Τα ευρήματα της ετήσιας έρευνας του βρετανικού φορέα National Literacy Trust δεν είναι αισιόδοξα. «Κινδυνεύουμε να χάσουμε μια γενιά αναγνωστών» είναι το βασικό συμπέρασμα και το ερώτημα είναι: τι έχει συμβεί και αν και πώς μπορεί η τάση αυτή να αναστραφεί.
Γράφει η Ελένη Κορόβηλα
Η έρευνα του βρετανικού National Literacy Trust, που δόθηκε στη δημοσιότητα την προηγούμενη εβδομάδα, και ειδικά το εύρημα ότι μόνο το 35% των παιδιών ηλικίας 8 έως 18 ετών διαβάζει στον ελευθερό χρόνο για την ευχαρίστησή του, μας φέρνει στην πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη πριν από λίγους μήνες με τον Βρετανό συγγραφέα και εικονογράφο Κρις Νέιλορ-Μπαλεστέρος που μας έλεγε ότι «τα παιδιά που διαβάζοντας διασκεδάζουν θα γίνουν αναγνώστες για μια ζωή».
(...) δύο στα τρία σημερινά παιδιά στη Βρετανία δεν θα γίνουν «αναγνώστες για μια ζωή» και μάλιστα, επειδή, (...), το ποσοστό αυτό φέτος καταγράφει απότομη πτώση σε σχέση με πέρσι, αυτό ίσως σημαίνει ότι προοδευτικά μπορεί απλώς να μην έχουμε καθόλου «αναγνώστες για μια ζωή».
Συνδυάζοντας αυτή τη σκέψη με το βασικό εύρημα του βρετανικού φορέα, εύκολα φτάνουμε στη διαπίστωση ότι δύο στα τρία σημερινά παιδιά στη Βρετανία δεν θα γίνουν «αναγνώστες για μια ζωή» και μάλιστα, επειδή, όπως σημειώνεται στην έκθεση που συνοδεύει την έρευνα, το ποσοστό αυτό φέτος καταγράφει απότομη πτώση σε σχέση με πέρσι, αυτό ίσως σημαίνει ότι προοδευτικά μπορεί απλώς να μην έχουμε καθόλου «αναγνώστες για μια ζωή».
Ο επικεφαλής του βρετανικού φορέα, Τζόναθαν Ντάγκλας, είπε ότι «με τα παιδιά και τους νέους να απολαμβάνουν το διάβασμα σε ιστορικό χαμηλό και με μεγάλους αριθμούς παιδιών να τελειώνουν το Δημοτικό και το Γυμνάσιο χωρίς τις αναγνωστικές δεξιότητες που χρειάζονται για να προχωρήσουν στις σπουδές τους, το μέλλον μιας γενιάς τίθεται σε κίνδυνο».
Ο βρετανικός φορέας που κάνει αυτή την έρευνα κάθε χρόνο εδώ και 19 χρόνια βρίσκει ότι η αναγνωστική απόλαυση βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο εδώ και δύο δεκαετίες. Η δε πτώση σε σχέση με το 2023 είναι της τάξης του 8,8%. Είναι μια τάση, λένε οι συντάκτες της έκθεσης, και εξηγούν ότι την παρακολουθούν -όχι χωρίς ανησυχία- από το 2016.
(...) πάνω από τα μισά παιδιά που απάντησαν ότι στον ελεύθερο χρόνο τους διαβάζουν από ευχαρίστηση έχουν εξαιρετικά αποτελέσματα στην κατανόηση κειμένου σε σύγκριση με όσα δεν διαβάζουν από ευχαρίστηση.
Ένα άλλο στοιχείο της έρευνας που αποτυπώνεται στην έκθεση δείχνει ότι η αναγνωστική συχνότητα, πόσο τακτικά διαβάζουν δηλαδή τα παιδιά, βρίσκεται κι αυτή σε ιστορικό χαμηλό. Μόνο το 20,5% των 8 έως 18 διαβάζει καθημερινά στον ελεύθερο χρόνο. Πριν από ένα χρόνο, το ποσοστό αυτό ήταν 28%. Μάλλον δεν αποτελεί έκπληξη, αλλά από τα αγόρια που απάντησαν στην έρευνα μόνο το 28,2% λένε ότι διαβάζουν για την ευχαρίστησή τους, ενώ στα κορίτσια το ποσοστό αυτό είναι 40,5%. Για να τονιστεί η σημασία της χαράς της ανάγνωσης, αξίζει να σταθεί κανείς και στο παρακάτω: πάνω από τα μισά παιδιά που απάντησαν ότι στον ελεύθερο χρόνο τους διαβάζουν από ευχαρίστηση έχουν εξαιρετικά αποτελέσματα στην κατανόηση κειμένου σε σύγκριση με όσα δεν διαβάζουν από ευχαρίστηση.
Από τα παιδιά που είπαν ότι διαβάζουν από ευχαρίστηση τουλάχιστον μία φορά το μήνα, πάνω από τα μισά (56,6%) είπαν ότι τα βοηθά να χαλαρώσουν, αισθάνονται ευτυχισμένα (41%), μαθαίνουν καινούργια πράγματα (50,9%), καταλαβαίνουν καλύτερα τις απόψεις των άλλων (32,8%) και μαθαίνουν για τις συνήθειες και τον πολιτισμό άλλων ανθρώπων (32,4%).
Τα «αόρατα πλεονεκτήματα» από τα οφέλη της ανάγνωσης για ευχαρίστηση
Σχολιάζοντας αυτά τα ευρήματα, ο συγγραφέας βιβλίων για παιδιά Φρανκ Κότλερ-Μπόις μίλησε για «αόρατα πλεονεκτήματα» και είπε ότι «το γνωρίζουμε ότι τα παιδιά που διαβάζουν από ευχαρίστηση και τα παιδιά που τους διαβάζουν οι γονείς τους, έχουν μόνο οφέλη, από το πιο πλούσιο λεξιλόγιο μέχρι καλύτερη ψυχική υγεία. Αλλά η έρευνα μας δείχνει ότι, ως χώρα, στερούμε αυτά τα οφέλη από τα παιδιά μας». Τα «αόρατα πλεονεκτήματα» είναι αυτά τα οφέλη που κερδίζουν τα παιδιά που διαβάζουν από ευχαρίστηση.
Το ότι η διαφορά μεταξύ μαθητών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στον δείκτη της αναγνωστικής απόλαυσης είναι μεγάλη δεν εκπλήσσει. Μόνο τρία στα δέκα παιδιά του Γυμνασίου και Λυκείου είπαν ότι διαβάζουν από ευχαρίστηση, ενώ στο Δημοτικό την απάντηση αυτή έδωσαν τα μισά παιδιά.
Υπάρχει εξήγηση;
Οι συντάκτες της ετήσιας έρευνας αλφαβητισμού στη Βρετανία σημειώνουν ότι η έρευνά τους δεν παρέχει εξήγηση για τη συνεχιζόμενη μείωση της απόλαυσης από την ανάγνωση και λένε ότι θα πρέπει να εξεταστεί τι μπορεί να γίνει για να αλλάξει αυτό. Κάνουν όμως μια εκτίμηση που μπορεί να διαβαστεί με τις αντίστοιχες αναλογίες και ως ένα συμπέρασμα για το γιατί ίσως δεν διαβάζουν τα παιδιά από ευχαρίστηση. Λένε, λοιπόν, οι Βρετανοί ότι «ίσως το πολύ φορτωμένο πρόγραμμα σπουδών, οι υψηλές ακαδημαϊκές προσδοκίες και η πεποίθηση ότι τα περιμένει ένα δύσκολο μέλλον, συμβάλλουν στο να έχουν τα παιδιά λιγότερο χρόνο για διάβασμα από ευχαρίστηση, για διάβασμα με σκοπό την αναγνωστική απόλαυση, και λιγότερο διανοητικό χώρο για να το κάνουν. Είναι επίσης πιθανό η πρόσφατη πανδημία και η συνεχιζόμενη κρίση κόστους ζωής να έχουν επιδεινώσει την κατάσταση, με πολλά παιδιά και νέους να δυσκολεύονται να αποκτήσουν πρόσβαση σε αναγνωστικό υλικό υψηλής ποιότητας».
Για τον Βρετανό συγγραφέα Κότρελ-Μπόις, και σε ό,τι αφορά τη Βρετανία, «τα κακά νέα είναι ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε μια γενιά, ενώ τα καλά είναι ότι υπάρχουν λύσεις». Στα καθ' ημάς, χωρίς να μπορούμε να ταυτιστούμε με έρευνες σε χώρες με άλλη αναγνωστική παράδοση, τα κακά νέα είναι ότι ίσως κι εμείς να κινδυνεύουμε να χάσουμε μια γενιά όπως δείχνουν τα στοιχεία της πολύ χρήσιμης έρευνα του ΟΣΔΕΛ με τίτλο «Παιδί και ανάγνωση», αν και δεν έχουμε πρόσφατη έρευνα που να έχει ρωτήσει τα ίδια τα παιδιά.
Ο φορέας NLT κατέθεσε την έρευνά του στη βρετανική κυβέρνηση καλώντας την να φτιάξει μια ομάδα κρούσης, μια task force, που θα καταρτίσει σχέδιο δράσης για να αναστρέψει τους πτωτικούς δείκτες της αναγνωστικής απόλαυσης και να δώσει προτεραιότητα στο διάβασμα από ευχαρίστηση εντός του σχολικού προγράμματος, ίσως και κάποιου είδους αξιολόγηση.
Στο πλαίσιο της έρευνας του NLT, που υλοποιήθηκε μεταξύ 03/01/24 και 14/03/24, ρωτήθηκαν 76.131 παιδιά και έφηβοι μεταξύ 5 και 18 ετών.