτη, ο οποίος κατέληξε να αυτοεξοριστεί για να σωθεί.
Ήταν μια εποχή η οποία δεν σήκωνε αστεία με αυτού του είδους τις «παρεκκλίσεις». Η ταυτότητα του Εβραίου και του ομοφυλόφιλου δεν ταίριαζε σε εκείνη την εποχή.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ο κεντρικός ήρωας της Ζιρό, ο Λίβιο, παρουσιάζει μια εργασία για την καύση βιβλίων από τους ναζί κατά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αναφέρεται στον Μάγκνους Χίρσφελντ, έναν Γερμανοεβραίο γιατρό που πάλεψε για την ισότητα των φύλων και τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων. Για τον Λίβιο είναι κάτι περισσότερο από μια απλή παρουσίαση· είναι μια διεκδίκηση, μια εξομολόγηση. Αντιμετωπίζεται όμως με αμηχανία, αδιαφορία αλλά και εχθρικότητα.
Από τότε αγνοείται. Κανείς δεν ξέρει τι έχει απογίνει... Στον απόηχο της εξαφάνισης αντηχούν όλα τα δύσκολα ερωτήματα. Κι αν αυτή η φυγή ήταν η απόλυτη έκφραση του θάρρους;
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Μπριζίτ Ζιρό [Brigitte Giraud] γεννήθηκε στην Αλγερία το 1960 και μεγάλωσε στη Γαλλία. Είναι μεταφράστρια και δημοσιογράφος, ενώ παλαιότερα εργαζόταν σε βιβλιοπωλείο. Το 2022 βραβεύτηκε με το σημαντικότερο βραβείο γαλλικής λογοτεχνίας Goncourt για την αυτοβιογραφική νουβέλα Ζήσε γρήγορα (εκδ. Καστανιώτη, 2023).
Έγινε έτσι η δέκατη τρίτη γυναίκα που τιμάται με αυτό το βραβείο, ανάμεσά τους είναι η Σιμόν ντε Μποβουάρ, η Μαργκερίτ Ντυράς, η νομπελίστρια Ανί Ερνώ. Έχει γράψει πολλά μυθιστορήματα και νουβέλες, ενώ η απώλεια και ο αποχωρισμός αποτελούν το κύριο συγγραφικό της μοτίβο.