Για τη συλλογή παραμυθιών της Αντωνίας Γουναροπούλου «Κυνηγοί και Λύκοι» (εικονογράφηση Κατερίνα Χαδουλού, εκδ. Πατάκη).
Της Ευθυμίας Γιώσα
Ο στοχαστής Χρήστος Μαλεβίτσης γράφει σε ένα από τα δοκιμιακά του κείμενα στη «Νέα Εστία»: «Ο μύθος είναι το στοιχείο, εντός του οποίου ζει ο άνθρωπος, όπως είναι το νερό του ωκεανού εντός του οποίου ζει το ψάρι. Και η επιστήμη μας είναι εν τέλει μυθική· και η λογική μας. Διότι όλα αυτά συνιστούν τρόπους του μυθικώς υπάρχειν. Και δεν υπάρχει άλλος»[1]. Η Αντωνία Γουναροπούλου φαίνεται πως το γνωρίζει καλά, γι’ αυτό και επιλέγει μέσα από επτά (ή έξι συν ένα, όπως προτιμάτε) παρα-μύθια να περιπλανηθεί και να μας περιπλανήσει «στην υπαρξιακή γλύκα του Μύθου»[2], εκφρασμένη ως οντολογική παρατήρηση του Βίου.
Ο μύθος είναι το στοιχείο, εντός του οποίου ζει ο άνθρωπος, όπως είναι το νερό του ωκεανού εντός του οποίου ζει το ψάρι. Και η επιστήμη μας είναι εν τέλει μυθική· και η λογική μας. Διότι όλα αυτά συνιστούν τρόπους του μυθικώς υπάρχειν. Και δεν υπάρχει άλλος.
Όμως, ας πιάσουμε τον μίτο του βιβλίου από την αρχή, που πάει να πει από την πρώτη εντύπωση κι αυτή δεν είναι άλλη από το εξώφυλλο. Η Κατερίνα Χαδουλού, η οποία και το φιλοτέχνησε, στηριζόμενη στο δίπολο του τίτλου Κυνηγοί και Λύκοι δημιούργησε ένα πορτρέτο χωρισμένο στα δύο για να ικανοποιήσει τόσο τον άνθρωπο όσο και το ζώο. Προχωρώντας στις μέσα σελίδες, διαπιστώνουμε ότι ο τίτλος της πρώτης ιστορίας («Ο κυνηγός και ο λύκος») είναι αυτός στον οποίο στηρίχτηκε ο γενικός τίτλος του βιβλίου, ωστόσο ελαφρώς τροποποιημένος. Ο κυνηγός της πρώτης ιστορίας, ο ένας και συγκεκριμένος, γίνεται πολλοί και αόριστοι· το ίδιο συμβαίνει και με τον λύκο, κι αυτή η παρατήρηση πιστεύω πως χρειάζεται να μείνει στο μυαλό του αναγνώστη μέχρι τέλους μαζί με τη βεβαιότητα ότι δεν είναι το ίδιο εύκολο –ενδεχομένως ούτε και αναγκαίο– να ξεχωρίσει κανείς σε όλες τις αφηγηματικές στιγμές σε ποιο στρατόπεδο ανήκει ο κάθε ήρωας της Γουναροπούλου. Εξάλλου η συγγραφέας, με την εποπτική γραφή της, αφήνει σε όλους τους χαρακτήρες αρκετό χώρο, τόσον ώστε σχεδόν ν’ αυτοπαρουσιαστούν και να εκφράσουν την όποια αλήθεια τους.
Προτού καταδυθώ στο περιεχόμενο, ας ολοκληρώσω την αναφορά στην εικονογράφηση της Χαδουλού, που τη συναντάμε και στο εσωτερικό με ένα σκίτσο κάτω από τον τίτλο κάθε ιστορίας. Πρόκειται για μια ιδιαιτέρως κομψή σύμπραξη ζωγραφικής και λόγου της οποίας η υψηλή αισθητική χαρακτηρίζει το σύνολο του παρόντος εκδοτικού έργου. Μία ακόμη μορφολογική εκκρεμότητα πριν περάσω στον Λόγο σχετίζεται με τη διάρθρωση· το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη τα οποία ξεκινούν και διακρίνονται μεταξύ τους με έναν αφορισμό του Πόρτσια – προφανώς διαλεγμένοι κι οι δύο από τη συγγραφέα ως νοητικοί οδοδείκτες. Οι πρώτες έξι ιστορίες αποτελούν άτυπα το πρώτο μέρος κι η έβδομη, μονάχη της, και με σχετική αυτοτέλεια, το δεύτερο. Αυτή την έβδομη ιστορία θα μπορούσαμε να τη δούμε και ως επίμετρο, όχι με την έννοια του συμπληρώματος αλλά της επεξήγησης, κι αυτό διότι η εναρκτήρια φράση της, «Φαίνεται ότι αυτός ο σκύλος είχε μαζί του και τον Θεό και τον Διάβολο», η οποία εμφανίζεται ξανά μέσα στο κείμενο με άλλες μορφές που πάντα αναδεικνύουν ανάγλυφα την πάλη των πιθανοτήτων, αποτελεί αρτηρία ιδιαίτερης σημασίας για τη μεταφορά του κεντρικού νοήματος.
Η ζωή, λοιπόν, ξεχαρβαλώθηκε, τα πράγματα στον κόσμο δεν εξελίσσονται όπως θα έπρεπε· οι σύντροφοι προδίδουν κι ας ’δώσαν όρκο αφοσίωσης, οι άνθρωποι αναπνέουν από την ασφυξία των συνανθρώπων τους κι αδιαφορούν για ό,τι δεν βλέπουν, η φυγή αφήνει τα κλειδιά στην εγκατάλειψη, η αγάπη γίνεται γκιλοτίνα και καρατομεί.
Στην πρώτη πράξη στην πέμπτη σκηνή, ο Άμλετ αναφωνεί: «Time is out of joint» ήτοι ελληνιστί «η ζωή ξεχαρβαλώθηκε», κι είναι μια φράση που μου ήρθε αρκετές φορές στο μυαλό διαβάζοντας το βιβλίο της Γουναροπούλου, το οποίο (ας το ξεκαθαρίσω σ’ αυτό το σημείο) μπορεί να κατατάσσεται στην παιδική-εφηβική λογοτεχνία εν είδει συλλογής ιστοριών, εντούτοις αυτό συμβαίνει μόνο προσχηματικά, καθώς η φιλόλογος ξέρει ότι χρειάζεται κάποτε η αφορμή του αρχαίου ρήματος παραμυθέομαι για να καταγραφούν τα ενήλικα αδιέξοδα. Η ζωή, λοιπόν, ξεχαρβαλώθηκε, τα πράγματα στον κόσμο δεν εξελίσσονται όπως θα έπρεπε· οι σύντροφοι προδίδουν κι ας ’δώσαν όρκο αφοσίωσης, οι άνθρωποι αναπνέουν από την ασφυξία των συνανθρώπων τους κι αδιαφορούν για ό,τι δεν βλέπουν, η φυγή αφήνει τα κλειδιά στην εγκατάλειψη, η αγάπη γίνεται γκιλοτίνα και καρατομεί. Παρέθεσα ορισμένες μόνο από τις θεματικές του βιβλίου τις οποίες η Γουναροπούλου ξεδιπλώνει μαλακά και με προσοχή. Αφήνει τους προβληματισμούς της πάνω στα φύλλα σαν εύθραυστα αντικείμενα. Δεν τρομοκρατεί, δεν κρίνει, δεν αποκαρδιώνει· απλώς παρουσιάζει την κάθε ιστορία σαν γεγονός. Σ’ αυτό τη βοηθάει η γλώσσα που χρησιμοποιεί η οποία είναι στρωτή και ρέουσα, συχνά παιχνιδιάρικη –ειδικά στο παραμύθι «Τι άλλο;» με την αντιστροφή των λέξεων και τη χρήση αρκετών υποκοριστικών–, ευθύβολη –δεν περισσεύει ούτε ένα επίθετο, ούτε ένα επίρρημα– και χωρίς διδακτισμούς, που εύκολα μπορεί να ξεφύγουν στη λογοτεχνία των παραμυθιών. Στις περίπου ενενήντα σελίδες δεν απουσιάζουν τα γλωσσικά συμβάντα, δηλαδή φράσεις που δύνανται να λειτουργήσουν εκτός του πλαισίου του κειμένου στο οποίο εμφανίζονται. Παραδείγματος χάριν, στην ιστορία «Ο κυνηγός και ο λύκος» διαβάζουμε «ότι δεν υπάρχει στον κόσμο μεγαλύτερη χαρά απ’ το να προσφέρει κανείς στον σύντροφό του και πως τη μεγαλύτερη λύπη τη γεννά η άρνηση αυτής της προσφοράς». Δεν λείπει ούτε η ποιητικότητα η οποία και γίνεται περισσότερο εμφανής στην έξοχη ιστορία «Τα έπιπλα», όπου η πόρτα, ένα γραφείο, μια καρέκλα, ένα κρεβάτι κι ένα ψυγείο συνομιλούν μέσα σ’ ένα εγκαταλειμμένο σπίτι. Τσακώνονται για το ποιος φταίει που βουλιάζουν στην αχρηστία, εν συνεχεία συνειδητοποιούν ότι προτιμούν ν’ αναλάβουν την ευθύνη το καθένα ξεχωριστά παρά να μείνουν με την απορία κι όπως καταλήγουν στη σιωπή σκέφτομαι πως το εγκαταλειμμένο σπίτι της Γουναροπούλου ίσως και να είναι από εκείνα στα οποία, όπως γράφει ο ποιητής Τάσος Πορφύρης[3], η τηλεφωνική σύνδεση έχει παραμένει ενεργή «ώστε να τηλεφωνώ (…) να το ακούω πώς περνά μόνο κι εγκαταλειμμένο να το παρηγορώ να απαντάει με σπασμένη φωνή να μπαίνουν στη γραμμή ο Βοριάς κι ο Νόστος διεκδικώντας ο καθένας για λογαριασμό του να προσπαθώ να το ξαναπιάσω και να βουίζει».
Σχεδόν σε όλες τις ιστορίες υπάρχει, έστω και σαν άρρητο υπονοούμενο, το στοιχείο της ευκαιρίας, μια υποψία πίστης ότι, ακόμη κι αν ο αγώνας έχει χαθεί, έστω μία νικητήρια μάχη αρκεί για να σωθεί ό,τι αξίζει να σωθεί.
Σχεδόν σε όλες τις ιστορίες υπάρχει, έστω και σαν άρρητο υπονοούμενο, το στοιχείο της ευκαιρίας, μια υποψία πίστης ότι, ακόμη κι αν ο αγώνας έχει χαθεί, έστω μία νικητήρια μάχη αρκεί για να σωθεί ό,τι αξίζει να σωθεί. Όπως στην ιστορία «Ναι, μαγισσούλη» όπου ο μαγισσούλης θεωρεί πως αγάπη σημαίνει αποκλειστικότητα κι εξαφανίζει τριγύρω από την αγαπημένη του οτιδήποτε εκείνη αγαπούσε πέραν αυτού. Η μαγισσούλα, λοιπόν, παραδέχεται στο τέλος, σαν μυστικό στον εαυτό της, πως «πολύ αγαπούσε και την ανάμνηση όλων των όμορφων πραγμάτων που το ραβδάκι του καλού της είχε από αγάπη για πάντα εξαφανίσει» εφευρίσκοντας τρόπον τινά την παρηγοριά της. Όμως, ακόμη και στις ιστορίες που αυτή η παρηγοριά απουσιάζει, λόγου χάρη στη «Γυναίκα αράχνη», ακόμη και τότε λειτουργεί αντιθετικά, αφού γίνεται περισσότερο αντιληπτό το περιθώριο δράσης του κάθε ήρωα· ανεξάρτητα από το αν εκείνος το χρησιμοποιεί ή όχι. Διότι πάντα υπάρχει περιθώριο δράσης για τους ήρωες της Γουναροπούλου, αφού ο Θεός και ο Διάβολος, «που τσακώνονταν και μαλλιοτραβιούνταν συνεχώς πάνω απ’ την πλάτη του αξιαγάπητου τεράστιου κουταβιού» της έβδομης ιστορίας με τίτλο «Όλα πήγαιναν καλά» στην οποία αναφέρθηκα νωρίτερα, αποτελούν πρωτίστως συνειδητά ενδεχόμενα αποφάσεων του κάθε όντος. Με άλλα λόγια, κανείς στους Κυνηγούς και Λύκους δεν είναι άμοιρος των ευθυνών του και γι’ αυτό μοιάζουν όλοι ν’ αποδέχονται το τίμημα των επιλογών τους· από το ξωτικό που για να σπάσει τη μονοτονία του διαλέγει ν’ ασχοληθεί με τους ανθρώπους (παραμύθι «Τι άλλο;») μέχρι τη Ναντίν και το μαχαίρι που κράτησε στα χέρια της πολεμώντας τους Ξένους (παραμύθι «Το δικό σου ποτέ μην το ξεχάσεις»).
«Ο μύθος εάν δεν είναι πιστευτός, απορρίπτεται»,[4] συμπεραίνει και πάλι ο Χρήστος Μαλεβίτσης κι αυτό του το ορθό συμπέρασμα συνιστά το μεγάλο πλεονέκτημα του λογοτεχνικού έργου της Αντωνίας Γουναροπούλου. Ο τρόπος με τον οποίο μετα- και δια-χειρίζεται τα γλωσσικά εργαλεία δεν οδηγεί τον αναγνώστη μόνο στην πνευματική τέρψη –αν μη τι άλλο, απαραίτητη–, όσο και στην εμπλοκή του στα δρώμενα – γελά, συμπάσχει, προβληματίζεται, θυμώνει. Η συμμετοχή είναι προϋπόθεση της πίστης. Η Γουναροπούλου, λοιπόν, παραδίδει στο αναγνωστικό κοινό μύθους πιστευτούς, όπερ σημαίνει καλοδομημένους, στοχοπροσηλωμένους, παρηγορητικούς. Δεν μένει παρά να τους ανακαλύψουμε και –γιατί όχι;– να τους διαδώσουμε, όπως συνέβαινε τα παλιά τα χρόνια με ό,τι αποτελούσε κοινό τόπο.
* Η ΕΥΘΥΜΙΑ ΓΙΩΣΑ είναι συγγραφέας.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ