Για το μυθιστόρημα για εφήβους του Φίλιππου Μανδηλαρά «Υπέροχος κόσμος» (εκδ. Πατάκη)
Της Σίσσυς Τσιφλίδου
Το νέο βιβλίο του Φίλιππου Μανδηλαρά με τίτλο Υπέροχος Κόσμος κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη. Το εφηβικό μυθιστόρημα, που ακολουθεί χρονικά την «τριλογία του δρόμου» (Κάπου ν’ ανήκεις, Ύαινες, Η ζωή σαν ασανσέρ), εντάσσεται στην ίδια θεματική της εξερεύνησης της ταυτότητας στην εφηβική ηλικία.
Πολυεπίπεδο και πολυθεματικό το έργο θίγει την ενδοοικογενειακή βία, τη σεξουαλική παρενόχληση, τον σχολικό εκφοβισμό, τις συμμορίες εφήβων στις υποβαθμισμένες αστικές περιοχές, τα προβλήματα των μεταναστών της δεύτερης γενιάς, τη σχολική διαρροή, ενώ η φτώχεια, που αντιπαραβάλλεται ποικιλότροπα στην υπαρκτή ή πλαστή ευμάρεια των καιρών, ωθεί ταυτόχρονα σε παραβατικές πράξεις αλλά και στη διεκδίκηση, ίσως, ενός «άπιαστου» ονείρου. Διαβάζοντας κανείς τις διαδοχικές αφηγήσεις, συναντώντας τις συναισθηματικές κορυφώσεις των ηρώων, όπως στην περίπτωση της Τατιάνας που αναρωτιέται: «Ποιος με υπολογίζει εμένα;», είναι αδύνατον να αποφύγει τη διατύπωση του εαυτού του μέσα στο κείμενο είτε ως έφηβος είτε ως ενήλικας.
Πόσο υπέροχος μπορεί να είναι ένας κόσμος με το πλήθος των δυσλειτουργιών που υποδηλώνει η εμφάνιση των εφήβων; Άλλος χαμένος στον κόσμο του ακούει μουσική, άλλος κοιτάζει δήθεν αδιάφορος, άλλος φωνάζει εξαγριωμένος, κάποιος κρατάει ένα σκέιτμπορντ και ρουφάει διψασμένος ένα αναψυκτικό, μια άλλη έφηβη πιο πέρα κάνει επιδεικτικά τσιχλόφουσκες, το περιβάλλον γεμάτο σκουπίδια από κουτάκια αναψυκτικών, καφέδες, αποτσίγαρα.
Έναν πρώτο διάλογο με το βιβλίο κινεί το οξύμωρο τίτλου και εικόνας κόμικ στο εξώφυλλο. Πόσο υπέροχος μπορεί να είναι ένας κόσμος με το πλήθος των δυσλειτουργιών που υποδηλώνει η εμφάνιση των εφήβων; Άλλος χαμένος στον κόσμο του ακούει μουσική, άλλος κοιτάζει δήθεν αδιάφορος, άλλος φωνάζει εξαγριωμένος, κάποιος κρατάει ένα σκέιτμπορντ και ρουφάει διψασμένος ένα αναψυκτικό, μια άλλη έφηβη πιο πέρα κάνει επιδεικτικά τσιχλόφουσκες, το περιβάλλον γεμάτο σκουπίδια από κουτάκια αναψυκτικών, καφέδες, αποτσίγαρα. Μπορεί, όμως, και να είναι αυτός ακριβώς ο λόγος που θα ξεκινήσει κάποιος να το διαβάζει: η περιέργεια για το τι θα συναντήσει, ίσως κάτι οικείο, κάτι γνώριμο.
Στην πρώτη σελίδα και κάτω από τον τίτλο ανακοινώνεται, προφανώς από τον συγγραφέα, ένα περικειμενικό στοιχείο: το μυθιστόρημα είναι πολυφωνικό, ενώ στην αμέσως επόμενη σελίδα το μάτι πέφτει στην προειδοποίησή του (παρόμοια τακτική υιοθετεί και στην τριλογία) που σε «γειώνει»: «Φίλε αναγνώστη», γράφει, «αν ψάχνεις ένα μυθιστόρημα με δράση, αγωνία και συνεχείς ανατροπές, καλύτερα να ψάξεις αλλού. Αυτό που κρατάς στα χέρια σου περιέχει όσα ζεις και, κυρίως, όσα σκέφτεσαι κάθε μέρα, δίχως καμιά λογοκρισία».
Η υπόθεση κινείται ως εξής: δεκατέσσερις έφηβοι, όλοι μαθητές του Γ4, μιας πολυπολιτισμικής τάξης του 79ου Γυμνασίου σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας, σχεδιάζουν ένα πάρτυ αποφοίτησης. Γύρω από το αναμενόμενο γεγονός θα πλεχτούν οι προσωπικές τους ιστορίες, τα όνειρα και οι προσδοκίες τους, οι συγκρούσεις και οι αποκαλύψεις. Ο κύκλος που τελειώνει αφήνει σε πολλούς και για διαφορετικούς λόγους την πίκρα του αποχωρισμού. Ίσως κάποιοι να μη συναντηθούν ξανά. Και το καταλυτικό γεγονός της κλοπής των μηχανημάτων προκαλεί τη συναισθηματική έκρηξη, κάτι σαν μοχλός εκκινεί τους αδρανείς που αποφασίζουν να δράσουν, να πάρουν πρωτοβουλίες, να τακτοποιήσουν εκκρεμότητες αφημένες από καιρό.
Το έργο είναι χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια που δίνουν την εντύπωση μιας διαδοχικής κινηματογραφικής λήψης. Το στίγμα των εσωτερικών μονολόγων των χαρακτήρων του έργου δίνεται με μικρογράμματη γραφή στην αρχή του κάθε κεφαλαίου από τον ίδιο τον συγγραφέα (ώρα, σκηνικός χώρος, περιγραφή της θέσης του προσώπου).
Μέσα από προσωπικές εξομολογήσεις νεοτερικού ύφους που αντικαθιστούν τις παλαιότερες ημερολογιακές, χωρίς να χάνουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, όπως το ταυτόχρονο της γραφής και την κατάθεση μιας αλήθειας προσωπικής, οι ιδιότυπες αυτές δευτεροπρόσωπες αφηγήσεις των ηρώων του έργου αποσαφηνίζουν από την αρχή την ταύτιση του εσύ στο οποίο απευθύνονται με τον ίδιο τους τον εαυτό που πρωταγωνιστεί στο μυθιστόρημα. Προς το τέλος, βέβαια, γίνεται αντιληπτό ότι σε μια συγκεκριμένη αφήγηση (αυτή του Χρήστου που από την αρχή εμφανίζεται να κρατά έναν ρόλο παρατηρητή) ο χαρακτήρας απευθύνεται άμεσα σε έναν κεντρικό αφηγητή που δεν πρωταγωνιστεί αλλά ενορχηστρώνει την αφήγηση και δομεί την ιστορία επιλέγοντας ποιες από τις μύχιες σκέψεις των χαρακτήρων θα επικοινωνήσει διαλεκτικά μαζί μας. Οι οπτικές γωνίες των ηρώων γίνονται έτσι τα κάτοπτρα μιας κατακερματισμένης εφηβικής πραγματικότητας που εμπλέκεται δυναμικά με τον ενήλικο κόσμο.
Σε σχέση με την τριλογία του δρόμου, θα παρατηρούσαμε ότι, αν και ο συγγραφέας υιοθετεί παρόμοιες νεοτερικές αφηγηματικές τεχνικές προκειμένου να ενισχύσει την αληθοφάνεια της αφήγησης η οποία εν είδει εξομολόγησης μάς εισάγει σε έναν άκρως προσωπικό χώρο πράξεων, εσωτερικών σκέψεων και συγκρούσεων των χαρακτήρων, η διαφορά εντοπίζεται στο αξιακό υπόβαθρο των έργων. Ενώ στα προηγούμενα υπάρχει ένας μηδενισμός των αξιών, δίχως να ανιχνεύεται το «γιατί» της πτώσης ή να αφήνεται μια χαραμάδα αισιοδοξίας, στον Υπέροχο Κόσμο –ίσως και γι’ αυτό υπέροχος– ο αναγνώστης κλείνει το βιβλίο πλημμυρισμένος θετικά συναισθήματα για μια γενιά που, μέσα σε ένα προβληματικό περιβάλλον, έχει το κουράγιο και το θάρρος να ονειρεύεται έναν καλύτερο αλληλέγγυο κόσμο. Στο νέο του έργο ο Μανδηλαράς δεν ενδιαφέρεται τόσο στο να αναδείξει τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης που ωθεί σε αποτρόπαιες πράξεις όσο να ανοίξει έναν διάλογο φωνών.
Όλες αυτές οι φωνές αποκτούν την πλήρη σημασία τους καθώς αλληλεπιδρούν διαλογικά μεταξύ τους: «ο Φώτης με αναγκάζει να σκέφτομαι και μέσα από τα μάτια του», λέει η Ελεονόρα. Ο λόγος και όχι η πλοκή ανάγεται σε κυρίαρχο συστατικό του έργου γι’ αυτό και το έργο μένει χωρίς ουσιαστικό κλείσιμο.
Αναπόφευκτα στο τέλος της ανάγνωσης του βιβλίου αναρωτήθηκα πόσο ταίριαζε ο όρος πολυφωνικός στο μυθιστόρημα και κατέληξα πως ο συγγραφέας το έχει πολύ επιτυχημένα χαρακτηρίσει έτσι. Ο όρος διαλογικότητα ή πολυφωνικότητα εισάγεται από τον Μιχαήλ Μπαχτίν για τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι προκειμένου να αναδειχθούν οι πολυφωνικές μορφές των κειμένων, γεγονός που επιτρέπει στους ήρωες να μιλούν με τις δικές τους φωνές, επηρεάζοντας και τρόπον τινά διαταράσσοντας την εξουσία της μιας φωνής. Οι συνειδήσεις δεν συγχωνεύονται. «Τι είμαστε όλοι μας τελικά;» αναρωτιέται η Αντεσίνα, «Ένα σύνολο από εκατομμύρια μοναξιές». Κάθε φωνή (που αντιστοιχεί σε κάθε μικρό κεφάλαιο του έργου), όπως επισημαίνει και ο μεγάλος Ρώσος διανοητής, έχει τη δική της αξία και δεν υπόκειται στον έλεγχο της συγγραφικής εξουσίας. Γι’ αυτό και ο κυρίαρχος τριτοπρόσωπος αφηγητής συνειδητά απουσιάζει. Είναι ακριβώς αυτή η μορφή του γραπτού λόγου που μας βοηθά να διακρίνουμε τους χαρακτήρες και να μη μείνουμε σε ένα τυπικό χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος, όπως αυτό διαμορφώνεται στις μελέτες του Μπαχτίν. Εδώ η ομιλία του κάθε προσώπου δεν εκφράζει μια αυτόνομη ατομικότητα αλλά η συμπλοκή των φωνών συνιστά ένα κοινωνικό φαινόμενο. Μέσα από την πορεία των διαλόγων χτίζεται ο χαρακτήρας του κάθε προσώπου. Άλλοι χλευάζουν την εξουσία, άλλοι την υπομένουν σιωπηλά, άλλοι επιχειρούν μικρές επαναστάσεις. Όλες αυτές οι φωνές αποκτούν την πλήρη σημασία τους καθώς αλληλεπιδρούν διαλογικά μεταξύ τους: «ο Φώτης με αναγκάζει να σκέφτομαι και μέσα από τα μάτια του», λέει η Ελεονόρα. Ο λόγος και όχι η πλοκή ανάγεται σε κυρίαρχο συστατικό του έργου γι’ αυτό και το έργο μένει χωρίς ουσιαστικό κλείσιμο.
Ο Μανδηλαράς φαίνεται να γνωρίζει καλά τις ιδιαιτερότητες αυτής της γραφής που αποδεικνύεται η πλέον δόκιμη για τη λογοτεχνική αναπαράσταση του εφηβικού λόγου. Επιλέγει τις κοινωνικές περιστάσεις, και δεν μας αφήνει περιθώρια να αναρωτηθούμε για τον ακροατή: είναι ο ίδιος ο έφηβος αλλά και ο ενήλικας που υπήρξε έφηβος, ο ομιλητής αναπτύσσει σχέση μέσα από τα λεγόμενά του και με τους δύο. Στην πραγματικότητα η αλήθεια ενός πολυφωνικού μυθιστορήματος σαν και αυτό του Μανδηλαρά υπογραμμίζει και την έλλειψη της μοναδικότητας: κάθε εφηβικός λόγος είναι και διφωνικός αφού εκφέρεται από τον ίδιο τον συγγραφέα, ο οποίος και τον ενισχύει, τον τροποποιεί αναπόφευκτα με τις σκηνικές του οδηγίες, κατευθύνει την προσοχή μας σε σημαντικές για αυτόν αλλά και για εμάς λεπτομέρειες.
Στο έργο αυτό σχεδόν όλοι οι έφηβοι παλεύουν με την ατολμία τους, για το χαστούκι που δεν έδωσαν, για το σ’ αγαπώ που δεν τόλμησαν ή τόλμησαν, για να αναμετρηθούν με τις δυνάμεις τους, να υπερβούν τον εαυτό τους, να υψωθούν στα μάτια των δικών τους άλλων. Στο τέλος θα βρεθούν άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο ένα βήμα πιο μπροστά στην κατάκτηση της αυτογνωσίας τους, έχοντας εξωτερικεύσει τα συναισθήματά τους και συμφιλιωθεί με πτυχές του εαυτού τους, έχοντας ενισχύσει την αυτοεικόνα τους.
Ένας κόσμος που παρά τις αδικίες, τις υπερβολές και τις ανισότητές του, παρά τις αντιθέσεις του και τη συνεχή πάλη με τον κόσμο των μεγάλων, κρύβει το όνειρο, την ελπίδα...
Έχοντας διαβάσει και τη βραβευμένη τριλογία, στο τέλος της ανάγνωσης του βιβλίου επιβεβαίωσα την καλοδουλεμένη νεοτερική γραφή ενός συγγραφέα που οικειοποιείται με παραδειγματικό τρόπο τη γλώσσα των εφήβων. Η πολυπρισματική αφήγηση αξιοποιώντας διακειμενικές μορφές (της γλώσσας, των μουσικών ακουσμάτων των εφήβων) ουσιαστικά συνθέτει έναν υπέροχο κόσμο, αυτόν που αποκαλύπτεται ενδοκειμενικά και συνδιαλέγεται με τον κόσμο του αναγνώστη. Ένας κόσμος που παρά τις αδικίες, τις υπερβολές και τις ανισότητές του, παρά τις αντιθέσεις του και τη συνεχή πάλη με τον κόσμο των μεγάλων, κρύβει το όνειρο, την ελπίδα, την ανάγκη των φίλων, την αγκαλιά και το μοίρασμα, την αίσθηση ότι οι φίλοι είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουμε, ειδικά αυτοί που αποκτήσαμε στα μαθητικά μας χρόνια, επειδή με αυτούς μοιραστήκαμε το πέρασμα στην εφηβεία, τα πρώτα μας ερωτικά σκιρτήματα, τα όνειρά μας, τους φόβους και τις στενοχώριες μας, τις κρυφές μας επιθυμίες. Οι φίλοι μας έγιναν σύμμαχοι στους αντίμαχους ενήλικες που μας προσγείωναν σε μια μίζερη πραγματικότητα χωρίς παράθυρα στο μέλλον πιο ψηλά στη σκάλα. Γιατί, όπως λέει και ο Αντώνης: «τα ματς δεν τα κερδίζουν οι παίκτες αλλά οι ομάδες».
Για αυτούς τους υπέροχους εφήβους και μόνο αξίζει να διαβαστεί αυτό το βιβλίο.