
Για το βιβλίο «Πέντε νύχτες στου Φρέντι: Τα ασημένια μάτια», καθώς και για το ομότιτλο κόμικ, των συγγραφέων Σκοτ Κόθον και Κίρα Μπριντ-Ρίσλεϊ, (μτφρ. Κέλλυ Δημοπούλου, εκδ. Ψυχογιός). Κεντρική εικόνα: Στιγμιότυπο από την ταινία «Five Nights at Freddy's» (2023).
Γράφει ο Σόλωνας Παπαγεωργίου
Το δημοφιλές βιντεοπαιχνίδι τρόμου «Πέντε νύχτες στου Φρέντι» [«Five Nights at Freddy's»] κυκλοφόρησε το 2014, κερδίζοντας τις εντυπώσεις του κοινού χάρη στη σκοτεινή και τεταμένη ατμόσφαιρα της κάθε πίστας του. Ο παίκτης, καθώς χειρίζεται τον νυχτοφύλακα που φυλάει τους χώρους ενός εγκαταλελειμμένου εστιατορίου, το οποίο σημειωτέον παραπέμπει στη δημοφιλή αμερικανική αλυσίδα Chuck E. Cheese, καλείται να επιβιώσει από τις επιθέσεις των ζωόμορφων animatronics του καταστήματος, που κατά τη διάρκεια της ημέρας διασκεδάζουν τις οικογένειες, αλλά μέσα στη νύχτα ζωντανεύουν, έχοντας κακούς σκοπούς.
Από βιντεοπαιχνίδι… βιβλίο και κόμικ
Ήταν επόμενο το επιτυχημένο πρώτο παιχνίδι να εμπνεύσει συνέχειες, δημιουργώντας σταδιακά ένα ολόκληρο franchise, που σύντομα επεκτάθηκε στον χώρο της λογοτεχνίας για νέους, καθώς και του κόμικ. Το πρώτο βήμα σε αυτά τα ξεχωριστά είδη τέχνης έχει τον τίτλο Τα ασημένια μάτια (μτφρ. Κέλλυ Δημοπούλου, εκδ. Ψυχογιός) και ως πρωταγωνίστρια την Τσάρλι, η οποία επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα της, το Χαρικέιν, ή αλλιώς... Τυφώνα, της Γιούτα, λίγο προτού κλείσουν δέκα χρόνια από την εξαφάνιση του κοντινού φίλου της Μάικλ, στο εστιατόριο του πατέρα της, του Χένρι, την πιτσαρία «Φρέντι Φάζμπεαρ».
Σύντομα, η Τσάρλι ξαναβρίσκει την παλιά παρεά της και αποφασίζουν μαζί να επισκεφτούν το σφραγισμένο εμπορικό κέντρο που χτίστηκε πάνω από το εγκαταλελειμμένο κατάστημα του Χένρι, σε μια προσπάθεια να διαχειριστούν αποτελεσματικότερα τα τραύματα της παιδικής ηλικίας τους. Δεν γνωρίζουν, βέβαια, ότι στους σκοτεινούς χώρους εκδηλώσεων θα κληθούν να αντιμετωπίσουν κάτι πολύ πιο απτό κι επικίνδυνο από τα αρνητικά τους συναισθήματα.
Φως στο μυστήριο
Η επιβλητική ατμόσφαιρα στο λημέρι του «Φρέντυ Φάζμπεαρ» ασκεί μια νοσηρή γοητεία στην παρέα. Κάθε βράδυ, επιστρέφουν στις σκιές, με την ελπίδα να ρίξουν φως στο μυστήριο του χαμού του φίλου τους. Κάθε βράδυ, η Τσάρλι κυριεύεται από τις, ξεχασμένες εδώ και καιρό, αναμνήσεις της κι ανακαλεί περισσότερες λεπτομέρειες για την υπόθεση.
Θυμάται πως κάποτε είχε έναν δίδυμο αδερφό, που μια μέρα, απήχθη από έναν άνδρα που φορούσε το κουστούμι ενός animatronic· πως η ίδια φιγούρα βρισκόταν στην πιτσαρία την τελευταία μέρα που είδε τον Μάικλ· πως η αστυνομία είχε συλλάβει έναν άνδρα, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος λόγω έλλειψης στοιχείων· πως ο πατέρας της, με τα χρόνια, άρχισε να βασανίζεται από τύψεις, ώσπου μια μέρα, συνέβη κάτι τραγικό στο εργαστήριο όπου κατασκεύαζε τις μηχανές.
Ο τρόμος στα Ασημένια μάτια προκύπτει χάρη στην υποβλητική ατμόσφαιρα και στις ανατροπές της ιστορίας, παρά στις γκροτέσκες εικόνες.
Και ξαφνικά, η κατάσταση περιπλέκεται. Ένας μυστηριώδης νυχτοφύλακας κυκλοφορεί στο εμπορικό – είναι σύμμαχος ή εχθρός; Ένα μέλος της παρέας αιχμαλωτίζεται από κάποια μυστηριώδη μορφή. Η αστυνομία φαίνεται να μην πιστεύει την Τσάρλι και τους φίλους της. Και μέσα σε όλα αυτά, τα animatronics ζωντανεύουν. Καταδιώκουν παντού τους απρόσκλητους επισκέπτες του εστιατορίου. Για να επιβιώσει, η Τσάρλι θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα του παρελθόντος, τα οποία έχουν πάρει σάρκα και οστά στο παρόν.
Μια ιστορία με ένταση και ανατροπές σε δυο διαφορετικά μέσα
Ο τρόμος στα Ασημένια μάτια προκύπτει χάρη στην υποβλητική ατμόσφαιρα και στις ανατροπές της ιστορίας, παρά στις γκροτέσκες εικόνες. Αποδεικνύεται πως ο Σκοτ Κόθον, δημιουργός του παιχνιδιού και συγγραφέας του βιβλίου και του κόμικ, γνωρίζει καλά τις ιδιαιτερότητες της ιστορίας του και, με τη βοήθεια της Ρίσλεϊ, μετατρέπεται σε ικανό αφηγητή στο πεδίο του γραπτού λόγου, αντιλαμβανόμενος πως κάθε μορφή τέχνης ορίζεται από διαφορετικούς κανόνες κι έχει συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες.
Στο βιβλίο, για παράδειγμα, ο Κόθον φροντίζει να εστιάσει εσωτερικά, στις σκέψεις των ηρώων του, για να φανερώσει τον ψυχικό κόσμο τους. Αποφεύγει αυτή τη μέθοδο, όταν συγγράφει το ομότιτλο κόμικ, κρατώντας κυρίως τους διαλόγους από το μυθιστόρημά του, στους οποίους προσδίδει ακόμα μεγαλύτερη προφορικότητα, και στηρίζεται στην εικονογράφηση της σχεδιάστριας Κλαούντια Σρόντερ [Claudia Schröder], η οποία αναπαριστά με ζωντάνια τις φιγούρες του βιβλίου και του βιντεοπαιχνιδιού.
Το αποτέλεσμα είναι μια τρομαχτική αφήγηση, σε δύο διαφορετικά μέσα, που απευθύνεται σε νεαρούς αναγνώστες, σκοτεινότερη από τις εξιστορήσεις του Ρ. Λ. Στάιν κι ίσως συγγενέστερη με την ιστορία τρόμου στο Αυτό του Στίβεν Κινγκ, για μια παρέα «χαμένων» παιδιών που αγωνίζονται ενάντια στα τέρατα του καθημερινού, αλλά και του υπερφυσικού κόσμου.