«Με το καπέλο που έχω σας χαιρετώ». Όσοι δεν έχουν υπάρξει αναγνώστες της Άλκης Ζέη ως παιδιά, είτε επειδή είναι μεγαλύτεροι είτε επειδή είναι πολύ νεώτεροι είτε επειδή απλώς δεν έτυχε, έχουν τώρα την ευκαιρία να συστηθούν σε πρώτο πρόσωπο με το κορίτσι με τα σοσονάκια, τα γελαστά μάτια και το λαμπερό χαμόγελο που είχε από πολύ νωρίς ιστορίες να διηγηθεί. Είναι το κορίτσι της ξεγνοιασιάς της Σάμου, της αθηναϊκής παιδικής ηλικίας με τις αστικές συνήθειες, της κατοχής και της πείνας αλλά και της αξιοπρέπειας, της ΕΠΟΝ, των Δεκεμβριανών.
Της Ελένης Κορόβηλα
Με το αυτοβιογραφικό «Μολύβι φάμπερ νούμερο δύο» η Ζέη εστιάζει στα πρώτα χρόνια της ζωής της: Από τη γέννησή της, το 1925, έως τον γάμο της με τον σκηνοθέτη Γιώργο Σεβαστίκογλου (1913-1990), το 1945, λίγο πριν η Ελλάδα μπει στη χειρότερη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της. Μας δίνει τα κλειδιά που μας έλειπαν για να εισέλθουμε στο σύμπαν από το οποίο προήλθε η ίδια και μαζί της μια φουρνιά μοναδικών ανθρώπων – αποδίδοντας έτσι εύσημα σε εκείνους που θεωρεί πως τους τα οφείλει.
Χιούμορ, αυτοσαρκασμός και πίστη
Όσο προχωρά η εξιστόρηση, δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε για τη συγκυρία που οδήγησε στη συνάντηση όλων εκείνων των προσωπικοτήτων που σημάδεψαν την καλλιτεχνική και λογοτεχνική ιστορία της Ελλάδας. Ο Ελύτης, ο Γκάτσος, ο Πλωρίτης, ο Κουν, η Μελίνα, ο Ροντήρης, ο Χατζιδάκις και πολλοί άλλοι περνούν, έστω και για μια στιγμή, μπροστά από τα μάτια μας. Η μικρή Αθήνα του μεσοπολέμου, της κατοχής, του εμφυλίου είχε μετρημένα καλλιτεχνικά κέντρα, λίγα λογοτεχνικά στέκια. Τα όσα διαμείβονται ωστόσο εκεί είχαν την ορμή της πρώτης ανακάλυψης και το αποτύπωμα της αυθεντικότητας.
Τα παιδιά των (λίγων) αστών φοιτούσαν σε καλά (ιδιωτικά) σχολεία, μάθαιναν ξένες γλώσσες και μουσική, παρακολουθούσαν λίγο θέατρο ή κινηματογράφο, και διάβαζαν. Η Ζέη και οι αδερφές της περνούν τα πρώτα χρόνια τους σε περιβάλλον μεγάλης ελευθερίας, στη Σάμο, ενώ λίγο αργότερα επιστρέφουν στην Αθήνα όπου ο πατέρας τις περιβάλει με αγάπη και τους παρέχει μεγάλη συναισθηματική ασφάλεια – όχι χωρίς αυστηρότητα.
Οι αδελφές Ζέη, η πρωτότοκη Λενούλα και η μικρότερη Άλκη, μεγαλώνουν στο πλαίσιο μιας ευρύτερης οικογένειας από την πλευρά της μητέρας τους, της Έλλης Σωτηρίου και δίδυμης αδελφής του Πλάτωνα Σωτηρίου, συζύγου της Διδώς Σωτηρίου. Οι θείες και δευτερευόντως τα ξαδέλφια δημιουργούν δίχτυ ασφαλείας γύρω από το κορίτσι. Οι οικογενειακοί δεσμοί είναι αδιαπραγμάτευτοι και αποτελούν τους πρώτους ακλόνητους αρμούς στο οικοδόμημα της ζωής τους.
Αλλά το παιδί αυτής της οικογένειας έχει χώρο στην καρδιά του για δυνατές φιλίες. Το δέσιμό της με τη Ζωρζ Σαρρή –την έτερη σημαντική συγγραφέα που συνέβαλλε μαζί με την Ζέη στην εισαγωγή στοιχείων κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού στο βιβλίο για παιδιά στην Ελλάδα– περιγράφεται με θαυμασμό, τρυφερότητα και αγάπη.
Ένα ακόμη στοιχείο από τη ζωή της Άλκης Ζέη που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της και στην ανάπτυξη των ικανοτήτων της είναι η τύχη που είχε να βρεθεί κοντά σε εμπνευσμένους «δασκάλους»: από τον λόγιο παππού, λάτρη των αρχαίων, τους εκπαιδευτικούς της σχολής Αηδονοπούλου, τον Βεάκη στο Ωδείο Αθηνών έως τις συντροφιές του Λουμίδη.
Οι έρωτες των κοριτσιών και οι κλαψωδίες του Κλούβιου
Η Άλκη Ζέη μας έχει πάρει πολλές φορές από το χέρι. Μαζί της έχουμε κάνει τον «Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου», μαζί της καβαλήσαμε «Το καπλάνι της βιτρίνας», μαζί της σταθήκαμε στο παράθυρο «Κοντά στις ράγες». Τώρα μαθαίνουμε πως υπήρξε η αρχική δημιουργός του αξιαγάπητου Κλούβιου, πολύ πριν η (δασκάλα της) Ελένη Περράκη τον κάνει ταίρι με τη Σουβλίτσα στο κουκλοθέατρο του «Μπάρμπα Μητούση». Βλέπουμε τη Λενούλα να τυλίγει τα μαλλιά της με κουρελάκια και να χαιρετά το πλήθος ως άλλη σταρ του Χόλυγουντ και οι σελίδες του Μεγάλου Περίπατου του Πέτρου ανοίγονται μπροστά μας.
Όσοι την διάβασαν ως παιδιά κουβαλούν τις ιστορίες της για πάντα.
Όσοι τη διάβασαν ως παιδιά κουβαλούν τις ιστορίες της για πάντα στα μπαγκάζια τους. Μαθαίνοντας τώρα, πώς ξεκίνησαν όλα και πως με ένα σχολικό μολύβι στην κουζίνα ενός διαμερίσματος της προπολεμικής Αθήνας άρχισε να αφήνεται στην απόλαυση της συγγραφής, ξεπηδά μια γλυκιά ευγνωμοσύνη για το περιβάλλον που την ανάθρεψε πνευματικά και ουσιαστικά. Από τον αρχετυπικό παππού, την καλόψυχη θεία των πρώτων χρόνων στη Σάμο, την υπέρκομψη, ψυχή τε και σώματι όπως αντιλαμβανόμαστε, μητέρα, τον δίκαιο αλλά αυστηρό πατέρα, την αγωνίστρια, πρωτοπόρο θεία, την επαναστάτρια επιστήθια φίλη που δεν μπορεί να πει το «ρο» αλλά μπορεί να κάνει τα βουνά να σκύψουν με τη θέλησή της, την φύλακα-άγγελο αδελφή.
Με το «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο» σιγουρευόμαστε για ένα πράγμα: το Κουτοκούλι θα γινόταν η συγγραφέας που αγαπάμε ακόμη κι αν δεν την κάθιζε στο μαρμάρινο τραπέζι της κουζίνας μια υπηρετριούλα της προπολεμικής Αθήνας ζητώντας της να δώσει φωνή στον έρωτά της για τον αγαπημένο της.
* Η Ελένη Κορόβηλα είναι δημιοσιογράφος.