
Ο εικονογράφος και δημιουργός κόμικς Kanellos COB (Κανέλλος Μπίτσικας) μας μίλησε για τις σπουδές του στην École Émile Cohl της Λυών, σχολή που απαιτεί στρατιωτική πειθαρχία, τις συνεργασίες του με συγγραφείς και τις λογοτεχνικές διασκευές που έχει αναλάβει, καθώς και για το έργο του για το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού που πυροδότησε προσφάτως συζητήσεις. Κεντρική εικόνα: Ο δημιουργός και το έργο που παρουσιάζεται στην έκθεση «Το Δ των δικαιωμάτων».
Συνέντευξη στον Σόλωνα Παπαγεωργίου
Ο Κανέλλος Μπίτσικας, γνωστός ως Kanellos COB, φοίτησε στο Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης στην Αθήνα, αλλά ανέκαθεν ήθελε να ασχοληθεί με το σχέδιο, οπότε συνέχισε τις σπουδές του στην École Émile Cohl της Λυών, που όπως μας αποκάλυψε απαιτεί στρατιωτική πειθαρχία. Από τη Γαλλία ξεκίνησε τα πρώτα βήματά του στην ελληνική σκηνή, φτιάχνοντας το Αντίο Μπάτμαν (εκδ. Red n’ Noir) του Τάσου Θεοφίλου, και συνέχισε με ενδιαφέρουσες δουλειές και συνεργασίες με συγγραφείς όπως ο Δημοσθένης Παπαμάρκος και ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης.
Πριν από λίγες ημέρες συναντηθήκαμε διαδικτυακά μαζί του. Το εργαστήρι του είναι στο σπίτι του, με ένα μεγάλο πόστερ του Moebius να κοσμεί έναν από τους τοίχους. Δεν κρατά ούτε κρεμά πολλά δικά του έργα, γιατί το ανήσυχο μάτι του πάντα πιάνει εκ των υστέρων λεπτομέρειες που θα μπορούσαν, κατά την άποψή του, να είχαν δουλευτεί περισσότερο.
Μιλήσαμε μαζί του για τη δραστηριότητά του στον χώρο της εικονογράφησης, για τα παλαιότερα και πιο πρόσφατα δημιουργήματά του, καθώς και για ένα σκίτσο του για το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού που πυροδότησε προσφάτως συζητήσεις, εφόσον πραγματεύεται την Παλαιστίνη και ειδικά, την κατάσταση στη Λωρίδα της Γάζας.
Τι σας τράβηξε στον χώρο του βιβλίου και της εικονογράφησης; Ένας καλός εικονογράφος πρέπει να είναι και φανατικός αναγνώστης ή δεν έχει και τόση σημασία;
Καλό είναι να διαβάζεις, σαφώς, αλλά η έννοια της «εικόνας» παίρνει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις. Η δύναμή της έχει να κάνει με την αφήγηση ιστοριών, κατά την οποία χρησιμοποιείς διαφορετικούς κώδικες από αυτούς που θα χρησιμοποιούσες σε ένα κείμενο.
Ανέκαθεν με τραβούσε ό,τι αφορά στην εικόνα. Από μικρό παιδί ζωγράφιζα. Μου ήταν εύκολο, ήταν η κλίση μου, αν θες. Σπούδασα σχέδιο στη Λυών στην École Émile Cohl, από τις καλύτερες σχολές στη Γαλλία. Δεν μοιάζει με την Καλών Τεχνών, εξειδικεύεσαι κατευθείαν στο σχέδιο και είναι κανονικός στρατός. Η νοοτροπία είναι η εξής: «Σκάσε και σχεδίασε». Αυτά τα τέσσερα χρόνια δεν υπήρξε μέρα που να μην σχεδιάσω. Στο τρίτο έτος επιλέγεις κατεύθυνση και εγώ επέλεξα στην ουσία την εικόνα, την εικονογράφηση και το κόμικ.
Ποιες άλλες κατευθύνσεις υπήρχαν;
Το κινούμενο σχέδιο και το video game, το οποίο πήρε πριν από κάποια χρόνια τη θέση του ανάμεσα στις τέχνες και θεωρήθηκε η δέκατη τέχνη. Δικαίως, μιας και εκεί χτίζεις έναν κόσμο, σχεδιάζεις χαρακτήρες, δημιουργείς ένα περιβάλλον…
Την πρώτη σας δουλειά, το κόμικ Αντίο Μπάτμαν του συγγραφέα Τάσου Θεοφίλου, την κάνατε εξ αποστάσεως;
Ναι, όσο ζούσα έξω. Έπεσε στα χέρια μου το διήγημα του Τάσου, ο οποίος ήταν στη φυλακή ακόμα, και αποφάσισα να το διασκευάσω, είναι γύρω στις δώδεκα σελίδες το έργο, δεν είναι πολύ μεγάλο. Το δούλευα για μήνες, μέρος προσωπικής εξάσκησης, για να υπάρχει μέσα στο πορτφόλιό μου. Δεν είχα σκοπό να το εκδώσω.
Όταν επικοινώνησα με τον Τάσο, ενθουσιάστηκε με την πρωτοβουλία, οπότε του είπα: «Εννοείται, παρ’ το και κάνε ό,τι θες». Δεν είχα σκοπό να βγάλω λεφτά. Τα έσοδα πήγαν στο Ταμείο Πολιτικών Κρατουμένων στον Κορυδαλλό, ήταν μια κίνηση αλληλεγγύης.
Υποθέτω πως αυτό ήταν το πρώτο μου βήμα για να μπω στον χώρο της εικονογράφησης στην Ελλάδα. Στη Γαλλία ήδη δούλευα πάνω σε μικρά πρότζεκτ, σε συλλογικές εκδόσεις. Είχα συνεργαστεί με έναν εκδοτικό οίκο που έκανε μια συλλογή με δεκαπέντε, αν θυμάμαι καλά, ιστορίες με θέμα το Παρίσι. Κάθε σχεδιαστής έπαιρνε μια γειτονιά του Παρισιού κι έβγαζε μια πεντασέλιδη δουλειά γι’ αυτήν. Αλλά το αρχικό μου έργο στην ελληνική σκηνή είναι στην ουσία το Αντίο Μπάτμαν, το οποίο πήγε πολύ καλά και ακόμα πηγαίνει. Όλα τα βιβλία που είχα στο τραπέζι μου στο ComicDom Con φύγανε.
Οπότε διαβάζετε μυθιστορήματα ή κόμικς;
Κυρίως κόμικς. Η αλήθεια είναι πως από μυθιστορήματα διαβάζω αυτά που μου στέλνουν όταν μου προτείνουν δουλειές. Δεν έχω όσο χρόνο θα ήθελα για να διαβάσω κάτι επιπλέον, έχω μια στοίβα με αγορασμένα, αδιάβαστα βιβλία στο δωμάτιό μου.
Παίρνει χρόνο να διαβάσεις τις προτάσεις που σου στέλνουν για εικονογράφηση. Όταν θέλουν απλώς να σχεδιάσω το εξώφυλλο, συνήθως ζητώ μια εκτενή περίληψη της ιστορίας. Αν πρέπει όμως να φτιαχτούν εικόνες στο εσωτερικό, το διαβάζω ολόκληρο για να αποφασίσω αν θα το αναλάβω ή όχι.
Έπειτα, υπάρχει ο κινηματογράφος, που με ενδιαφέρει πολύ, οπότε πρέπει να αφιερώνω χρόνο και σε αυτόν. Είναι η μεγάλη μου αγάπη.
Η αφήγηση του σινεμά είναι πιο κοντά στο είδος του κόμικ, παρά στο βιβλίο…
Σωστά, εφόσον περιλαμβάνει το στοιχείο της εικόνας. Κάποιες φορές μπορεί να αγοράσω ένα κόμικ επειδή μου αρέσει πραγματικά το σχέδιο και θέλω να το παρατηρήσω. Μπορεί το σενάριο να μην είναι τόσο δυνατό, αλλά λόγω δουλειάς θέλω να το κρατήσω ως αναφορά.
Παρόλα αυτά, σε ένα έργο μεγαλύτερη σημασία έχει πάντα το σενάριο... Ένα αδύναμο σχέδιο με ένα πολύ καλό σενάριο κάνουν ένα καλό κόμικ. Αν συμβεί το αντίθετο, βγαίνει απλώς ένα βιβλίο με ωραίες εικόνες.
Πόση ελευθερία έχετε κατά την εικονογράφηση; Πού τελειώνουν τα όρια του συγγραφέα και πού ξεκινούν αυτά του εικονογράφου;
Προσπαθώ πάντα η εικόνα να παντρεύεται με το κείμενο, να συνοδεύει το κείμενο, να του δίνει κάτι παραπάνω. Στο πρόσφατο βιβλίο του Χρυσόστομου [Τσαπραΐλη], έφτιαξα ένα πλάνο με ένα δάσος που ήθελα να προσθέτει κάτι στο μυστήριο, ένα plus στη σκοτεινή ιστορία. Όταν έχω να κάνω με μια σουρεαλιστική ιστορία, προτείνω κάτι πιο ονειρικό.
Στο κόμικ είναι διαφορετικά τα πράγματα, γιατί οι επιλογές των εικόνων αφορούν στην αφήγηση, στο πώς θα την οργανώσεις, πώς θα αντιληφθεί ο αναγνώστης αυτό που θέλεις να πεις. Χρησιμοποιείς διαφορετικούς κώδικες.
Η αλήθεια είναι πως δεν με ‘χει περιορίσει κανείς. Πάντα είχα το ελεύθερο να κάνω ό,τι θέλω και στήριζα τις απόψεις μου. Ούτως ή άλλως, δεν κάνω ό,τι μου κατέβει, αλλά πάντοτε επιχειρηματολογώ για τις επιλογές μου.
Ποια είναι η αγαπημένη σας τεχνική εικονογράφησης; Πώς θα χαρακτηρίζατε το στυλ σας;
Έμαθα να ζωγραφίζω στο χαρτί, μετά αγόρασα μια οθόνη Wacom κι έτσι πλέον ζωγραφίζω στον υπολογιστή. Είναι σαν iPad, αλλά μεγαλύτερο. Είμαι κολλημένος με τις λεπτομέρειες, οπότε δουλεύω πάντα σε μεγάλο φορμάτ. Στο χαρτί, το μικρότερο φορμάτ στο οποίο δούλευα ήταν 50 x 70, δηλαδή αρκετά μεγάλο. Υπάρχουν φορές που ακόμα σχεδιάζω στο χαρτί, φτιάχνω ένα σκίτσο και το σκανάρω και ύστερα περνώ το χρώμα στον υπολογιστή. Ακόμα και στον υπολογιστή, όμως, δουλεύω όπως στο χαρτί, έχω μια βούρτσα του photoshop που είναι σαν μολύβι, με την οποία κάνω τις γενικές φόρμες, και μια βούρτσα για το μελάνι, για τις λεπτομέρειες.
Στον υπολογιστή απλώς έχω το περιθώριο του λάθους, γιατί μπορώ να σβήσω συγκεκριμένα στοιχεία και να τα ξανασχεδιάσω, ενώ στο χαρτί δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Κι έτσι κερδίζω χρόνο, που είναι πολύ σημαντικός παράγοντας, πρέπει να σέβεσαι τα deadline.
Είχατε κάποιο αγαπημένο εικονογραφημένο βιβλίο ως παιδί; Επηρέασε, πιστεύετε, τον τρόπο που δημιουργείτε σήμερα; Βλέπω τον Moebius στο βάθος…
Ο Moebius είναι ο grandmaster, άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε σήμερα την επιστημονική φαντασία. Είναι μέρος της γαλλοβελγικής σχολής, αλλά στα πιο «ενήλικα» σχέδιά του, στις sci-fi δουλειές του, ξεφεύγει από το καρτουνίστικο ύφος.
![]() |
Σχέδιο-αυτοπροσωπογραφία του Moebius |
Από εκεί και έπειτα, υπάρχουν εικονογράφοι όπως ο Kilian Eng και για πιο παιδικά έργα, η Rebecca Dautremer από το Βέλγιο. Πριν από έναν μήνα ξαναπήγα στη Λιόν για να δω τους φίλους μου. Επισκέφτηκα το Musée des Confluences, μουσείο φυσικής ιστορίας που είχε μια έκθεση φωτογραφίας κι εκεί βρήκα μια εικονογράφηση της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων, στην οποία η Dautremer είχε υιοθετήσει σκοτεινότερο ύφος, ύφος που είχε η αρχική ιστορία αλλά ξεχάστηκε όταν η Disney έκανε την ταινία της.
![]() |
Σχέδιο της Rebecca Dautremer από τη διασκευή της «Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων» |
Αλλά ξέρεις πώς «λειτουργούν» οι αναφορές, βρίσκονται παντού. Από ένα ξυλόγλυπτο τραπεζάκι μέχρι το ντεγκραντέ που θα δεις την ώρα που δύει ο ήλιος και τις σιλουέτες που θα δημιουργηθούν, τα πάντα δίνουν έμπνευση. Ο εγκέφαλος δεν σταματάει να δουλεύει, αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα με έναν συγκεκριμένο τρόπο, τα εντάσσεις σε ένα ρεύμα σκέψης. Μπορεί να σταματήσω να δουλεύω και να κάτσω να δω μια ταινία ή να πιω ένα ποτό με φίλους, και το πίσω μέρος του μυαλού μου να πιάσει κάποιο στοιχείο που θα εμφανιστεί μπροστά μου. Σαν να ασχολείσαι συνεχώς με έναν γρίφο που πρέπει να λύσεις, μια εμμονή που σε απασχολεί.
Σας τρομάζει η άνοδος της Τεχνητής Νοημοσύνης; Πιστεύετε ότι υπάρχει πιθανότητα να αντικατασταθείτε από το AI;
Με τρομάζει, έχω αποδεχτεί πως το ΑΙ θα αλλάξει τις ζωές μας, όπως τις άλλαξε κάποτε ο ερχομός του ίντερνετ. Πέρα από τα διάφορα σενάρια για το μέλλον, που είναι αληθοφανή θα έλεγα, έχει ήδη αντικαταστήσει μέρος της δουλειάς μας.
Διάβασα πρόσφατα μια ενδιαφέρουσα ανάλυση μιας συναδέλφου, που έκανε ένα ταξικό σχόλιο για την Τεχνητή Νοημοσύνη. Έγραψε πως είναι στον χώρο εδώ και πολύ καιρό και χρειάστηκε χρόνος για να αποκτήσει ένα δίκτυο, να μην χρειάζεται να ψάχνει συνεχώς για δουλειά, περνώντας από πολλά στάδια και ξεκινώντας από μικρούς εκδοτικούς που δεν πλήρωναν πολλά, μικροδουλειές από εδώ και από εκεί. Σκαλοπάτια που όλοι ανεβαίνουμε σιγά σιγά μέχρι να μας μάθει ο κόσμος, τα οποία είναι πολύ σημαντικά, είναι μέρος της εκπαίδευσής μας, μαθαίνεις πόσα λεφτά θα ζητήσεις, πώς να συνεννοηθείς με τον άλλον, να σκέφτεσαι όχι μόνο καλλιτεχνικά, αλλά και επαγγελματικά. Έτσι προχωράς άμα δεν έχεις χρήματα ή άμα δεν έχεις την τύχη να γεννηθείς με κάποια απευθείας σύνδεση με τον κόσμο του illustration.
Αυτοί οι μικροί εκδοτικοί, λοιπόν, τα μικρά περιοδικά, στρέφονται προς το ΑΙ, επειδή δεν έχουν πολλά χρήματα. Έτσι στερούν αυτή τη διαδρομή από τον καλλιτέχνη που δεν έχει το οικονομικό υπόβαθρο και πρέπει να αναπτύξει τη δουλειά του και να αποκτήσει φήμη.
Ήδη το επάγγελμά μας είναι πολύ, πολύ δύσκολο, πρέπει να δουλεύουμε εφτά στα εφτά για να έχουμε τα βασικά.
Είναι βέβαια σημαντικό να καταλάβουμε πως το ΑΙ μπορεί να αντικαταστήσει το ανθρώπινο χέρι, να βγάλει ένα σκίτσο με τέλεια ανατομία ή ένα περιβάλλον με τέλεια προοπτική, πολύ ωραίες παλέτες χρωμάτων και τα λοιπά, αλλά η σκέψη από πίσω δεν είναι ανθρώπινη. Δεν βρίσκομαι εγώ από πίσω, που διαβάζω το κείμενό σου και κάνω την προσωπική μου αποτύπωση της εικόνας που μου έδωσες. Αυτή η ποιητικότητα κάνει τη διαφορά, πιστεύω…
Αυτό, όμως, συμβαίνει σε δεύτερο, πιο intellectual επίπεδο. Σε πρώτο επίπεδο, σου παίρνει τη δουλειά. Κι αυτό με αναγκάζει να πάρω θέση, να ταχθώ εναντίον του. Ήδη το επάγγελμά μας είναι πολύ, πολύ δύσκολο, πρέπει να δουλεύουμε εφτά στα εφτά για να έχουμε τα βασικά. Δεν πληρωνόμαστε καλά.
Μία από τις σημαντικότερες δουλειές σας είναι το graphic novel Γυμνά οστά (εκδ. Polaris) του συγγραφέα Δημοσθένη Παπαμάρκου. Είναι ένα πολυσέλιδο έργο, με πληθώρα σχεδίων, που εντάσσεται στο είδος της επιστημονικής φαντασίας. Ήταν πρόκληση η δημιουργία του;
Κάθε δημιουργική διαδικασία είναι δύσκολη. Έχω κάνει τόσες δουλειές και το επικριτικό βλέμμα που ρίχνει το δικό μου μάτι δεν φεύγει. Η φωνή που μου λέει πως αυτό θα μπορούσες να το κάνεις καλύτερα, αυτό να το αλλάξεις και τα λοιπά. Καμιά φορά μου δημιουργεί ως κι αποστροφή. Είναι μέρος της εξέλιξής σου ως καλλιτέχνη…
Τα Γυμνά οστά, όμως, τα απόλαυσα, ήταν μια πρόκληση επειδή με ενδιέφεραν πολύ. Θέλαμε με τον Δημοσθένη να δημιουργήσουμε έναν ολόκληρο κόσμο. Ήταν η πρώτη μου μεγάλη ευκαιρία να ξεδιπλώσω τη σκέψη μου, να φανούν οι αναφορές μου, στοιχεία που είχα μαζεμένα. Να αποτυπωθούν όλα στο κόμικ. Αυτή η διαδικασία έγινε μέσα στον COVID, ενάμιση χρόνο δουλεύαμε πάνω στο έργο χωρίς σταματημό και χάρη σε αυτό βγήκα κάπως αλώβητος από τη δυστοπία στην οποία ζούσαμε.
Είχε τύχει κάποτε να συζητήσω με τον Δημοσθένη και μου είχε πει πως μεταξύ σοβαρού και αστείου σχεδιάζατε ένα sequel του κόμικ. Δεν ξέρω αν εξακολουθείτε να το σκέφτεστε…
Πάντα το σκεφτόμαστε. Όποτε μιλάμε με τον Δημοσθένη, υπάρχει στο μυαλό μας. Απλώς, για να δώσουμε πάλι τόση ενέργεια, χρειάζεται πολύ καλή χρηματοδότηση και η αγορά κόμικς στην Ελλάδα δυστυχώς είναι ακόμα μικρή κι όσον αφορά στο sci-fi είναι ακόμα μικρότερη. Έχεις παρατηρήσει πως τα graphic novels που κάνουμε που είναι στηριγμένα σε κάποιο κλασικό διήγημα έχουν πολύ μεγαλύτερη απήχηση, γιατί τα «ξέρει» ήδη ο κόσμος. Οπότε ο γονιός θα τα πάρει πιο εύκολα στο παιδί του. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με τον ενήλικα που έχει διαβάσει τον Ζητιάνο του Καρκαβίτσα… Για τα Γυμνά οστά στηριχτήκαμε σε λάτρεις της επιστημονικής φαντασίας και σε ανθρώπους που αγαπούν τη δική μου δουλειά και κυρίως τη δουλειά του Δημοσθένη, που το έγραψε.
Οπότε, ναι, συζητάμε την ιδέα. Θα το πάμε ακόμα μακρύτερα, η δεύτερη ιστορία θα εκτυλίσσεται σε άλλον πλανήτη και η φαντασία θα εκτοξευτεί. Αλλά πρέπει να υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες για να γίνει αυτό..
Διασκευάσατε σε κόμικ το μυθιστόρημα για παιδιά της Ζωρζ Σαρή Ο θησαυρός της Βαγίας (εκδ. Πατάκη) και είχε προηγηθεί Ο ζητιάνος του Ανδρέα Καρκαβίτσα (εκδ. Polaris). Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία κατά τη διασκευή ενός λογοτεχνικού έργου;
Είναι μια παγίδα. Στο κόμικ, όπως στον κινηματογράφο, καλό είναι να μην υπάρχουν πολλά λόγια, να εμπιστεύεσαι την εικόνα, αυτή να σου αφηγείται την ιστορία, τις δράσεις κάθε ήρωα. Και γι’ αυτό τον λόγο το σενάριο μιας ταινίας δεν θεωρείται λογοτεχνία, είναι ένα άλλο είδος γλώσσας, παρόμοιο με τη γλώσσα των κόμικ. Το θέμα είναι ότι στηρίζεσαι στο λογοτεχνικό έργο και ο άνθρωπος που θα αγοράσει το κόμικ περιμένει να δει τη «γραφή» του συγγραφέα μέσα σε αυτό κι όχι απλώς την ιδέα της ιστορίας. Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι διατηρήσεις μια ισορροπία μεταξύ του όγκου του κειμένου και της εικόνας, να βρεις πόσο κείμενο θα έχει μέσα το κόμικ. Στον Ζητιάνο άφησα πολύ κείμενο, καθώς ήθελα να διατηρήσω την ιδιαίτερη έκφραση του Καρκαβίτσα.
Ύστερα, το θέμα είναι πώς θα αποτυπώσεις τους χαρακτήρες, ειδικά για τα παιδικά έργα. Ανέκαθεν είχα μια κλίση προς τα έργα για ενήλικες, οπότε η μεγάλη πρόκληση ήρθε όταν άρχισα να κάνω έργα που απευθύνονταν σε παιδιά. Σε αυτά οι εκφράσεις πρέπει να είναι πολύ πιο ξεκάθαρες, ώστε το παιδί να καταλαβαίνει αμέσως πώς νιώθει ο χαρακτήρας. Υπάρχουν κάποιοι κώδικες που πρέπει να τηρήσεις. Όταν μου στέλνουν ένα κείμενο, ρωτώ πάντα σε ποιες ηλικίες θα απευθύνεται. Αλλιώς μιλάς σε ένα παιδί που είναι δεκατεσσάρων, αλλιώς σε ένα παιδί που είναι εφτά. Ο τρόπος που χειρίζεσαι την εικόνα είναι εντελώς διαφορετικός, απευθύνεσαι σε άλλη ηλικία και αντίληψη. Οπότε πάντοτε ρωτώ για να αποφασίσω αν θα αναλάβω ή όχι ένα έργο…
Άρα απορρίπτετε δουλειές;
Φυσικά. Και λόγω χρόνου, αλλά και επειδή δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου μέσα στο συγκεκριμένο πρότζεκτ, πώς θα μπορούσε να βγει το έργο από το δικό μου χέρι. Παραπέμπω όσους ενδιαφέρονται σε συναδέλφους μου που θεωρώ πως θα κάνουν καλύτερη δουλειά με το συγκεκριμένο ύφος. Το «όχι» που λέω δεν είναι απορριπτικό, σημαίνει πως δεν μπορώ να βοηθήσω ή να δώσω κάτι παραπάνω.
Τι θα ήταν δηλαδή πολύ ξένο προς τα εσάς;
Ίσως ένα παραμύθι για παιδιά μικρότερα των πέντε ετών… Σε τέτοιες ηλικίες το μάτι χάνεται μέσα στη λεπτομέρεια, χρειάζεται ξεκάθαρες φόρμες και αφήγηση. Άμα προσέξεις, σε τέτοιου είδους βιβλία οι φόρμες είναι πολύ ξεκάθαρες, οι άνθρωποι και τα ζώα είναι συγκεκριμένα. Τα παιδάκια δεν έχουν μάθει να αναγνωρίζουν το προφίλ, μόνο το ανφάς, για αυτό κι όταν ζωγραφίζουμε έναν ελέφαντα προφίλ σε τέτοια έργα, φαίνονται και τα δύο μάτια. Επειδή το παιδί έχει συνηθίσει από την κούνια να βλέπει το ανφάς, όταν ο γονιός το πλησιάζει. Αυτούς τους κώδικες τους μαθαίνεις εμπειρικά.
Το πιο πρόσφατο έργο σας είναι η εικονογράφηση του μυθιστορήματος για νέους του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη Το κατέβασμα του φεγγαριού (εκδ. Ίκαρος). Δεδομένου ότι είναι η πρώτη σας δουλειά στο είδος του τρόμου, πώς κινηθήκατε; Φαντάζομαι πως ήσασταν σε επικοινωνία συνεχώς με τον Χρυσόστομο…
Μίλησα με τον Χρυσόστομο όταν τελείωσα τη νουβέλα, είχα κάποιες απορίες. Μετά του πρότεινα μερικές εικόνες που θα ήθελα να γίνουν κι αμέσως συμφώνησε. Αυτό είναι πάντα το πρώτο βήμα κι από κει και έπειτα, στέλνω κάποια πρώτα σκίτσα και μόλις μου δώσει ο συγγραφέας και ο εκδότης το οκέι, περνάω τα μελάνια και ύστερα τα χρώματα. Στην περίπτωση αυτή δεν είχαμε χρώμα, αλλά είχαμε σκιές, τόνους, όγκους, πολλή δουλειά. Ακολούθησα πάλι μια κινηματογραφική λογική για το πώς θα βγει το μυστήριο. Δούλεψα πολύ καιρό το πλάνο με το δάσος, ήθελα η βόλτα της μητέρας με την κόρη να γίνει μέσα σε ένα αχανές σύμπαν. Το τελευταίο σχέδιο είναι το πιο εφιαλτικό, με το που διάβασα την αναφορά του Χρυσόστομου σε εκείνο το πλάσμα, τη γριά με τα πόδια κατσίκας, ένιωσα ένα τσίμπημα και την έκανα αμέσως εικόνα, μου μίλησε κατευθείαν.
Χάρηκα που ξαναδούλεψα με ασπρόμαυρο σχέδιο. Στη σχολή σχεδίαζα μόνο ασπρόμαυρα, υεωρώ αυτή τη μέθοδο πιο γοητευτική. Όταν ήρθε η ώρα της πτυχιακής, στο τελευταίο έτος, έπρεπε να παραδώσεις τρία διαφορετικά έργα και οι καθηγητές μού είπαν πως θα με έκοβαν αν δεν έκανα τουλάχιστον ένα έγχρωμο έργο.
Ένα πρόσφατο σχέδιό σας για το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού πυροδότησε συζητήσεις. Ένα επιχείρημα που ακούστηκε από την άλλη πλευρά είναι πως το θέμα της εικόνας γίνεται κατανοητό και χωρίς την παλαιστινιακή σημαία στο κάτω μέρος του σχεδίου. Ποια είναι η θέση σας και ποια η σχέση της πολιτικής με την τέχνη και ιδιαιτέρως, με την τέχνη που απευθύνεται σε παιδιά;
Όταν το Δίκτυο μού έκανε την πρόταση, η μόνη απαίτησή τους ήταν να υπάρχει το γράμμα «Δέλτα» μέσα στην εικόνα, είτε κεφαλαίο είτε μικρό. Πήραμε μια λίστα με τα δικαιώματα του παιδιού, το δικαίωμα στη στέγαση, στην εκπαίδευση, με μια μικρή ανάλυση από κάτω. Μόλις διάβασα για το δικαίωμα στη ζωή, το μυαλό μου πήγε αυτομάτως στην Παλαιστίνη. Τι είναι σημαντικότερο να κουβεντιάζουμε αυτή την περίοδο;
Δεν μιλάμε για πολιτική, μιλάμε για ανθρώπινα δικαιώματα, για γενοκτονία και δεν γίνεται τα παιδιά να μην γνωρίζουν για αυτό. Δεν είναι προπαγάνδα. Το αντίθετο: το να μην μιλάς για αυτό είναι προπαγάνδα. Είναι απαραίτητη η σημαία από κάτω. Αυτό που συμβαίνει αφορά σε όλον τον κόσμο, θα σε κρίνει η ιστορία, σε είκοσι χρόνια από τώρα θα ερωτηθείς: Πού ήσουν όταν συνέβαινε αυτό; Τη στιγμή που μιλάμε πεθαίνουν άνθρωποι επειδή κάποιος τους ασκεί εξουσία, δύναμη. Όπως κοιτάμε τη Γερμανία του Χίτλερ τόσα χρόνια μετά, έτσι θα κουβεντιάζουμε για αυτό που συμβαίνει τώρα στην Παλαιστίνη. Δεν πρόκειται για πολιτική θέση, είναι ένα ανθρωπιστικό θέμα.
Δεν γίνεται να κρύψουμε τον κόσμο από τα παιδιά, μπορούμε απλώς να τους δείξουμε τον κόσμο. Αυτή είναι η δουλειά μας.
Γιατί θα ήταν καλό για τα παιδιά να ζωγραφίζουν περισσότερο και να ασχολούνται με τα εικαστικά; Προτείνετε ένα-δυο πρακτικά κόλπα.
Κατ’ αρχάς, το χαρτί βοηθάει να αποτυπώσεις αυτό που έχεις στο κεφάλι σου. Είναι πολύ σημαντικό τα παιδιά να εκφράζουν αυτά που νιώθουν, που αισθάνονται, που βιώνουν. Πήγα σε ένα σχολείο για μια παρουσίαση του Θησαυρού της Βαγίας, και η δασκάλα τούς είχε ζητήσει να κάνουν εικόνες σχετικά με τα Τέμπη, οι οποίες ήταν απίστευτες. Από τεχνική άποψη, δεν έστεκαν, αλλά δεν έχει καμία σημασία αυτό. Μιλάμε για κάτι εντελώς εξπρεσιονιστικό. Το παιδί εκφράζεται χωρίς φίλτρο.
Από εκεί και έπειτα, για τις τεχνικές, η συμβουλή που δίνω στα παιδιά είναι να πάρουν τα υλικά που έχουν διαθέσιμα και να τα χρησιμοποιήσουν όλα μέχρι να βρουν το συγκεκριμένο που τα κάνει να νιώθουν πιο άνετα. Είτε είναι ξυλομπογιά είτε ακουαρέλα είτε ακριλικά είτε μελάνια, μολύβια, οτιδήποτε. Το σημαντικό είναι να κρατάς ένα καρνέ, σαν ημερολόγιο. Περνώντας ο καιρός, όταν επιστρέφεις στην πρώτη σελίδα και βλέπεις τι έχεις κάνει, βλέπεις μια απίστευτη εξέλιξη στην αφήγηση, στοιχεία που σε κάνουν να θυμάσαι όσα ένιωθες παλαιότερα. Γιατί το έκανες αυτό τότε, ήταν απλά ένα πειραματισμός ή κάτι περισσότερο; Θυμάσαι πως είχες χωρίσει τότε, ή σε είχε μαλώσει η δασκάλα σου, αν μιλάμε για παιδιά… Δεν υπάρχει σωστός ή λάθος τρόπος για να ζωγραφίσεις, ειδικά σε αυτές τις ηλικίες.
*Ο ΣΟΛΩΝ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.