Για το βιβλίο του κοινωνιολόγου Νίκου Παναγιωτόπουλου «Μάθε, παιδί μου, γράμματα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πεδίο.
Γράφει ο Κ.Β. Κατσουλάρης
Θα σου μιλήσω για κάτι που σίγουρα σε έχει απασχολήσει, είτε έχεις παιδί είτε όχι. Άλλωστε, παιδιά υπήρξαμε όλοι κάποια στιγμή. Όλοι μεγαλώσαμε μέσα σε κάποια μορφή οικογένειας, ενώ οι περισσότεροι λουστήκαμε το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Γιατί διαβάζουν, λοιπόν, τα παιδιά μας; Και κυρίως: γιατί δεν διαβάζουν, αυτά που δεν διαβάζουν;
Για να πάρουμε τις απαντήσεις μας θα συμβουλευτούμε ένα βιβλίο, τι άλλο; Τίτλος του: Μάθε, παιδί μου, γράμματα, και συγγραφέας του, ο κοινωνιολόγος Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει διεξάγει δύο μεγάλες έρευνες γύρω από την ανάγνωση στη χώρα μας.
Η δεύτερη έρευνα για το βιβλίο και την ανάγνωση στην Ελλάδα
Καταρχάς, δυο λόγια για το ίδιο το βιβλιαράκι: πώς προέκυψε, πού βασίζει τα συμπεράσματά του. Το «Μάθε, παιδί μου, γράμματα» είναι ουσιαστικά η συνοπτική έκθεση μιας μεγάλης έρευνας που πραγματοποίησε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος και η ομάδα του για λογαριασμό του ΟΣΔΕΛ, του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Έργων του Λόγου, με θέμα τη σχέση των παιδιών με την ανάγνωση, και ήρθε ως η φυσική συνέχεια προηγούμενης μεγάλης έρευνας για την ανάγνωση στην Ελλάδα.
Σε τούτη την περίπτωση, η έρευνα κινήθηκε εκεί όπου εκδηλώνεται το πρόβλημα, στην οικογένεια: εκεί δηλαδή που λόγω μιας σειράς κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων είτε δημιουργείται ο σταθερός κι εντατικός αναγνώστης, που θα εξελιχθεί σε έναν φιλοπερίεργο και φιλομαθή πολίτη, είτε αυτή η διαδικασία αποτυγχάνει και η σχέση με το βιβλίο και την ανάγνωση δυσκολεύει πολύ, δυσκολεύοντας τόσο το παιδί και τον έφηβο όσο και τον ενήλικα στα χρόνια που θα έρθουν. Αυτή η αποτυχία, ας το σημειώσουμε, είναι μια αποτυχία κοινωνική, όχι οικογενειακή: Είναι συχνότατα και η απαρχή μιας λιγότερο καλής πορείας στην επαγγελματική ζωή του ατόμου, και σχετίζεται στενά και με την οικονομική και κοινωνική του ανάπτυξη.
Ενάντια στις «μεταφυσικές» θεωρίες της ανάγνωσης
Γνωρίζω πως πολλοί, είτε από την εμπειρία τους ως γονείς είτε από την εμπειρία τους ως εκπαιδευτικοί, είτε απλώς από την προσωπική τους εμπειρία, είναι θιασώτες μιας μεταφυσικής θεωρίας της ανάγνωσης. Η θεωρία αυτή συνοψίζεται στην εξής φράση: «Σε μερικά παιδιά αρέσει η ανάγνωση», λέει αυτή η μεταφυσική, «σε άλλα όχι. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε». Και συνεχίζουν: «Εμείς στο σπίτι μας είχαμε πολλά βιβλία, αλλά τα παιδιά μας δεν διαβάζουν». Ή, αντίστροφα: «Εμείς στο σπίτι μας δεν είχαμε καθόλου βιβλία, οι γονείς μου δεν διάβαζαν καθόλου, κι όμως εγώ έγινα φανατικός αναγνώστης».
Από την άλλη, υπάρχουν γονείς που αγοράζουν βιβλία στο παιδί τους (γιατί ακούνε ότι θα τους κάνει καλό) αλλά ποτέ δεν κρατούν οι ίδιοι στα χέρια τους ένα βιβλίο, ποτέ δεν μιλούν για ένα βιβλίο με αληθινό ενδιαφέρον ή πάθος.
Πράγματι, οι οικογενειακές σχέσεις δεν πρέπει να απλοποιούνται: Οι δυναμικές στην οικογένεια δεν λειτουργούν με αυτοματισμούς ή με απλοϊκές μιμήσεις. Τα παιδιά δεν βλέπουν μονάχα αυτά που κάνουμε, αλλά πολύ περισσότερο αυτά που είμαστε. Κι ακόμη παραπέρα: Τα παιδιά υπακούουν συχνότατα σε όσα επιθυμούν βαθύτερα οι γονείς τους για εκείνα, κι όχι μονάχα σε αυτά που δηλώνουν ή υποκρίνονται ότι επιθυμούν. Για παράδειγμα, υπάρχουν γονείς που αγοράζουν βιβλία στο παιδί τους (γιατί ακούνε ότι θα τους κάνει καλό) αλλά ποτέ δεν κρατούν οι ίδιοι στα χέρια τους ένα βιβλίο, ποτέ δεν μιλούν για ένα βιβλίο με αληθινό ενδιαφέρον ή πάθος. Σε αυτήν την περίπτωση το παιδί «διαβάζει» το αληθινό μήνυμα κάτω από το προσχηματικό. Οι συνδυασμοί είναι πολλοί και το παιχνίδι ανοιχτό και πιο περίπλοκο, αλλά παίζεται σε αυτό το γήπεδο. Εδώ δημιουργούνται τα δήθεν χαρισματικά παιδιά, που στις πλείστες των περιπτώσεων δεν είναι απλώς παρά ένας άλλος τρόπος να μιλάμε για παιδιά ευνοημένα από την τύχη, εδώ κι αυτά που αποτυγχάνουν στην εκπαίδευση και, κατά συνέπεια, συχνότατα, και στη ζωή τους.
Επιστρέφοντας στο βιβλίο του καθηγητή κοινωνιολογίας Νίκου Παναγιωτόπουλου «Μάθε, παιδί μου, γράμματα»: Σε αυτό θα βρούμε τα αποτελέσματα της σχετικής έρευνας για το παιδί και την ανάγνωση: Θα βρούμε σχεδιαγράμματα, πίτες, θα δούμε πώς συσχετίζεται η οικονομική τάξη των γονιών με το πόσο διαβάζει ένα παιδί, αν σχετίζεται ή όχι το επάγγελμα των γονιών, πόση σημασία έχει αν οι γονείς ζουν στην Αθήνα ή στην περιφέρεια, κι αν στην Αθήνα ζούνε σε συνοικία όπου παράγονται προϊόντα πολιτισμικού κεφαλαίου ή σε συνοικία απομακρυσμένη από αυτά.
Και προς το τέλος του ευσύνοπτου βιβλίου θα βρούμε το πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο «Υστερόγραφο προς γονείς και μη».
Υστερόγραφο προς γονείς και μη
Σε αυτό το κεφάλαιο παρατίθενται μια σειρά από συμβουλές που θα συνδράμουν «στη δημιουργία του γούστου της ανάγνωσης στα παιδιά». Ακούστε μερικές από αυτές:
- Να μην διακόπτουμε συνεχώς το παιδί μας όταν διαβάζει για να του εξηγήσουμε τις δύσκολες λέξεις. Πολλές φορές τις λέξεις τις εξηγούν οι εικόνες και οι διακοπές μας απλώς σκοτώνουν τη μαγεία της ιστορίας.
- Να μην ζητάμε από το παιδί να μας αφηγηθεί εξολοκλήρου την ιστορία. Να μην μετατραπεί η ανάγνωση σε επεξήγηση κειμένου ώστε να μην θεωρήσει το παιδί ότι το να διαβάζει είναι στοιχείο της σχολικής επιτυχίας.
- Να συμμετέχουμε στις αναγνώσεις του παιδιού μας και όσο είναι δυνατόν να διαβάζουμε κι εμείς οι ίδιοι τα βιβλία που διαβάζει και να συζητάμε γι’ αυτά. «Ένα να κάτσουμε μαζί, να διαβάσουμε μια ωρίτσα στον καναπέ», είναι μια φράση που καλό θα ήταν να λέγαμε κάποιες στιγμές.
- Να κάνουμε συνδρομή σε ένα παιδικό περιοδικό ή εφημερίδα, τα οποία θα επιλέξουμε μαζί με το παιδί, ανάλογα με τις προτιμήσεις του.
- Να αφήνουμε το παιδί να διαβάζει κόμικς. Είναι πολύ χρήσιμο για όσους αρχίζουν να διαβάζουν (ε, και στη συνέχεια, είναι απολαυστικά τα κόμικς).
- Να μην υποχρεώνουμε το παιδί να τελειώσει ένα βιβλίο που δεν του αρέσει.
- Να το αφήνουμε να παίρνει την πρωτοβουλία να διαβάζει βιβλία που δεν είναι της ηλικίας του.
Σημειώνω εδώ μια δική μου σκέψη. Αν ένα βιβλίο τα δυσκολεύει, γιατί τα ερωτήματα που θέτει ή ο τρόπος που τα θέτει δεν ταιριάζουν με την ηλικία του ή την αναγνωστική του ωριμότητα, θα το αφήσει μόνο του το παιδί στην άκρη. Αν πρόκειται για βιβλία που δεν μας φαίνονται ιδιαίτερα ποιοτικά, ας μην τα μετατρέπουμε μέσω της απαγόρευσης ή της έντονης δυσαρέσκειας σε γοητευτικά αντικείμενα για τα παιδιά μας.
Συνεχίζουμε με μερικές ακόμη συμβουλές προς γονείς, που βοηθούν «στην δημιουργία του γούστου της ανάγνωσης στα παιδιά».
Ιδού μια, πολύ σημαντική: Να μην του κάνουμε παρατήρηση άμα διαβάζει το ίδιο βιβλίο πολλές φορές. Τα παιδιά αναπτύσσουν σχέση αγάπης με τα βιβλία.
Άλλη: Να εναλλάσσονται οι ώρες της ανάγνωσης με τις ώρες αφήγησης ιστοριών που φανταστήκαμε. Στο παιδί αρέσει να φαντάζεται άτομα, χώρους, περιπέτειες.
Άλλη: Να μην φοβόμαστε αν διαβάζει ιστορίες τρόμου. Ας ελέγχουμε απλώς λιγάκι να έχουν happy end.
Επίσης: Όσο μεγαλώνει και κατανοεί πιο περίπλοκες ιστορίες, ας του αγοράζουμε κλασικά αναγνώσματα, όπως οι Άθλιοι, οι Τρεις Σωματοφύλακες και ούτως καθεξής.
Και μια τελευταία, για παιδιά μικρά και μεγαλύτερα: Τα βιβλία δεν είναι για να τα διαβάζουμε μόνο λίγο πριν κοιμηθούμε. Να ενθαρρύνουμε το παιδί να διαβάζει παντού: στο αμάξι, στη στάση, όταν περιμένει κάποιον.
Αυτά, για μια πρώτη γεύση. Τα υπόλοιπα, στο βιβλίο.
* Ο Κώστας Β. Κατσουλάρης είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.